Από το «puzzle».

Έχω «παζολιαριστεί». Τι να κάνω, είμαι σε δίλημμα; Είμαι προβληματισμένος.

Να μια μικρά συλλογή παζολιαρισμάτων:

  1. Παίρ(ν)ομεν έναν σκοινίν.
    Περάζομ’ ατο ας σο στόμαν και βγάλουμ’ ατο ας ‘σον κώλον.
    Σ’ εμπρός το μέρος δένουμεν έναν σκατόν.
    Σ’ απίς ‘πα το μέρος, δένομεν ένα αγγούρ’!
    Συρτς να εβγάλτς το αγγούρ’ ας σον κώλο ‘ς, έμπέν το σκατόν ‘σο στόμα ‘ς.
    Συρτς να εβγάλτς το σκατόν ας ‘σο στόμα ‘ς εμπέν το αγγούρ’ σον κώλο ‘ς.
    Αρ ‘ατο εν τω παζολιάρισμα!

  2. Η αδελφή μου γέννησε, αλλά δεν ξέρω αν είναι αγόρι ή κορίτσι κι εγώ αν είμαι θείος ή θεία.

  3. Να βγω έξω για να βλέπω αυτό που δεν μπορώ να πηδήξω ή να μείνω μέσα για να πηδήξω αυτό που δεν μπορώ να βλέπω;

  4. Είσαι στο αυτοκίνητο και οδηγείς, ενώ έξω βρέχει καταρρακτωδώς.
    Περνάς από μια στάση λεωφορείου όπου συναντάς τρία άτομα να περιμένουν:

  5. Μια γριούλα που πεθαίνει
  6. Ένα φίλο από τα παλιά που σου έσωσε κάποτε τη ζωή.
  7. Τη γυναίκα / άντρα των ονείρων σου. Τι κάνεις;;;

  8. Επιχειρηματολογία ενός πατέρα στο δικαστήριο, ώστε να αποκτήσει την κηδεμονία του παιδιού του: «Κυρία δικαστά, όταν ρίχνετε ένα νόμισμα στο μηχάνημα για να πάρετε μια pepsi, μόλις βγει η pepsi ανήκει σε σας ή στο μηχάνημα;».

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το πουστάκι με την κακή έννοια, το κακομοίρικο, το κακορίζικο, το κακόβουλο, αυτό που είναι δυστυχισμένο επειδή είναι ανάμεσα και δεν το θέλει, θέλει να είναι γυναίκα αλλά όμως δεν είναι και θέλει να τους εκδικηθεί όλους και όλα.

- Κοίτα τι έκανε το κολοπουστάκι!
- Τι, τι;;;
- Πήγε και τα είπε στον Μητσάρα, ότι ο Νίκος του το έκανε με τον Λευτέρη όταν ήταν μεθυσμένος.
- Ωχ, ωχ, δεν βλέπω καλά τον Νικόλα, αχ τι πήγε και έκανε το άθλιο πουστί!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η λέξη «λύσσα» είναι αρχαία και την συναντάμε στα πολύ παλιά κείμενα της αρχαιότητας, όπως στον Όμηρο (Ιλιάδα Θ’219, και Ι’239), με την έννοια της μανιώδους ορμής.

Η λέξη προέρχεται από το ρήμα «λύω», που μεταξύ άλλων έχει και την σημασία του «αφήνω ελεύθερο» ή «ξαμολάω». Π.χ. «Κλείθρων λυθέντων», δηλαδή, αφού ξεκλείδωσαν οι πόρτες, γιατί οι αρχαίοι δεν κλείδωναν, όπως σήμερα, τις πόρτες, αλλά τις έδεναν με «δεσμά». Επίσης, έλεγαν και: «λύεις τούς κύνας», δηλαδή «αμόλυσαν τα σκυλιά».

Έτσι δίνεται η σημασία αφήνω τον έλεγχο, και στην επέκταση: «λύσσα» είναι η ορμή ή η μανία, που δεν υπόκειται στον έλεγχο του λογικού.

Συνώνυμο της λύσσας είναι η υδροφοβία, που προέρχεται από το φόβο για το νερό, που παρουσιάζουν εκείνοι που πάσχουν από λύσσα.

  1. Πρώτη φορά έβλεπα τόσο λυσσασμένη γυναίκα. Έπαιρνε το γαλλικό κλειδί μου και τον έφτανε μέχρι τη ρίζα μέσα στο στόμα της. Το ρούφαγε σαν το καλύτερο γλειφιτζούρι.

  2. Η αστυνομία ανακοίνωσε πως πρόκειται για το τρίτο περιστατικό μέσα σε δυο χρόνια, που «λυσσασμένες γυναίκες» ακρωτηριάζουν το γαλλικό κλειδί ενός άντρα!!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η προσπάθεια που κάνουμε για κάτι, αλλά στην ουσία δεν κάνουμε τίποτα.

Διότι τίποτα δεν κάνεις, όταν ανοίγεις μια τρύπα στο νερό. Η τρύπα θα ξανακλείσει, όταν εσύ πάψεις να την παράγεις, άρα ο κόπος σου χάνεται και έτσι έχεις κάνει μια τρύπα στο νερό.

1) Παίρνουμε ένα μιξεράκι για φραπέ, το λειτουργούμε μέσα σε ένα ποτήρι με νερό μέχρι τη μέση (μισογεμάτο - μη και κατηγορηθώ για απαισιόδοξος), έτσι δημιουργούμε τρύπα στο νερό.

2) Δε νομίζω ότι η μη εκπλήρωση του κλισέ «σύζυγος και παιδιά» σημαίνει ότι έχεις κάνει μια τρύπα στο νερό. Δικαίωμα του καθενός να επιλέξει ό,τι του ταιριάζει ...

3) Ο Νικόλας, μια τρύπα στο νερό έκανε με τις αρματωσιές του και τα λόγια τα μεγάλα!

4) Μια τρύπα στο νερό κατάφερε τελικά ο ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ στις Βρυξέλλες...

(από ο αυτοκτονημενος, 23/03/09)(από ο αυτοκτονημενος, 23/03/09)(από ο αυτοκτονημενος, 23/03/09)(από ο αυτοκτονημενος, 23/03/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όταν στην αρχαία Ρώμη κηδεύονταν επίσημα πρόσωπα, πήγαιναν μπροστά από την νεκρική πομπή εικόνες των συγγενών και αγαπημένων προσώπων του νεκρού.

Την εποχή του αυτοκράτορα Τιβέριου, πέθανε και κηδεύτηκε η Ιουνία, σύζυγος του Κάσσιου και αδερφή του Βρούτου, των δύο δηλαδή δολοφόνων του Καίσαρα. Επειδή, όμως, είχε απαγορευτεί η δημόσια εμφάνιση των εικόνων των δύο αυτών δολοφόνων, έλειψαν έτσι από τη νεκρώσιμη πομπή, πράγμα που σχολιάστηκε πολύ στη Ρώμη και έδωσε αφορμή στον Τάκιτο να γράψει στα «χρονικά του» ότι «ο Κάσσιος και ο Βρούτος έλαμπαν ιδιαίτερα, μάλιστα, επειδή έλλειπαν οι εικόνες τους».

Την περικοπή αυτή την αποδίδει ο Ντε Σενιέ στην τραγωδία του «Τιβέριος» με τη φράση: «Έλαμπον διά της απουσίας των», που από τότε έμεινε παροιμιακή.

- Που πήγαν ρε φίλε αυτά τα καινούργια φιλαράκια που τα βλέπαμε κάθε μέρα;
- Έλα μωρέ, πυροτεχνήματα, τι περίμενες…
- Και όμως φίλε μου και όμως μας λείπουν, διότι βλέπαμε και κάτι τις καινούργιο και όχι τα ίδια και τα ίδια με τους ίδιους και ξανά μανά τους ίδιους, με τις ίδιες και τις ίδιες κουβέντες και υπονοούμενα της πλακός.
- Τώρα που το λες, ίσως να έχεις και δίκιο, αλλά παίζει και κανά σκοτσέζικο ντους από μερικούς παλιούς τις παρέας που το έχουν δει κάπως και καλά και δεν γουστάρουν να βλέπουν μερικούς να ανεβαίνουν και τους καταβαραθρώνουν με το παραμικρό λάθος.
- Τι να κάνουμε φίλε μου, έτσι είναι η ζωή, κάποιοι βλέπουν την σκιά τους και παίρνουν ψηλά τον αμανέ ξεχνώντας ποιοι ήταν πριν.
- Τέλος πάντων, πάντως λάμπουν δια της απουσίας τους.

ΥΓ Το παίρνω ψηλά τον αμανέ για το θηλυκό γένος είναι εύκολο. Για να το πητήχη [sic] το αρσενικό, πρέπει να του τα κόψουν.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Δεν με φοβίζεις, δεν ψαρώνω, δεν καταλαβαίνω τίποτα.

  2. Ο κλασικός μπερντές στις πόρτες το καλοκαίρι, προκειμένου να μην μπαίνουν οι μύγες μέσα. Όταν φυσήξει κάνα αεράκι (και αν το σπίτι είναι και διαμπερές, όπως κώλος - μουνί), κουνιέται ο μπερντές και παρομοίως κουνιούνται τα αρχίδια, ιδιαίτερα τα σακουλιασμένα.

Βλέπε φώτο γέρικων αρχιδιών.

Ιδεοφέρων: ιρονικ

  1. Τι είπε;;; Ναι, σιγά, για κοίτα, κουνιούνται ρε;

  2. Χωριό, μεσημέρι, σιέστα. Περαστικοέξυπνος, βλέποντας ένα παππού να τον παίρνει (τον μεσημεριάτικο ύπνο) και θέλοντας να τον πειράξει, τον σκουντά και τον ρωτά:

- Τι ώρα είναι παππού;

Αυτός πάει στον παρακείμενο γάιδαρο, του κουνά τα αρχίδια με το χέρι (λες και ανακατεύει την σούπα) και λέει την ώρα.

Ο περαστικοέξυπνος τσεκάρει το ρολόι του και ο παππούς είναι ακριβέστατος. Ρωτάει έκπληκτος τον παππού πως το έκανε αυτό το τρομερό και απαντάει ο πάππος:

-Παιδάκι μου, κούνησα τα αρχίδια του γαϊδάρου, γιατί μου έκρυβαν τη θέα από το ρολόι της εκκλησίας…

(Τι περιμένουμε;;; - το καλοκαίρι - ΑΑΑ!!!).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αλλιώς: συναλλαγματική.

Γραμμάτιο λέγεται και η καθημερινή (για τους υγιείς γράφω και εννοώ) δόση προς την μητέρα φύση.

Βεβαίως λόγω γραφειοκρατίας της σούφρας βγήκε και το γνωμικό «τα κακά κόποις κτώνται».

- Μάγκες πάω να πληρώσω το γραμμάτιο και έρχομαι
- Καλά ρε, τι λέει... αυτός πηγαίνει στην χέστρα!!!

Στο 3:23 έρχεται η εξόφληση!! (από Cunning Linguist, 07/09/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο Αλέξανδρος Σούτσος (Κωνσταντινούπολη 1803- Αθήνα 1868) ήταν Φαναριώτης ρομαντικός πεζογράφος, σατιρικός ποιητής και θεατρικός συγγραφέας της Α’ Αθηναϊκής Σχολής.

Και επειδή ήξεραν στην παλιά Αθήνα τι καλαμπουρτζής ήταν ο Σούτσος, του έπαιξαν ένα παιχνίδι.

Τον εκάλεσαν σε μια συνεστίαση πολύ επίσημη και του σέρβιραν για φαγητό ένα ψητό αγελαδινό μουνί. Τότε αυτός, βλέποντας τι του είχαν σερβίρει, ξεκούμπωσε το παντελόνι του και την πέταξε έξω.

Οι κυρίες στην συνεστίαση θορυβήθηκαν και ο Σούτσος τους απάντησε «το κατάλληλο πιρούνι για το κατάλληλο φαγητό».

Κάποια στιγμή ο Σουρής περνούσε από το σπίτι του Σούτσου και τον βλέπει να τακτοποιεί κάτι βιβλία... - Ρε Γιώργη, του φωνάζει, τι κάνεις εκεί; - Δεν βλέπεις ρε μπαγάσα, απαντάει ο άλλος, στοιβάζω (στη βάζω)!! Αυτό ο Σουρής το εφύλαξε και μια μέρα που ο Σούτσος περνούσε απ' το σπίτι του, τον βλέπει στ' ανοιχτό παράθυρο να γράφει κάτι σ' ένα χαρτί και τον ερωτάει τι κάνει. Εκείνος του απαντάει... «στιχώνω... ρε Γιώργο... στιχώνω (στην χώνω)»!!

Η στερνή μου θέληση είναι όταν αποθάνω, εκατοντάδες γυναικών στο μνήμα μου επάνω, να γαμηθούν πατόκορφα από μπροστά και πίσω, μήπως μπορέσω και εγώ στο μνήμα μου και... χύσω!!

τα παραδείγματα που ακολουθούν είναι από το http://students.ceid.upatras.gr/~akis/jotd20/0573.html

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Του έχει σαλέψει: είναι σαλεμένος, του έστριψε η βίδα, τον έχασε τον νου του, έχει βαρέσει μπιέλα, χάνει λαδάκια, χάνει από την τσιμούχα, είναι τρελός.

M' έχεις μαγέψει μου 'χεις ανάψει τον πυρετό και το μυαλό μου έχει σαλέψει να σε χορτάσω αχ δε μπορώ. Ξανά, ξανά, έλα και φίλα με ξανά...

Γιατί είναι ανόητος ο πόνος μου, και θα πουν οι άλλοι ότι έχω σαλέψει που κλαίω τόσο. Για μιαν αγάπη κλαίω.

Έχει σαλέψει ο άνθρωπος... αυτοί οι ψυχολόγοι, γιατί δε μαζεύουν υπογραφές για να τον κλείσουν κάπου;

Πάνε αγόρι μου να βρεις καμιά γκόμενα να ξεδώσεις γιατί έχεις σαλέψει...

(από ο αυτοκτονημενος, 05/04/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η οικογένεια που δεν έχει ηθικούς φραγμούς και αιμομιξιάζεται ασυστόλως.

Μαρία: Κωστάκη, γαμάς καλύτερα από τον μπαμπά.
Κωστάκης: Nαι, μου το έχει πει και η μαμά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία