Η λέξη μιλάει από μόνη της.

  • Ο διαβολικός πούστης, ο οποίος έχει πουλήσει την ψυχή του στον έξω από 'δω με αντάλλαγμα την εύρεση πέους.
  • Έπίσης, εκείνος ο οποίος κάνει τα αδύνατα δυνατά για να βλάψει με διάφορες πουστιές τους γύρω του.

Ρε τον διαβολόπουστα, χθες με κάρφωσε στον διευθυντή ότι άργησα πέντε λεπτά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τέτοιο κρύο έξω, σε σημείο που ο πούτσος μένει κάγκελο, ξερός, εξαφανισμένος, σε απόλυτη σμίκρυνση (διαγραφή) από το κρύο.

Ρε Κώστα, πού γυρνάς έξω τέτοια ώρα; Έχει πουτσόκρυο!

(από σφυρίζων, 22/01/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Να χαρούμε τις ψωλές μας παιδιά.

Πάω μια μέρα στο καφενείο να πιώ καφέ.
Έρχεται ο Φουσκολάγουδος.

- Κάτσε ρε Γιώργη ήντα θα πιείς;
- Ένα γκαϊβέ ρε Κούνελε.
- Χουανίτα πιάσε μια φράπα για το Γιώργη.

Έρχεται η φράπα, την σηκώνει ο Γιώργης για να μου ευχηθεί.

- Άϊντε ρε Κουνελε να χαρούμε τσι μπιστόλες μας!!.

Σέκος εγώ απ' τα γέλια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σύνθετο επίθετο που αποδίδεται σε άνδρες που φονεύουν μεγάλες ποσότητες ρακής (τσικουδιάς). Με διάφορα είδη μεζέδων φυσικά, κατά προτίμηση χοχλιούς μπουμπουριστούς.

- Ρε εσείς, εκεί στα χωριά σας στην Σητεία στην Κρήτης είσαστε μεγάλοι ρακοφονιάδες.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο χαζός, το βόδι, αυτός που περπατάει και παραπαίει, ο τεραστίων διαστάσεων χαζός άνδρας.

Τι βουβούτσος ρε παιδί μου, αυτός ο Γιάννης, δεν ξέρει τι του γίνεται.

Δες επίσης και βους, βόιδαγλας και παιδοβούβαλος

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το σαλιγκάρι στην κρητική διάλεκτο.

Παράγεται από την αρχαία λέξη κοχλίας που σημαίνει βίδα.

Χοχλιδολόγος είναι αυτός που μαζεύει χοχλιούς.

Πάμε να φάμε χοχλιούς μπουμπουριστούς.

(δηλαδή, σαλιγκάρια τηγανισμένα ανάποδα).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το μέρος που μπορούμε να κάνουμε εύκολη αναστροφή με το αυτοκίνητο μας. Την άκουσα τη λέξη στην Σητεία στην Κρήτη.

Πάμε να βρούμε μιαν αυγαλεσά να στρίψουμε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο πετρόχτιστος τοίχος που συναντάμε στα χωράφια. Κρητική διάλεκτος.

Είδα την και λιγώθηκα κι ακούμπησα στον τράφο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Ουσιαστικό. Το σπάσιμο των όρχεων.
Παράγωγο: Σπασαρχίδας.

-Μας μίλαγε δύο ώρες, τι σπασαρχιδισμός!
-Ναι ρε γαμωτο μου, μεγάλος σπασαρχίδας!

Βλ. και σπασαρχίδης

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είμαι μέσα στην ξηρή ηδονή. Ξηρασία ρε παιδάκι μου, πώς το λένε.

- Τι κάνεις ρε Γιώργο , κάνα γκομενάκι ρε φίλε:
- Άστα να πάνε , κάθε βράδυ ξεροκαβλώνω γαμώ τ' αυτιά μου τα πέτσινα. Τίποτα, ξηρασία αδερφέ μου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία