Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Επιρρεπής σε οποιαδήποτε νέα μόδα «υγιεινού» τρόπου ζωής, διαβίωσης και διατροφής.
Είναι τόσο «οργανικός» που συνηθίζει να καταπίνει ευλαβικά τις πορδές του αφού είναι ότι το πιο υγιεινό, θρεπτικό και ανεπεξέργαστο.

- Μόλις αγόρασα ένα ηχοσύστημα από το παλιατζίδικο που ηχογραφεί σε κέρινο δίσκο. Εγώ ακούω μουσική μόνο από αναλογική ηχογράφηση γιατί ο ήχος είναι καθαρότερος, πιο εύηχος.
- Πόσο πορδορούφης πια!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(ουσ.)
[πορδή + σαμπάνια]

Ένα είδος αφόδευσης κατά την οποία τα κόπρανα αποβάλλονται σε υγρή μορφή και με έντονη ορμή συνοδευόμενα από μεγάλες δόσεις αερίων. Έχει σαν αποτέλεσμα τα κόπρανα να διασκορπίζονται σε όλη την περιφέρεια της λεκάνης.

Ήπια γάλα και καφέ το πρωί και μόλις κάπνισα έτρεξα στην τουαλέτα οπου ακολούθησε τρελλή πορδοσαμπάνια

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πούφκα λέγεται η πορδή στη Μακεδονία, αλλά και η μπούρδα που ξεφεύγει απ' το έρκος των οδόντων, πιθανόν δε και το ψέμα. (εδώ).

Αμόλησι την πούφκα τ' κι νόμισι οτι δεν καταλάβνισκα.

Έχω την εντύπωση οτι πούφκα λένε και το μανιτάρι αλεποπορδή. Στη φάση της ωρίμανσής του, από την κορυφή του θαλλού εξέρχεται πρασινοκίτρινη σκόνη με τη μορφή σύννεφου -εικόνα που είναι και γαμώ τα οπτικοακουστικά μήδια για το πέρδεσθαι- εξ ου και το επιστημονικό όνομα Lycoperdon (της τάξης των λυκοπερδωδών, βεβαίως- βεβαίως).
αλεποπορδή
Σημείωση: Το παράδειγμα απηχεί μνήμες μου και επιβεβαιώθηκε από ηλικιωμένο συγγενή.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γνωμικό που σημαίνει ότι θα δώσουμε μια περίοδο χάριτος, θα ανεχτούμε πολλά, θα κάνουμε το κορόιδο, αλλά παρ' όλ' αυτά, υπάρχουν όρια. Και προειδοποιούμε τον άλλο να μην το γαμήσει και ψοφήσει. Το γνωμικό εξάλλου τονίζει την αξία του μέτρου που είχαν και οι αρχαίοι ημών πρόγονοι. Φανταζόμαστε κάποιον σύζυγο, που ήταν ανεκτικός στις πορδές της συμβίας του, χωρίς για αυτό να του χαλάει η ερωτική διάθεση, αλλά μέχρι κάποιου σημείου. Το γνωμικό αυτό που λέγεται και με εκθλίψεις "σ' αγαπώ κυρά να κλάν'ς αλλά μην το παρακάν'ς" το βρίσκω να κάνει μια νέα καριέρα ως πολιτικός σχολιασμός στο Διαδίκτυο με διαφορετικές αφορμές θεωρούμενων υπερβολών και δήλωσης ανοχής τους έως κάποιου ορίου. Η έκφραση δηλαδή πολλές φορές απευθύνεται σε κάποιον προς τον οποίο είμαστε ευνοϊκώς διακείμενοι, λ.χ. μπορεί να είναι ομοϊδεάτης μας, ο πρόεδρος του κόμματος που ψηφίσαμε κ.ο.κ., αλλά τονίζουμε ότι δεν πρέπει να εκμεταλλευτεί την ανοχή μας.

  1. Η Δήμαρχος από τη πόλη τους έλεγε να σφίξουν κι άλλο το ζωνάρι για να έρθουν καλύτερες μέρες, ενώ αυτοί οι δόλιοι της απαντούσανε «σ’ αγαπώ Κυρά να κλάνεις, αλλά μην το παρακάνεις». (Ένα μικρό χωριό που ανήκε εις την Δύση- αλληγορία για την Ελλάδα).
  2. Είπαμε καλός ο τσαμπουκάς, τον είχαμε ανάγκη ως λαός, έτσι να πάρουμε μια στάλα κουράγιο, να σηκώσουμε κεφάλι. Αρκεί να μην περάσουμε τα εσκαμμένα. Να μην χάσουμε κι άλλα. Κι αυτό που έλεγαν οι αρχαίοι με το "πᾶν μέτρον ἄριστον" το επανέλαβαν αιώνες μετά θυμόσοφα γεροντάκια με ροζιασμένα χέρια και καθαρό βλέμμα. "Σ'αγαπώ Κυρά να κλάνεις, αλλά μην το παρακάνεις". (Έχουμε πια ψιλολαοκρατία).
  3. Με συνέντευξή του στη «Real News», ο Αντώνης Σαμαράς δηλώνει: «Εμείς θα κερδίσουμε τις εκλογές. Σε κρίσιμες στιγμές σαν και αυτές που βιώνουμε, ο ελληνικός λαός θέλει καθαρές λύσεις, και δίνει καθαρές εντολές». Και όλα αυτά τα δηλώνει για μια μάχη που δεν έχει καν αρχίσει. Και δεν έχει αρχίσει γιατί ο Σαμαράς δεν έχει σηκώσει το Γάντι δεν έχει ζητήσει εκλογές. Και έτσι έχουμε την χιουμοριστική- σουρεαλ κατάσταση η κυβέρνηση να μιλά καθαρά 180 ψήφους και ο υποτιθέμενος νικητής των επόμενων εκλογών να μιλά για εκβιασμό. Στην περιοχή μας αυτό το λέμε “τρία π’λια και δυο τσόνια”. Σχόλιο: Και μιά παροιμία που λένε στο χωριό μου.. “Σ’ αγαπώ κυρά να κλάνεις, αλλά μην το παρακάνεις”. (Εδώ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η μοτοσικλέτα, το μηχανάκι στα κυπριακά, εναλλακτικά προς το συνηθέστερο μοτόρα. Πληθυντικός: ταπουροκωλούες (δες εδώ). Το βρίσκω γραμμένο και ως ταπουροκολού, αλλά και με μία ας πούμε περισσότερο φωνητική γραφή ως τταππουροκολού.

(αψουυυ)
-τι εγινε??
-αα τιποτα αψουριστικα! εμουλαλιτε μηπως θελετε δανειο για καμια ταπουροκολου???
-τι ειναι η ταπουροκολου??
-χαλλόου! μηχανακι. (Στο βιντεάκι πιο κάτω):

Από το 3.27 και μετά

Η ετυμολογία δεν είναι σαφής. Το λολαδερό ως άνω βιντεάκι δίνει την αστειατόρικη "ετυμολογία" ότι ο κώλος σου κάνει "ταπ ταπ ταπ". Πάντως και οι γλωσσολογικές πηγές μου στη μαρτυριάρικη μου λένε ότι θεωρείται ότι λέγεται έτσι επειδή κάνει ταπ ταπ ο κώλος της μοτόρας. (Η συσχέτιση κώλου και εξάτμισης φαίνεται άλλωστε στα λήμματά μας εξάτμιση, μαγκιά κλανιά και εξάτμιση). Ως "προφανή" ετυμολογία δέχεται τα ηχητικά εφέ της μοτόρας και σχολιαστής στου κυρ-Σαράντ, βλ. σχόλιο 12 στον παρακάτω σύνδεσμο:

ο μιτσύς (=μικρός) έπιασε την (τ)ταπουροκολού του. (Σε σχόλιο στου κυρ Σαράντ).

Ας κρατήσουμε πάντως και μια πισινή, μαζί με την παρατήρηση ότι τάπος (ττάππος) είναι ό,τι και η τάπα, δηλαδή ο φελλός του κρασιού και ο κοντός άνθρωπος, δες εδώ.

τώρα ε να πκιάσω την ταπουροκωλού και ναρτω !!. (Εδώ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αφήνω κλανιά.

Για τα ζώα μπορεί να σημαίνει κάτουρο, κουτσουλιά κλπ.

Τι μυρίζει έτσι; Ποιος την αμόλησε;

Ρε δε σού 'πα να προσέχεις τον σκύλο; Την αμόλησε στο χαλί!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εύηχο αλλά και χρησιμοποιήσιμο ρήμα για να δηλωθεί πως κάποιος αερίστηκε...

Πάλι την αμόλησες ρε βρωμόκωλε;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Κλάνω, πέρδομαι, την αμολάω, την απολάω. Με αυτή την έννοια συνήθως στον αόριστο: την άφησα. Η έκφραση προήλθε με παράλειψη του ευκόλως εννοουμένου αντικειμένου του ρήματος (που ή θα το ακούσεις ή θα το μυρίσεις ή και τα δύο, αλλά να μην το καταλάβεις μάλλον σπάνιο). Λογιότερος τύπος: την άμφησα (< Άμφισσα).

  2. Γαμάω, συνουσιάζομαι, ρίχνω πούτσα, τον/την ακουμπάω, τραβάω μανίκι κ.τ.τ. Η έκφραση προήλθε ωσαύτως με παράλειψη του ευκόλως εννοουμένου αντικειμένου του ρήματος. Με αυτή την έννοια η αντωνυμία-αντικείμενο μπορεί να είναι και σε αρσενικό γένος: τον αφήνω, ενώ δέχεται συχνά και έμμεσο αντικείμενο (της/του/τους).

  1. -Πω-πω μπόχ(λ)α!
    -Κάποιος την άφησε, φαίνεται.

  2. -'Ντάξ' με το μανούλι; Το γλέντησες;
    -Ρε της τον άφησα κανονικά, τι μας πέρασες;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κλανιά, πορδή.

Έριξε μια τσούφα και βρόμισε ο τόπος.

Βλ. και κλάνω, κερνάω, πορδήθεν.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το σημάδι από κόπρανα στο σώβρακο, που μοιάζει με ροδιά στο δρόμο μετά από φρενάρισμα.

- Και πάω στην τουαλέτα του για κατούρημα και βλέπω πάνω-πάνω στο σωρό με τ' άπλυτα ένα άσπρο σώβρακο μ' ένα φρενάρισμα να!

(από jesus, 14/10/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία