Νομίζω είναι προφανές τι ξύνει αυτός στον οποίον αναφέρεται η έκφραση, οπότε το προσπερνάμε...

Λέγεται για αρχιτεμπέλαρους, που αφοσιώνονται στο να μην κάνουν τίποτα ή στο να κάνουν κάτι αμφιβόλου σημαντικότητας και σημασίας.

Λέγεται τόσο για άντρες όσο και για γυναίκες, γιατί συχνό φαινόμενο αποτελεί η φαγούρα στο επίμαχο σημείο και στους δύο.

  1. -Βρήκε δουλειά ο αδερφός σου;
    -Σιγά μην έβρισκε... Αφού βαριέται που ζει ο άνθρωπος, κάθεται όλη μέρα σπίτι και το ξύνει και βαριέται να κουνήσει το δαχτυλάκι του ποδιού του.

  2. -Σταμάτα να το ξύνεις όλη μέρα στον υπολογιστή, βγες λίγο έξω, πήγαινε καμιά βόλτα...
    -Όχου, δε μας χέζεις ρε Νταλάρα!

Βλ. και ξύνω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κλασσική, πλέον, έκφραση. Συνήθως χρησιμοποιείται για υπερβολική χρήση ναργιλέ, που συχνά επιφέρει ευφορία, μαστούρα και παραισθήσεις, ή για παρατεταμένο τσιμπούκι.

Και στις δύο περιπτώσεις, πάντως, έχουμε χειρισμό κάποιου μακριού αντικειμένου με το στόμα.

  1. Έπαλέ, Έπαλε, να χαμε έναν ναργιλέ, φύσα ρούφα τράβα τόνε, να σε βλέπουμε Πελέ! (Σύνθημα οπαδών του Άρη για τον πρώην ποδοσφαιριστή της ομάδας Επαλέ)

  2. Χθες το βράδυ τα είδα όλα! Μια ώρα έπαιρνα πίπα στον Γιάννη και δεν έλεγε να τελειώσει! Φύσα ρούφα τράβα τόνε, ακόμα πονάει το χέρι μου...

προφ από το ρεφρέν του ρεμπέτικου «Δέκα χρόνια δικασμένος»:

Πέντε χρόνια δικασμένος μέσα στο γεντί κουλέ
από το πολύ σεκλέτι το 'ριξα στον αργιλέ

Φύσα ρούφα τράβα τονε πάτα τονε κι άναφτονε
φύλα τσίλιες για τους βλάχους κείνους τους δεσμοφυλάκους

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αστεία παραλλαγή του πιο συνηθισμένου «τρόμπας». Χρησιμοποιείται για άνθρωπο ζαβό, βλαμμένο, καμένος, κατεστραμμένος, που λέει ή κάνει μαλακίες και με τις πράξεις του συχνά δημιουργεί προβλήματα.

Άλλη παραλλαγή, ο τρομπαρίφας.

- Καλά ο τρομπάκιας πήγε κι ανακάτεψε βότκα, κρασί, μπύρα και ουίσκι κι έγινε κουρούμπελο...

- Τι λες ρε τρομπάκια; Το ψαρονέφρι είναι κρέας όχι ψάρι... Άσχετε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο πούστης, η αδερφή.

Προήλθε από την χαρακτηριστική κίνηση των σερβιτόρων να σπάνε τον καρπό όταν σερβίρουν, κίνηση που κάνουν συχνά και οι τοιούτοι...

Λέγοντας την λέξη, συνηθίζεται ο ομιλητής να κάνει και την κίνηση αυτή, να σπάει δηλαδή τον καρπό, για να δώση έμφαση με μια τάση ειρωνείας και σαρκασμού.

Μην δούμε άντρα να το κουνάει λίγο, αμέσως να τον πούμε σερβιτόρο!!

Τσεκάρετε στο 4:50. (από patsis, 06/01/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

«Tρίχες!»: Επιφώνημα που χρησιμοποιείται για να δώσει την απάντηση «πολύ λίγο» σε ερώτηση που αφορά ποσά (π.χ. χρηματικά).

- Πόση είναι η επιδότηση ανέργου που πήρες;
- Τρίχες! Με αυτά τα λεφτά, ούτε μια βδομάδα δεν τα βγάζω πέρα...

Ακόμη: αρχιδότριχες, τρίχες κατσαρές, τρίχες κατσαρές και μαλλοβάμβακες.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τον πίνω / τον ήπια (κανονικά): Έκφραση που, αν και παραπέμπει σε προστυχιά, τις περισσότερες λέγεται για περιπτώσεις παταγώδους αποτυχίας ή μεγάλης ζημιάς, νίλας.

Δεν είναι σαφές σε τι αναφέρεται η αντωνυμία «τον», αλλά μπορούμε να υποθέσουμε ότι πρόκειται για σεξουαλικό υπονοούμενο.

Για πιο εμφατική χρήση της έκφρασης χρησιμοποιείται και η λέξη «κανονικά», όπως στο πρώτο παράδειγμα που ακολουθεί.

  1. -Πώς πήγε ο αγώνας μπάσκετ χθες;
    - Τον ήπιαμε κανονικά, οι αντίπαλοι μας γάμησαν στα τρίποντα και εμείς καθόμασταν σαν μαλάκες και το ξύναμε... Ήμασταν να μας κλαίνε οι ρέγγες.

  2. Αφού η εταιρία του τον ήπιε μετά το σκάνδαλο, αποφάσισε να την κλείσει.

Βλ. και την πίνω

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αστεία έκφραση που χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο. Λέγεται από τον ομιλητή για να δηλώσει ότι έχει μια ιδιότητα που αναζητείται ή είναι χρήσιμη στην συγκεκριμένη περίπτωση και δεν έχει ληφθεί υπόψη.

Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα που ακολουθεί, από την αγαπημένη ελληνική σειρά, Κων/νου κι Ελένης.

(Κων/νου κι Ελένης - Επεισόδιο: Οι σοφεράντζες, όπου ο Κων/νος κι η Ελένη θέλουν να μάθουν να οδηγούν)

Ελένη: Μωρή Πέγκυ, έχουμε κανένα φιλαράκι που να ξέρει να οδηγεί καλά; (για να της κάνει μαθήματα)
Πέγκυ: Κάτσε ρε Ελενάκι, εγώ τζιτζίκια πεταλώνω; Μιλάς τώρα για καλό οδηγό, τη στιγμή που έχεις μπροστά σου τη σοφεράντζα την ίδια!;

Βλ. και μπρίκια κολλάμε;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η φράση έχει δύο χρήσεις, από τις οποίες πιο συνήθης η δεύτερη:

  1. Κυριολεκτική: Ως προστακτική ενεστώτα του ρήματος μπαίνω, άλλος τύπος των «μπες!», «έμπα!»

  2. Μεταφορική: Χρησιμοποιείται από τον ομιλητή για να παρακινήσει κάποιον σε κάτι καλό που έχει ξεκινήσει να κάνει, συνώνυμο των «Προχώρα!», «Καλά το πας!».

  1. Έμπαινε στο αμάξι ρε, κι έχουμε αργήσει! Θα μας χέσει πάλι ο άλλος!

  2. - Μ' αρέσει πολύ η Δανάη, η καινούρια... Και μου έχει δείξει κι αυτή δείγματα ότι ενδιαφέρεται!
    - Έμπαινε, μεγάλε!! Και για πες λεπτομέρειες... Το κινητό της το έχεις;;

Έμπαινε, Γιούτσοοοο (από allivegp, 12/12/09)

Κλασική πλέον η φράση έμπαινε Γιούτσο!, δες και γιούτσος.

Η προστακτική στην αργκό: , -έκα, , έμπαινε, έφυγες, κατέβαινε, μπέκα, πάνε, πιάκε, τσάκω· ακόμη: προστακτική αντί για απαρέμφατο, συνεχής προστακτική ως στιγμιαία.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είδα τις άλλες εκδοχές τις έκφρασης, ωστόσο η πλέον χαρακτηριστική χρήση είναι, στη μορφή «δίνει πόνο», με την έννοια του «γαμάει και δέρνει

- Γαμάτο το καινούριο τραγουδάκι που ακούσαμε στο ράδιο χθες. Και παρόλο που δεν πολυγουστάρω τα κλαμπάδικα, αυτό φίλε δίνει πόνο!

- Τι λέει ρε ο τυπάς; Δίνει πόνο, μιλάμε! Χώνει ρίμες εδώ και μισή ώρα, αστείρευτος!

Η Μαρία Ηλιάκη δίνει πόνο (από Khan, 17/04/12)

Σχετικό: δώσε πόνο!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνήθως προηγείται ρήμα κίνησης, π.χ. πηγαίνω στα τυφλά, βαδίζω στα τυφλά, ακολουθώ κάποιον στα τυφλά, κτλ.

Κυριολεκτικά σημαίνει ότι κινούμαι σε σκοτεινό χώρο και δεν βλέπω πού πάω, ενώ μεταφορικά ότι κάνω κάτι χωρίς να είμαι σίγουρος ότι το κάνω σωστά ή όπως πρέπει, χωρίς να έχω στοιχεία ή αποδείξεις, στην τύχη, μόνο και μόνο επειδή ακολουθώ το ένστικτό μου ή επειδή δεν έχω άλλη λύση.

  1. Η λάμπα είχε καεί και στο πυκνό σκοτάδι δεν έβλεπα τίποτα. Πήγαινα στα τυφλά, τοίχο τοίχο, μέχρι να βρω την πόρτα για να βγω έξω.

  2. Δεν έχω ξαναπάει στην Τρίπολη και δεν ξέρω τους δρόμους. Αφού δεν έχουμε και χάρτη, πάμε στα τυφλά κι όπου μας βγάλει...

  3. Υποψιάζομαι ότι αυτό το τηλεφώνημα είναι δουλειά του παρανοϊκού εμπρηστή. Αλλά πως να το αποδείξω; Βαδίζω τελείως στα τυφλά! Παναγιά μου, εσύ που είσαι μάνα κι αγαπάς όλες τις μάνες του κόσμου, ρίξε μου ένα σημάδι για να καταλάβω ότι είμαι στο σωστό το δρόμο! (μονόλογος της Ελένης Ράντου στο σήριαλ «Σαββατογεννημένες», δείτε το βίντεο παρακάτω)

Ελένη Ράντου - Σαββατογεννημένες (από elias-jelay, 30/12/09)Τρωκτικό στα τυφλά (από Vrastaman, 30/12/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία