Λεφτά, στα ποδανά.
Αυτό το μωρό είναι όλα τα φταλέ.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο άνθρωπος που επιδιώκει να γίνει φίλος με κάποιον ανώτερο στην ιεραρχία προκειμένου να επωφεληθεί από αυτόν.
Γνωστός και ως: γλείφτης, γλίτσας, τσίρος, τσάτσος, δώστης, σπιούνος.
- Απ' όσο άκουσα, φέτος θα μου δώσουν τη θέση του γενικού!
- Σίγα μην τη δώσουνε σε σένα! Δεν βλέπεις τον Νίκο, έχει γίνει τσιράκι του αφεντικού και την έχει τη θέση στο τσεπάκι του !
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Συνώνυμο του μένω μαλάκας, μένω ξερός, μένω κόκκαλο. Συνήθως χρησιμοποιείται όταν παθαίνουμε κάτι που δεν το περιμέναμε.
Άσε πήγα να την πέσω σε ένα τρελό χθες, και προέκυψε λεσβία! Τρελή ήττα ο δικός σου...
Βλ. και μένω καρότο, μένω πίπα, καγκελώνω, μένω κάγκελο. Ακόμη: ρίχνω, τρώω, πέφτω.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Αυτός που περπατάει λες και έχει καταπιεί κρεμάστρα.
Ο πολύ γυμνασμένος (ή φουσκωμένος - γνωστός και ως τρόμπας ή πρησμένος), ο οποίος δεν παραλείπει σε κάθε ευκαιρία να επιδεικνύει τους μυς του (κυρίως σε γυναίκες).
Σχετικά: Κ.Δ.Ο.Α., κορμαρίων, μποντέος / μπονταίος, μποντιμπιλντεράς, ντούκι, σβάρτσος, σφίχτης, τίγκας, τίγκατρον, τρίπατος, φουσκωτός, χτιστός.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Αδόκιμος όρος. Χρησιμοποιείται σε καταστάσεις πανικού , κυρίως την ώρα που ξεσπά ο πανικός (και για να χειροτερέψουμε την κατάσταση).
- Ρε πήρε φωτιά το μαγαζί! Βγείτε όλοι έξω αμέσως! - Στρούλιαααααααααααααααααααααααα!!!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Αυτός που δεν τον νοιάζει τίποτα. Το μόνο του ενδιαφέρον είναι πώς θα περάσει καλύτερα, με όσο το δυνατόν λιγότερη προσπάθεια.
Γνωστός και ως: χαβαλές, ρέκλας, οικοδόμος, παραλίας, χυμείο.
- Ρε... άκουσα ο Γιώργος έπιασε δουλειά;
- Ούτε για δημόσιος υπάλληλος δεν κάνει αυτός... μέγιστος σταρχιδιστής.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Κανονικά σημαίνει Σταθμός Ελέγχου Κυκλοφορίας αλλά μεταξύ των στρατιωτών ακούγεται και το Σάντουιτς, τσιγάρο, εφημερίδα, καφές ...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο χοντρός άνθρωπος, ο οποίος είναι και ατσούμπαλος.
- Κοίτα το σμπόκο ρε μλκ, έσπασε όλα τα ποτήρια λέμε! Καλά κουλός είναι;
Βλ. και liposan, αβοκάντο, αρκούδα, βόιδαγλας, βους, βυζόχερος, εύχοντρος, ζελές, θωρηκτό Ποτέμκιν, ιπποπόταμος, κινητό χασάπικο, κουμπαράς, κρεοπωλείο η αφθονία, Μπίλιας, μπόγος, ντουλάπα, ξίγκι, Οβελίξ, πατσοκοιλιάς, τόφαλος, χοντρολίπαρος, χοντρομπαλάς
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο χοντρός άνθρωπος, που εκτός από ατσούμπαλος , είναι βλάκας αλλά και λεφτάς! Προτιμάται από γκόμενες-«σκυλιά» λόγω βαθειάς τσέπης.
Σύνηθες μεταφορικό μέσο: Jeep μεγάλου κυβισμού.
- Δες ρε με τι ροκοφλόκο κυκλοφορεί το μουνί. - Θα του τα φάει όλα , ψίχουλο δεν θα του αφήσει.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο κουτό-πονηρός άνθρωπος (συνήθως), αυτός ο οποίος είναι υπεράνω όλων, νομίζει ότι είναι πιο έξυπνος απ 'όλους και πάει να την φέρει σε όλους.
Γνωστός επίσης και ως: Δήθεν, γιατρός, δάσκαλος, επιστήμονας, κύριος καθηγητής.
- Πω ρε φίλε, ο Κώστας κάθεται και την λέει σε όλους ! Πώς τον αντέχετε τον πονηρίδη!
- Νομίζει ότι μας την λέει, το παλληκάρι είναι για τον πούτσο. Βλάκας!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!