Προέρχεται από την Ιταλική λέξη duro που σημαίνει σκληρός. Στην ερωτική γλώσσα σημαίνει ο έχων καλή στύση, αλλά και γενικά αυτός που έχει ακμαίο ηθικό και ανεβασμένη λίμπιντο.

Ντούρος ο παππούς!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δεν υπάρχει γυναίκα άνω των τριάντα που να μην έχει πει έστω μια φορά αυτήν την φράση. Φυσικά αναφέρεται στους άντρες και σημαίνει ότι όλοι οι άντρες είναι ίδιοι όσον αφορά τα ελαττώματά τους, δηλαδή όλοι οι άντρες τα ίδια κουσούρια έχουν.

Βρε να μην υπάρχει ένας να ξέρει σημάδι! Ο άντρας μου κατουράει έξω από την λεκάνη, ο γιος μου σημαδεύει το χαρτί υγείας, ο αδερφός μου σημαδεύει το αποσμητικό, απαπα! Όλα τα γουρούνια την ίδια μούρη έχουν.

φεμινιστική κουζίνα (από xalikoutis, 11/04/09)(από Vrastaman, 11/04/09)

Βλ. και A.M.A.B

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όρος που αναφέρεται στις πολύ «άτακτες» γυναίκες, που «πιάνουν» τον ένα γκόμενο μετά τον άλλο.

Μας κάνει τώρα την σεμνή η Μαιρούλα και κατηγορεί τους πάντες και τα πάντα. Ξέχασε τι παλουκοπηδήχτρα ήταν στα νιάτα της. Αρσενικό για αρσενικό δεν είχε αφήσει που να μην το πάρει!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η γυναίκα που έχει εμμονή με την καθαριότητα, όχι όμως επειδή είναι υποχόνδρια ή νοικοκυρά, αλλά επειδή θέλει να δείχνει στους άλλους ότι ντε και καλά είναι προκομμένη. Μιλάμε δηλαδή για επιδειξία του καθαρίσματος.

Τέτοιες θα βρείτε είτε στο μπαλκόνι να απλώνουν συνέχεια ρούχα, ή με το λάστιχο παραμάσχαλα να πλένουν αυλές και μπαλκόνια (και όλους τους περαστικούς μαζί) ή με το βετέξ ανά χείρας να τρίβουν τις μουτζούρες από τους τοίχους και τις πόρτες.

Άσε ρε τι έπαθα! Είχα πλύνει το αυτοκίνητο και βγήκε η παστρικοθοδώρα η πεθερά μου τάχα να πλύνει το πεζοδρόμιο, και μου το' κανε σαν την μάπα της.

Χαρακτηρισμοί με κύριο όνομα για συνθετικό: αστραπόγιαννος, βιαστικοθοδώρα, βουβαντώνης, γερολάζαρος, γυναικοθόδωρος, λωλοστεφανής, μαλακαντρέας, μαλακαντώνης, μουγγοθόδωρος, ντελημπάσχος, ντελήσαββας, παστρικοθοδώρα, στραβόγιαννος, τρελαντώνης, τρεμολάζαρος, τρομπογιώργης, τρυπαντωνάκης, ψευτοθόδωρος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ιστιοπλοϊκός όρος που σημαίνει το μεν σοφράνο την προσήνεμη πλευρά του σκάφους, το δε σταβέντο την υπήνεμη.

Δεν χρησιμοποιείται καθόλου ως ιδίωμα από άσχετους με την ιστιοπλοΐα, χρησιμοποιείται όμως ευρέως από τους ιστιοπλόους, είτε για να εξηγήσουν π.χ. πώς να τεντώνουν την σοφράνο πλευρά του πανιού και να καμπυλώνει έτσι η σταβέντο, είτε (και εδώ είναι το ζουμί) να περιγράψουν με ποιο τρόπο κουτούπωσαν το γκομενάκι στην καμπίνα τους μετά από μια μακρά και τρικυμιώδη πορεία μέσα στο Αιγαίο πέλαγος (και όσοι έχουν ταξιδέψει έστω και μια φορά με ιστιοπλοϊκό καταλαβαίνουν τι θέλει να πει ο γερο-καπετάνιος).

  1. Ανάθεμα αν ξέρουν να ξεχωρίζουν το σταβέντο από το σοφράνο και την πλώρη από την πρύμνη.

  2. Όσοι έρθουν σύντροφοι στο ταξίδι μου, να έχουν στο νου τους τα παρακάτω και να συμμετέχουν στο ταξίδι σαν πλήρωμα και καπετάνιοι μαζί. Να κρατούν, μαζί μου, ευλαβικά τη ρότα τού σκάφους, να φουντάρουν το σίδερο, να δένουν τις πρυμάτσες στην μπίντα τού λιμανιού, να αγαντάρουν στα δύσκολα, να μαζεύουν τούς τυχόν ναυαγούς από σταβέντο, και να ρίχνουν τις στροφές τής μηχανής όταν το σκάφος πλέει σοφράνο...

  3. Με έφαγε το γκομενάκι να το πάρω μαζί μου ως την Ικαριά. Μόλις μπήκαμε Ικάριο της άλλαξα τα φώτα στην καμπίνα. Όλο σοφράνο σταβέντο την είχα.

Stavento: Όμορφη. (από Hank, 11/04/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ανώδυνη γυναικεία έκφραση περασμένων χρόνων (όταν οι γυναίκες δεν ήταν τόσο αθυρόστομες ώστε να πουν στα αρ...δια μας ή στο μ...νί μας), η οποία εκφράζει με σεμνό και τσαχπίνικο τρόπο την άποψη «σας έχω γραμμένους».

Δεν θα μου ξαναμιλήσει; Στα σέα μας, στα μέα μας και στα βυζαντινά μας, είχα μια σκασίλα!

βλ. και σέα και μέα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Απάντηση... πασπαρτού για όλες τις ενοχλητικές, εκνευριστικές και αδιάκριτες ερωτήσεις του στυλ «πού πας;» «πού ήσουν;» «πού θα πάμε;».

(Η λέξη ταμτούμ είναι παραφθορά της λέξης ταμτάμ, του τυμπάνου δηλαδή που ακούγεται στην ζούγκλα).

- Αγάπη μου, όταν πάρεις το δώρο του Πάσχα, πού θα πάμε;
-Στο ταμτούμ για μαϊμούδες!

Δες και στο Ταμτούμ γι' αλεπουτόμαρα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όταν κάποιος δεν βρίσκει μέρος να καθίσει και ρωτάει, συνήθως με παράπονο, «και εγώ πού θα καθίσω;», οφείλει η ομήγυρις να του απαντήσει «στου φούρνου την κατσούλα».

Αγαπημένη έκφραση στις προηγούμενες γενιές, τότε που όλοι ήξεραν το σχήμα του ξυλόφουρνου, όπως διατηρείται βέβαια ακόμη σε διάφορα χωριά, αλλά πια χωρίς να έχουν και πολλές ευκαιρίες οι νέοι να συναντήσουν.

Και για να γίνει πιο κατανοητή η φράση ας εξηγήσουμε πώς έχει το σχήμα του φούρνου.

Είναι, λοιπόν, ένα μικρό θολωτό οίκημα, δεξιά και αριστερά του είναι «τα μάγουλα» και το υψηλότερο μέρος του σφαιρικού τμήματος του φούρνου λέγεται «κατσούλα».

Οπότε, η φράση αυτή είχε καθαρά σημειολογικό χαρακτήρα και παρουσίαζε με σεμνό ύφος αυτό που θα δείχναμε σήμερα με αισχρή χειρονομία.

-Αμάν ρε, όλοι πιάσατε τις καλύτερες θέσεις! Εγώ που θα καθίσω τώρα;
-Στου φούρνου την κατσούλα, και πολύ σού είναι!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χρησιμοποιείται για να περιγράψουμε προδικασμένες, σίγουρες αποτυχίες.

Εχω ξεμείνει απο βενζίνη, οι κουφάλες οι τελωνειακοί έχουν απεργία, και θέλω να πάω Θεσσαλονίκη αύριο, πώς θα τα καταφέρω; Το γαμήσαμε και ψόφησε , φίλε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αντικείμενα ενός χώρου ή μικροεξαρτήματα ενός εργαλείου που είτε δεν γνωρίζουμε την ονομασία τους είτε βαριόμαστε να τα αναφέρουμε ένα προς ένα.

  1. Αγόρασα ένα καινούριο πολυμηχάνημα κουζίνας μπας και καταφέρω να πετάξω όλα τα άχρηστα τσάντζαλα μάντζαλα που μου πιάνουν τον χώρο στον πάγκο.

  2. Αγόρασα νέο κινητό, αλλά ρε γαμώτο δεν πρόσεξα την προσφορά και βρέθηκα χρεωμένος με όλα τα τσάντζαλα μάντζαλα που το συνόδευαν.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία