Σεξουαλικές σημασίες του τρώω:

  1. Όταν έχει ως αντικείμενο τον ερωμένο/η σημαίνει γαμώ. Ακριβέστερα σημαίνει το γαμήσι ως ένα κατακτητικό (ή και εξουσιαστικό) επίτευγμα ύστερα από δυσκολία ή, τουλάχιστον, μεγάλο πόθο. Γενικά, υπάρχει μια ανοικτή γραμμή επικοινωνίας μεταξύ κανιβαλισμού και σεξ, καθώς το σεξ διατηρεί αενάως κανιβαλιστικά στοιχεία, ενώ αντιστρόφως και η πράξη της τροφοληψίας είναι αρκούντως λιμπιντιάρικη. Πάντως η γενική σεξουαλική σημασία του τρώω μάλλον σημαίνει το επίτευγμα, σαν ένα γαμήσι που μετά γράφεις το όνομα της γκόμενας στο καρνέ σου, για να βελτιωθεί το τσιβί σου ένα πράμα. Ή για τους μη νάρκισσους, μια απόλυτη συγχυτική ταύτιση με το αντικείμενο του πόθου, που αναιρεί κάθε ετερότητα. Κατά μια έννοια το φάγωμα είναι το ιδανικό του σεξ, η απόλυτη ένωση/ κατάκτηση, όμως για πολλούς η ομορφιά του σεξ έγκειται ακριβώς στο ότι έχει μεγαλύτερη διατήρηση ετερότητας και μη κατάκτηση από ό,τι το φάγωμα.

  2. Ως σημαντική υποπερίπτωση του προηγουμένου το τρώω τον κώλο/κωλαράκι /κωλαρίνι/ σουφρέτο κ.τ.ό., όπου καταφέρνεις να πάρεις ως έπαθλο την δυσκολότερη οπή ύστερα από την σχετική προσμονή, προσδοκία. Σχετικό και το του τρώω το κουλούρι.

  3. Μερικά κλικ πιο κυριολεκτικά σημαίνει την αιδοιολειχία ή την πρωκτολειχία (ροδέλα). Για την αιδοιολειχία μπορεί να ειπωθεί και για να δηλώσει τον υπερβάλλοντα ζήλο ενός μουνάκια, που συμπεριφέρεται στο μουνί λες και είναι κάποιο καλό γεύμα, και παράγει υπερβολικούς ήχους, γενικά είναι κάπως λιμασμένος. Για την πρωκτολειχία, μπορεί να ειπωθεί και για να επιτείνει την ηδονjική αηδία ή την αυταπάρνηση του γλείφοντος που δεν ορρωδεί μπροστά στο ενδεχόμενο να τσιμπήσει κανά μεζέ.

  4. Όταν αντικείμενο είναι, ρωτήστε με, ρωτήστε με... - Ποιος; Αυτός! 1-0! Τότε απλά σημαίνει ότι κάποιος εγκυβώτισε τον πέοντα, ως άλλη αμοιβάδα την τροφή της.

  1. α. - Το βλέπεις αυτό το γκομενάκι που κάθεται σταυροπόδι. Το έχω φάει...

β. - Κομμένο σε βλέπω... Τι έγινε; Γαμήσαμε, γαμήσαμε;
- Άσε έφαγα ένα γκομενάκι μούρλια...

  1. Ύστερα από τόσους μήνες που με είχε στο περίμενε, τελικά χτες της έφαγα και το κωλαράκι.

3.α. Σλουρπ, σλουρπ...
- Ααα, ουυου, σιγά βρε Μήτσο, στο La Pasteria βρίσκεσαι;
(σ.ς. ο Μήτσος έτρωγε το μουνί της Λίτσας).

β. Μετά σηκώθηκε. ήρθε μου σήκωσε τα πόδια και άρχισε σαν τρελός να τρώει το κωλαράκι μου
-Τι κωλαράκι ωραίο έιναι αυτό. Μη σε νοιάζει και θα το περιποιηθώ οπως πρέπει
Μου έγλυφε τα κωλομάγουλα κσαι την τρυπούλα μου. Με σάλιοσε για τα καλά. Τότε νιώθω το ΄δακτυλο του να μπάινει αργά μέσα μου. Τι κάβλα!!!
(Από το GayWorld).

  1. Τοτός: Κυρία, κυρία, τρώγονται οι λάμπες;
    Δασκάλα: Όχι, Τοτέ, τι σε κάνει να το λες αυτό;
    Τ.: Γιατί χτες άκουσα τον μπαμπά μου να λέει στην μαμά «σβήσε την λάμπα κι έλα να την φας».

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χρησιμοποιείται κυρίως σε παρελθοντικούς χρόνους και έχει τη σημασία του αντιλαμβάνομαι κάποιον του οποίου η εν λόγω ιδιότητα είναι καλά κρυμμένη.

Συνώνυμο το σακουλεύομαι.

  1. Τον έφαγες τον λίτη στη γωνία;

  2. Στάνταρ σ' έχει φάει ότι ξέρεις τι μούφες πουλάει και γι' αυτό ξέκοψε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εκτός από τα ήδη γραμμένα, σημαίνει ακόμη:

Α.

  1. Αποκτώ κάτι υποσκελίζοντας άλλον που το εποφθαλμιούσε.

  2. Αποκτώ κάτι από κάποιον που δεν ήθελε να μου το δώσει.

  3. Κλέβω.

  4. Κάνω οικονομικές καταχρήσεις. (Στη συγκεκριμένη περίπτωση χρησιμοποιείται με πραγματικό ή εννοούμενο αντικείμενο τη λέξη λεφτά).

Β.

  1. Ξοδεύω, σπαταλώ (γενικά).

  2. Ξοδεύω, σπαταλώ χρήματα ή περιουσιακά στοιχεία που έχω φάει (με την έννοια Α2 ή Α4) από άλλον.

Α.

  1. Όταν ήμασταν φοιτητές, θυμάμαι που πηγαίναμε στα δισκάδικα και, όταν βρίσκαμε κάποιο δίσκο που τον θέλαμε οπωσδήποτε αλλά δεν είχαμε φράγκα, τον κρύβαμε σε κανένα άσχετο ράφι, π.χ. από ψυχεδέλεια στα σκυλάδικα, για να μη μας τον φάει κανείς μέχρι να ξανάρθουμε με φράγκα. Εκεί θα τον έβρισκε μόνο κάποιος που δεν ενδιαφέρεται.

  2. Σ' έβαζα στο σπίτι μου, σε είχα γι' αδερφό μου,
    σου έδινα τα ρούχα, τα λεφτά και τ' αυτοκίνητό μου (ναι, τ' αυτοκίνητό μου),
    εσύ όμως πήγες να μου φας και το κορίτσι το δικό μου.

(Ποίηση Ν. Καρβέλα - το πλήρες άσμα εδώ.)

  1. Εμείς τρώμε τα λάχανα, τσιμπούμε τις παντόφλες
    για να μας βλέπουν ταχτικά της φυλακής οι πόρτες.

(Ευ. Παπάζογλου, «Οι λαχανάδες» [το γνωστό «Κάτω στα Λεμονάδικα»]. Λάχανα = πορτοφόλια.)

  1. Γύρω σαΐνια κανάγιες
    τρώνε με δέκα μασέλες,
    θέλουν βρεμένη σανίδα
    και τους φερόμαστε και ευγενικά.

(Γ. Μηλιώκας, «Να δεις που κάποτε θα μας πούνε και μαλάκες».)

Β.

  1. Πουλήσαμε την τράτα μας, φάγαμε τα λεφτά μας,
    δραχμή δεν αποτάξαμε για τα γεράματά μας.

(Δημώδες)

Γιατί στον άλλονε ντουνιά λεφτά δε θα περνάνε.
Τα 'χουν, τα λιβανίζουνε! Δεν ξέρουν να τα φάνε;

(Μ. Βαμβακάρης, «Όσοι έχουνε πολλά λεφτά».)

  1. Μου 'φαγες όλα τα δαχτυλίδια
    και κοιμάμαι τώρα στα σανίδια.

(Ποιανού είναι αυτό;)

Ευ. Παπάζογλου, "Λαχανάδες". Τραγουδά ο Κ. Ρούκουνας. Τραγούδι - σλανγκωρυχείο. (από Ο ΑΛΛΟΣ, 05/07/09)και για όσους δεν κατάλαβαν... (από joe909, 12/10/11)

Του Μητσάκη

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. νικώ

  2. σκοτώνω

  3. γαμιέμαι

  4. ως συνθετικό πολλών εκφράσεων έχει διαφορετικές σημασίες. Βλ. παραδείγματα 4-9

  1. Τους φάγαμε! 4-1 το σκορ!

  2. Πήγανε να τον φάνε αλλά δεν τα κατάφεραν.

  3. Χθες τον έφαγα και το 'φχαριστήθηκα. Τρεις μήνες είχα να γαμηθώ!

  4. τρώω γκολ π.χ. Χθες η ομαδάρα σας έφαγε τρία και τα παίξατε ε;

  5. τρώω τον πούλο
    α. χάνω (σε παιχνίδι, κλπ) Χθες η ομαδάρα σας έφαγε τον πούλο και τα παίξατε ε;
    β. φεύγω (με διώχνουν)
    -Είναι ακόμα αυτοί εκεί;
    -Μπα, πήραν τον πούλο και άδειασε ο τόπος...

  6. τρώω τον σκασμό = το βουλώνω

  7. τρώω ξύλο, τις τρώω = με χτυπάνε, με δέρνουν

  8. τρώω από το τρίτο το μακρύτερο = την παθαίνω, την πατάω

  9. τρώγομαι
    α. είμαι ανήσυχος, έχω αγωνία, π.χ. Χθες η Έλλη τρωγόταν όλη μέρα, δεν ξέρω τι την έπιασε.
    β. τσακώνομαι, π.χ. Όλο το βράδυ δεν κοιμήθηκα. Οι από κάτω τρωγόντουσαν και δεν με άφησαν να κλείσω μάτι.

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σκοτώνω, καθαρίζω κάποιον.

Έμαθες τι έγινε στο χωριό; Ο κυρ-Μιχάλης τον έφαγε τον γείτονά του για 2 μέτρα χωράφι. Του την άναψε με την καραμπίνα. Το βλέπω να ξεκινάει βεντέτα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία