Την αράζω, ξαπλώνω την αρίδα μου, απλώνω την κορμάρα μου πάνω σε κάτι οπωσδήποτε αναπαυτικό και οριζόντιο.

Βλ. και καναπές.

- Πάω τώρα να την ξαπλαρώσω λίγο γιατί δεν αντέχω άλλο. Τα λέμε σε κανα μισάωρο.
- Καλά, κατάλαβα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Ζαργκόν των οφθαλμίατρων: η πρεσβυωπία, από τα 2 πρώτα γράματα: πρ- . Προφ λογοπαίγνιο και με το πουρό, εφόσον η πρεσβυωπία αφορά ηλικίες άνω των 40.

  2. Κατά τη βίκυ είναι η κόρνα στην κυπριακή διάλεκτο, εξου και η έκφραση «παίζω πουρού», κορνάρω.

  3. Έχω την υποψία, αλλά μπορεί να λέω και κάτι βλακώδες τώρα, ότι «παίζω πουρού» σημαίνει και κάτι άλλο, βλ. παράδειγμα 3. Όποιος γνωρίζει ας το σημειώσει στο σχόλιο και το προσθέτω στον ορισμό. Πιθανόν να έχει σχέση με αυτό εδώ.

  1. Μετά μια άλφα ηλικία αρχίζει σιγά-σιγά και εμφανίζεται η πουρού.

2.α. Βρίζω χυδαία, κτυπώ τα σιέρκα μου στο τιμόνι, παίζω πουρού συνέχεια. Ο λόγος; Υπάρχουν τόσα πολλά πράγματα που κάμνουν οι οδηγοί (αλλά τζιαι οι υπόλοιποι χιούμανς) στον δρόμο που τα θεωρώ απαράδεκτα τζιαι με εκνευρίζουν αφάνταστα.

2.β. Παίζω πουρού για να δώ τί θα κάμουν. Κάμνουν διάφορα. Νομίζω έχω βρεί τους διάφορους τύπους οδηγών που 'κάτι έχουν ζαβό'.

  1. Μόλις έπαιξαν «πουρού» έξω από τη Βουλή οι πολύτεκνοι και οι φοιτητές, διαμαρτυρόμενοι για τη μείωση των επιδομάτων και των χορηγιών, οι βουλευτές υπαναχώρησαν από τη συμφωνία του Προέδρου της Δημοκρατίας και των κομμάτων, και δήλωσαν ότι θα επανεξετάσουν το όλο θέμα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είμαι σε φάση σάπινγκ, σε φάση αποσύνθεσης. Δεν κάνω τίποτα, όλη μέρα ραχάτι, το σώμα σε πλήρη ακινησία, ταβανοθεραπεία κιέτσ'.

Επίσης: κοιμάμαι πολύ βαθιά και πολλές ώρες.

- Ξεκουράστηκες λιγάκι;
- Σάπισα, δεν ξεκουράστηκα απλώς... Τέσσερις ώρες κοιμήθηκα για απόγευμα, λήθαργος...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το πράσινο σπιράλ αντικουνουπικό (εξ ου και η παρομοίωση με το φίδι) που μυρίζει καμένο δάσος και σιγοκαίεται επί ώρες πάνω σε ένα μεταλλικό καυλάκι και μας θυμίζει τα καλοκαίρια των παιδικών μας χρόνων.

Λέγεται και Κατόλ, από την πρώτη (;) μάρκα που κυκλοφόρησε για το είδος το πάλαι ποτέ.

Μην πασαλείβεσαι με αουτάν, έχω ανάψει φιδάκι.

(από Khan, 03/01/15)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τα φορετά στο μπράτσο πλαστικά φουσκωτά σωσίβια, συνήθως χρώματος πορτοκαλί, που φοράγαμε παιδιά όσοι, όπως η υποφαινομένη, σιχαινόμασταν την κουλούρα. Πολύ βολικά και μαθαίνεις και να κολυμπάς έτσι, ενώ με την κουλούρα, τσου.

Το παιδάκι με τα μπρατσάκια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Ποτίζω κάποιον με ακλοόλ, τον κάνω σκνίπα, του βάζω τόσο να πιει λες και ποτίζω το μποστάνι μου. Κι αυτός κάθεται και το πίνει, από ντροπή ή από μαγκιά.

ασίστ: Nick

Πολύ το χάρηκα χθες, είχε έρθει στην παρέα ένας μπούμπης και έλεγε όλο μαλακίες ώσπου άρχισα να τον ποτίζω ξύδια, τον έκανα κουρούμπελο και την ξαπλάρωσε στον καναπέ, σάπισε και ησυχάσαμε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το άσμα λέει «χάρτινο το φεγγαράκι», και ο εξοργισμένος οδηγός που παραμένει καθηλωμένος επειδή ο μπροστινός δεν έχει δει το πράσινο στρογγυλό φανάρι της τροχαίας, αναφωνεί «πράσινο το φεγγαράκι!»

(εντός του ορισμού)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Κονέ μξ ομοφυλοφίλων, δικτύωση, με βλέψη κυρίως στα επαγγελματικά. Δική τους λέξη.

Βλ. και πουστ κονέξιον.

- Χώθηκε πάλι ο Τάκης το πουλάκι μου. Βολεύτηκε, είδες;
- Ίντερπουστ μάι ντήαρ, τι νόμιζες.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνδέω (μεταξύ τους διάφορες πληροφορίες που έχω στο μυαλό μου) και (τελικά) αντιλαμβάνομαι. Κάνω δηλαδή διάφορους συνειρμούς μέχρι να αντιληφθώ το όλον.

Μέχρι να κάνω λινκ όνομα με φάτσα και να καταλάβω ποιον συνάντησα μου πήρε κάποια δεύτερα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Ο πιτσιρίκος...

  1. Ο πιτσιρής τα βρίσκει ...μπαστούνια στο σχολειό του (πού να μάθει τα Κινέζικα, εδώ δεν μπορεί καλά καλά τη μητρική του γλώσσα...)

  2. Έχει κολλήσει μόνο του κι ο πιτσιρής το χρησιμοποιεί μια χαρά για να τρέχει και να παίζει.

  3. Kάποτε ένας πιτσιρής είχε διαλέξει από τον πάγκο του τέσσερα όμορφα βιβλιαράκια. Mετρούσε και ξαναμετρούσε τα κέρματα που είχε. Δεν έφταναν να πληρώσει.

  4. Φοβερός εκεί που έπρεπε ο πιτσιρής Τζούριτς, θα κάνει τεράστια καριέρα.

(από το νέτι)

βλ. και πίτσκο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία