O αναπτήρας, στα καλιαρντά.
- Πιάσε τη σιδεροπυρού κι έλα να μ' ανάψεις...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο σκύλος, στα καλιαρντά (προφέρεται με γαλλική προφορά).
- Σαν λυσσαγμάν κάνεις, έτσι που φωνάζεις!
%
Ο σκύλος λέγεται επίσης στα καλιαρντά γουγουλφάκης, γουγούμης και φιντέλης.
Άβελε τούλα καλιαρντό λυσσαγμάν! (= Βγάλε τον σκασμό παλιόσκυλο!)
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Συνώνυμα: αβέλω κοντροσόλ, αβέλω ροντοσόλ, βουέλω σάλιαγκο, βουέλω τζόκα.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Συνώνυμο: το θαλασσινό.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Το παλιό καλό χιλιάρικο επί εποχής δραχμής.
Το προσωνύμιο οφειλόταν στο καφέ χρώμα του και η ανάγκη που επέβαλε τη χρήση υποκοριστικού ήταν το γεγονός ότι αποτελούσε τη βασική μονάδα μέτρησης τότε, ειδικά στις μεγάλες αγορές (κυρίως στις προ πεντοχίλιαρου και δεκαχίλιαρου εποχές).
Συνώνυμο: χήνα
- Με τρακόσια καφετιά δικό σου το αμαξάκι, άλλο σκόντο δεν σου κάνω...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Το δεκαχίλιαρο, το χαρτονόμισμα των 10.000 δραχμών, επειδή απεικόνιζε τον διάσημο έλληνα γιατρό Γεώργιο Παπανικολάου (που ανακάλυψε το ομώνυμο Τεστ).
Παραλλαγές της έκφρασης: Παπανικολήδες, Τεστ Παπανικολάου
- Δώσε μου ρε δυο τεστ Παπανικολάου να κεράσω και στα δίνω αύριο...
- Τρεις Παπανικολήδες μόνο; Αποκλείεται να κάνει τόσο...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Προέρχεται από τη λέξη κύριος και χαρακτηρίζει (αναλόγως θετικά ή αρνητικά) πρόσωπο ή κατάσταση.
Αντίθετο της λέξης χαβαλέ, και πιθανότατα η λέξη κυριλέ ακολουθεί την ίδια κατάληξη.
Αρκετά παλιά έκφραση, που η χρήση της υποδηλώνει ολόκληρη τη φιλοσοφία και στάση ζωής του ομιλούντα...
Παραλλαγές: κυριλάτος, κυριλάτα, κυρίλα και άλλες σύνθετες
Επίσης από αυτήν προέρχονται και άλλες παρεμφερείς που ομοιάζουν ηχητικά με την ίδια ακριβώς σημασία: Κύριλλος, Κυριλέησον.
- Περάσαμε κυριλέ χθες το βράδυ...
- Η γκόμενα που γνώρισα πολύ κυριλάτη...
- Να ντυθείς κυριλάτα να είμαστε ασορτί...
- Στο πάρτυ είχαν κυριλοκατάσταση και την κοπανήσαμε γρήγορα...
- Η γκόμενα; Πολύ κυριλέ για να γούστα μου...
- Μες στην κυρίλα το πουρό...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Παραλλαγή της λέξης κυριλέ - προέρχεται από το εκκλησιαστικό Κύριε ελέησον.
Η κατάληξη -έησον πιθανόν να υιοθετήθηκε και από την ομόηχη αγγλική κατάληξη -ation.
- Πολύ κυριλέησον είσαι ντυμένος σήμερα βρε αδερφάκι μου. Γιατί δεν μου το είπες και ήρθα με τα σκισμένα τζίν;
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Υποτιμητικός χαρακτηρισμός γυναίκας λόγω του ντυσίματος της (αμπέχονο, αρβύλες, τζην, φαρδιά μάλλινα πουλόβερ), που καθιερώθηκε την δεκαετία του '70 και αφορούσε κυρίως τις φοιτήτριες...
Το όνομα οφείλεται στον τορβά, το μάλλινο σακίδιο, που είχαν όλες τους περασμένο χιαστί στον ώμο.
Το ντύσιμο υποδηλώνει ανεμελιά, έλλειψη προσεγμένης εμφάνισης και αντίστοιχη φιλοσοφία.
Ο χαρακτηρισμός «ταγάρι» είναι συνώνυμος της απεριποίητης, αντισεξουαλικής γυναίκας.
- Γέμισε ταγάρια το μπαρ, πάμε να φύγουμε...
- Σαν ταγάρι είσαι ντυμένη, βάλε κάτι πιο σένιο...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Η αναρχικιά γυναίκα, στις ιδέες αλλά και στο ντύσιμο (βλ. ταγάρι)
Η λέξη προέρχεται από σύμπτυξη / περικοπή της σύνθετης λέξης αναρχοκομμούνι, για να μείνει η επιθυμητή από τον λεξιπλάστη κατάληξη -μούνι που δηλώνει γένος θηλυκό.
- Με αναρχομούνι έμπλεξε ο Πέτρος, γι' αυτό κι είναι μέσα σε όλες τις πορείες...
- Όλο αναρχομούνια είναι η σχολή μου, μια γυναίκα κυριλάτη καλοντυμένη δεν βρίσκεις...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!