Το είδος εκείνο μουσικής στο οποίο ο κιθαρίστας θεωρεί υψηλή τέχνη να παίζει όσο πιο γρήγορα μπορεί όοοοολες τις κλίμακες και τα αρπίσματα που έμαθε στο ωδείο.
Η ταχύτητα, σε συνδυασμό με τις λεπτές χορδές και την πριμάτη παραγωγή, στεφανώνονται από την ασυναρτησία, την υποχρεωτική έλλειψη πρωτοτυπίας και την εμφανή τάση για επιδειξιομανία που δέρνει το είδος, και δημιουργούν στον ακροατή την ανάγκη να πλύνει το πρόσωπό του ή και να ξυριστεί.
Ο όρος αποδίδει επιτυχημένα το άκουσμα, όσο και την ασημαντότητα του είδους αυτού, του οποίου οι υπηρέτες συγχέουν συστηματικά την τέχνη με την τεχνική.
Απ' ό,τι φαίνεται, ο πρώτος σαπουνοποιός στην Ιστορία της Μουσικής ήταν ο Yngwie Malmsteen, του οποίου η μουσική συναγωνίζεται σε φρικαλεότητα τα έργα και ημέρες του άλλου μεγάλου σαπουνοποιού της Ιστορίας (ένας Αδόλφος κάτι, δεν θυμάμαι τώρα). Από τότε, βέβαια, νέοι καλλιτέχνες, με μεγαλύτερες τελικές και καλύτερη δράση ενάντια στους λεκέδες έχουν ξεπεταχτεί, χαρίζοντάς μας το λευκότερο λευκό.

- Φίλε, πήρα το καινούργιο ψδ του Xys Tarhidiasou. Ο τύπος κάνει καιγαμώ τις μουσικές ρε. Χτυπάει με το αριστερό δέκατα έκτα στο 1342 ενώ κάνει ταππινγκ με τη μύτη πεντάηχα στο 146 και ξύνει την κωλοτρυπίδα του με την πένα. Όταν κάνει sweep λένε ότι καθαρίζει την Κόπρο του DeMayo όσο να πεις grind.
- Πότε θα σταματήσεις ν' ακούς αυτές τις μπουρμπουλήθρες και θα γίνεις άνθρωπος γαμώ τη μπαναγία σου ρε βλάκα;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ατάκα τηλεοπτική, από τον Δόγκανο, στο άκουσμα της οποίας ακόμα και μη ενδιαφερόμενοι σπεύδουν να συμμορφωθούν. Εξαιρετικά βίαιο παράγγελμα, δέον να μην χρησιμοποιείται ασυλλόγιστα.

- Ψήσε μου ένα καφεδάκι μωρό μου, εσύ, που τον κάνεις ωραίο.
- Βαριέμαι, φτιάξε μόνος σου.
- Τρέχουμε τώρα με το ντόμινο!!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Προέρχεται από τον εξελληνισμό του ονόματος του κυτταροβόρου παιχνιδιού Defense Of The Ancients (D.o.t.A.). Λόγω αγάπης για το αντικείμενο κλίνεται κανονικά, απαντά δε και ως ντοτίτσα σε ακραίες περιπτώσεις.

Χρησιμοποιείται και ως δηλωτικό τρυφερότητας ανάμεσα σε ζευγάρια (ασφαλώς και αστειεύομαι).

  1. - Πάμε στο νετ καφέ για μια ντοτίτσα;

  2. - Αγαπουλίνι μου, τζιβιλουκίνι μου, πού θα με βγάλεις σήμερα;
    - Όπου θες ντοτίτσα μου!
    - ;;; Τι είναι ντοτίτσα;;;
    - Εεεεε...ένα ινδικό γλυκό που είναι... κάπως... ξέρεις.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνώνυμο του φρικιό, όταν αναφέρεται σε ανάρχες της κατηγορίας μπάχαλος, μπαχαλάκιας. Βλ. και φρίκουλο.

Νταξ, μπορεί να είναι φρίκος και να σπάει και κάνα ΑΤΜ πού και πού, αλλά κατά βάθος είναι καλό παιδί κι εργατικό.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χρησιμοποιείται αντί επιφωνήματος προς έγκριση πράξεως ανδρείας. Συνοδεύεται από γκριμάτσα σκληρού τύπου, βλέπε εξώφυλλα μπλακ μέταλ δίσκων, και το αντίστοιχο νεύμα -ελαφρά και κοφτή κίνηση της κεφαλής προς τα κάτω.

Στο ουδέτερο, πάλι εν είδει επιφωνήματος, με προφορά ένρινη και παρατεταμένο το -ο-, εξαπολύεται όταν ανακοινώνεται γεγονός το οποίο δεν έχει, και θα θέλαμε να έχει, σχέση με εμάς, παρ' όλ' αυτά έχουμε το θράσος να αντιδρούμε χαιρέκακα καθώς «μακριά απ'τον κώλο μας, κι όπου θέλει ας είναι».

  1. - Θα πάρω κι άλλη μπύρα.
    - Σκληρός.

  2. - Άσε ρε φίλε. Στην εξεταστική που θέλω να πάρω το γαμήδι το πτυχίο, μου σκάνε τρία μαθήματα την ίδια μέρα.
    - Σκληρόοοο...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ουσία άχρωμος, πλην, όμως, έχουσα χαρακτηριστική οσμή.

Ανακαλύφθηκε ταυτόχρονα από τέσσερα (4) άτομα το 1987, λίγο πριν ο Αργύρης (καλά, ντε, δε σε είπαμε και καμπούρη) βαρέσει τις βολές που έστειλαν άπειρους πιτσιρικάδες να σπάνε ταμπλό και να κακοποιούν στεφάνια στις μπασκέτες των σχολείων.

Εκλύεται όταν επίκειται σημαντικό γεγονός, καλό ή κακό, και συνήθως γίνεται αντιληπτή κοντά στο θέατρο του γεγονότος και μόνο από τους άμεσα ενδιαφερόμενους. Πληροφορίες θέλουν την ομάδα BAN να διαθέτει ανιχνευτές τιρινίνης που διασκορπίζει ανά την επικράτεια.

  1. (Το ανέκδοτο)
    Ο Καμπούρης βρίσκεται στη βολή, τέσσερα δευτερόλεπτα πριν από τη λήξη. Ο Γιαννάκης του χτυπάει τον κώλο και του λέει:
    - Μαλάκα Αργύρη, μου μυρίζει τιρινίνι.
    - Ξεσκότα μας ρε μαλάκα Γιαννάκη να βάλω καμία βολή να πούμε!
    Ίδια ιστορία και ο Φασούλας:
    - Μαλάκα Αργύρη, μου μυρίζει τιρινίνι.
    - Ξεσκότα μας κ συ ρε μπας και πάρουμε καμιά κούπα εδώ μέσα...
    Βαράει την πρώτη βολή, μέσα. Ιαχές εξέδρας κτλ.
    Παίρνει την μπάλα για τη δεύτερη βολή, τον πλησιάζει ο Γκάλης:
    - Μαλάκα Αργύρη, μου μυρίζει τιρινίνι.
    - Τι πάθατε όλοι σήμερα να πούμε, δε μπορώ να συγκεντρωθώ...
    Βάζει και τη δεύτερη βολή και ακούγεται απ' το υπερπέραν και το επέκεινα η μελωδία του Final Countdown:
    - Τιρινίνιιιι τιρινίνινιιι τιρινίνιιιι τιρινίνινίνινιιιιι!

  2. (καθηγητής μαθηματικών 1ης λυκείου, με το καλημέρα)
    - Βγάλτε μια κόλλα χαρτί να γράψετε πρόχειρο.
    (αλάνι μαθητής, χαμηλόφωνα)
    - Μου μυρίζει τιρινίνι.

  3. - Βλέπεις το γκομενάκι απέναντι πώς σε κοζάρει;
    - Μου μυρίζει τιρινίνι...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κυριολεκτικά, φρένο σε βαρέα και ανθυγιεινά οχήματα. Μεταφορικά, κάτι το απροσδιόριστο, όσο και αποδημητικό. Μεταναστεύει όταν εργαζόμαστε πολύ ή κατόπιν εκπλήξεως.

Κάποιες φορές αντικαθίσταται από το καυλί, το καφάσι, τη μαγκιά, το σκατό και άλλες αφηρημένες έννοιες που ψάχνουν ευκαιρία για να ξεχειμωνιάσουν στους τροπικούς.

.

- Τον τελευταίο καιρό μου έχει φορτωθεί όλη η δουλειά στο γραφείο και μού'χει φύγει το κλαπέτο.
- Άσε, ρε θείο, μια φορά δούλεψες κι εσύ και τό 'κανες Μεσανατολικό.
- Καλά λες. Πάμε για μπύρες;

Βαλβίδα με κλαπέτο (από panos1962, 15/11/09)

βλ. και «μου φεύγει η μαγκιά, το καφάσι, το μπρικολέτο»

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χρησιμοποιείται όταν πιάνουν επ' αυτοφώρω έναν παπά με τα σώβρακα κάτω και άλλον έναν από πίσω, πράγμα εξαιρετικά σπάνιο. Είναι άξιον απορίας ψάλτου βηξ γιατί να υπάρχει έκφραση για ένα τόσο σπάνιο φαινόμενο, αφού η Ορθόδοξος Εκκλησία είναι ο θεματοφύλαξ της ηθικής και καταπολεμά την αρρώστια της ομοφυλοφιλίας.

Συναφές με το κλασσικό:
«– Πώς γίνεσαι ηγούμενος;
Σε πηδάει ο προηγούμενος

Χρησιμοποιείται και ως εμφατικό του «μας πιάσανε στα πράσα», ούτως ώστε να μην πέσει σε πλήρη αχρηστία λόγω των προαναφερθέντων.

– Έτσι, παπα-Φίλιπς, ρούφα μου τη σκόνη!!
– Σλουρπ!!!
– Έτσι, έτσι!! Πάρε και την κοινωνία στα γένια τώρα!!
– Τι κάνετε εδώ στο εξομολογητήριο, πάτερ-Εκτάριε;
– Ούυυπς!! Μας πιάσανε στα πράσα και δεν φοράμε ράσα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δίστιχο που χρησιμοποιείται όταν κάποιος υπερεκτιμήσει τις οδηγικές του ικανότητες και συναντήσει την έβγα της γειτονιάς.
Συνώνυμα ποιηματάκια:
Μπήκα φέτα και βγήκα κουφέτα
Αντώνυμο (δείχνει ότι έμεινε ακτήμων, αλλά από καθαρή τύχη):
Μπήκα λάθος και βγήκα κατά λάθος.

- Πού το έφαγες το αμάξι ρε;
- Ήμουνα μέσα μ' έναν τύπο που με δούλευε ότι είμαι κουλός και με τσίγκλαγε, και είπα να το παίξω Άυρτον. Ε, στην τρίτη στροφή μπήκα με τις πάντες και βγήκα με τις ζάντες.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Φράση που κανονικά χρησιμοποιείται από τους καυλοτίμονους, δηλούσα την πρόθεση του ομιλούντος να μην ισιώσει για κανένα λόγο. Ή θα πηγαίνω με τις πόρτες, ή δε θα πηγαίνω καθόλου.

Από μη καυλοτίμονους, αλλά καυλοτιμονίζοντες ή/και καυλοτιμονίσαντες κατά την εφηβική ηλικία, χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του «μέχρι τελικής πτώσεως», «ώς το τέρμα» και άλλα τέτοια ευφυή.

- Σιγά μην πιάσω δουλειά ρε και σιγά μην πάω στρατό. Μάστερ, διδακτορικό, σπουδές με το πλάι κι όσο πάει.
- Στρατό να πας, για να έχεις να κάνεις λήμματα στο σλανγκ τζηάρ. Τι τουτού έχεις;
- Ντεσεβό, γιατί;;
- ...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία