Παράγωγο λήμμα της φράσης δεν υπάρχει.

Κοινώς αυτός που είναι απίστευτος γενικότερα με αυτά που κάνει η λέει, σε βαθμό που δυσκολεύεσαι να πιστέψεις την ύπαρξη του!

Ρε μαλάκα τον είδες πόση ώρα είχε σούζα την μηχανή; Ο τύπος είναι ανύπαρκτος!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το μακροσκελές κείμενο.

Ο όρος ξεκίνησε να συναντάται στους διαδικτυακούς χώρους π.χ. blogs, forum κ.λ.π.

Επίσης συναντούμε και το σεντονάκιας, δηλαδή ο ''πολυλογάς'' του πληκτρολογίου.

- Πω, ρε φίλεεε, τι είναι αυτός ρε συ; Κατεβάζει σεντόνια ολόκληρα, θα πάθουν τα δάχτυλα του!
- Καλά ρε, δε τον ήξερες, σεντονάκιας από τους λίγους, μιλάμε.

αφιερωμένο στους σεντονάκηδες (από Khan, 08/04/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο υπερήλικας παππούς, αυτός που δεν μπορεί να πάρει τα πόδια του, ο κατάκοπος!

- Αυτός ρε συ κρατιέται καλά, είναι γύρω στα 65. - Τι 65 ρε μαλάκα, αυτός είναι με το ένα πόδι στον τάφο, σκέτο ραμολιμέντο ο άνθρωπος!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Νεοσύστατος ορισμός για τις πάσης φύσεως τηλεπαρουσιάστριες τις μεσημεριανής ζώνης, που ασχολούνται με κάθε είδους άχρηστες πληροφορίες για ντεμέκ vip πρόσωπα.
Στην λίστα περιλαμβάνονται οι λαμπιρο-καραβατο-μουτσινο-τατιανα κ λοιποί.

- Άλλαξε κανάλι, ρε Mαρίνα. Τις βαρέθηκα τις μεσημεριανούδες. Αμάν πια !

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κοινώς ο πολύ γρήγορος.

- Πότε κιόλας ήρθες ρε συ; Σφαιράτος είσαι μιλάμε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όταν δανείσουμε χρήματα και δεν τα πάρουμε ποτέ, όταν μας χρωστούν από τη δουλειά χρήματα και δεν μας πληρώνουν. Όταν παρέχουμε μια υπηρεσία και δεν ανταμειβόμαστε, όλα αυτά είναι τα λεγόμενα πιστολιάσματα.

Συναντάται επίσης και ως έφαγα πιστόλι και συνοδεύεται με το προπαρασκεύασμα μυρίζει-βρωμάει μπαρούτι (άρα θα φάμε πιστόλι).

  1. — Τι έγινε ρε σε πλήρωσαν από τη δουλειά;
    — Γάμησε τα φίλε, εδώ και τρεις μήνες τίποτα, μου βρωμάει μπαρούτι η δουλειά, θα φάμε κανένα πιστόλι, δεν τη γλιτώνουμε!

  2. — Δάνεισα στο Νίκο, θα μου τα δώσει πίσω λες;
    — Καλά είσαι μαλάκας, γιατί δε ρωτάς πρώτα; Πρόκειται για μεγάλο πιστολέρο!

  3. — Σε πλήρωσε;
    Σκατά, έφαγα πιστόλιασμα.

(από tractioner, 08/04/11)(από tractioner, 08/04/11)

Δες ακόμη: πιστολιάζω, πιστόλα, πιστολέρο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Καλείται κωδικοποιημένα η ολική αποτρίχωση των γυναικών στην ''ευαίσθητή'' τους περιοχή!

- Χθες, μαλάκα, το γκομενάκι που ''πήρα'' όλα τα λεφτά. Το είχε όλο Μπραζίλιαν. Σκέτη γκ..λα σου μιλάω!

νομίζω δεν είναι η ολική αποτρίχωση  (από xalikoutis, 11/11/08)Κόντρα στην φύση? (από Vrastaman, 11/11/08)(από σφυρίζων, 29/10/14)

Βλέπε και παρκέ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός που είναι εθισμένος με την ταχύτητα και πηγαίνει συνεχώς τέζα.
Είναι ο συνήθης τύπος κατόχου πεζώ ραλί και συχνάζει στα λιμανάκια κλπ.

- Ρε δεν πάμε στα λιμανάκια να χαζέψουμε κανέναν γκαβλόγκαζο να περάσει η ώρα;
- Φύγαμε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο χαρακτηρισμός που έγκειται στο να παρουσιάσουμε την έντονη τριχοφυΐα (συνήθως γυναικών) στην γεννητική τους περιοχή!

  1. Πήγα να την γλείψω κι έφαγα την τρίχα της αρκούδας, δάσος η γκόμενα!

  2. - Το 'χει ξυρισμένο ρε μαλάκα;
    - Τι ξυρισμένο ρε; η γκόμενα μιλάμε είχε δάσος, χρειάστηκα πυξίδα για να βρω τρύπα!

(από Galadriel, 23/02/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνώνυμο των ορισμών τζιτζί τζετ τζετάουα κλπ
που σημαίνει σαφώς τέλειο, υπέροχο, αστεράτο!

- Έβαλε ο Μάκης κάτι ζάντες στο εργαλείο, έγινε τζιτζελόνι μιλάμε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία