Η πρέζα, ηρωίνη. Προκύπτει μάλλον από το:

πρέ-ζα -> ζα -> ζα-μπόν

Έφερε καλό ζαμπόν και γίναμε καλά...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

John Fistikis, Τζον Φυστίκης

Ένας οποιοσδήποτε Ελληνοαμερικανός. Φοράει μεγάλο καουμπόικο καπέλο, μιλάει σπαστά «ελλήνικος» και έχει βγάλει πολλά «ντόλαρς» στο Αμέρικα.

Τζων Φιστίκης: «Εμείς στο Αμέρικα έχομε πιο μεγκάλο κάρο από Ελλάντα. Πολύ μεγκάλο κάρο, πολύ μεγκάλο, χο χο...»

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χρησιμοποιείται στον online γραπτό λόγο και σημαίνει Gia To Boutso, ή Για Το Μπούτσο. Χαρακτηρίζει άτομο ή αντικείμενο μικρής έως μηδενικής αξίας (όχι μόνο χρηματικής), υποδεέστερο άλλου.

- katebasa na paikso to doom 3
- pfff gtb

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

γαμιστρώνας, γαμηστρώνας

Το μπουρδέλο, ή ακόμα και ανεπίσημο μέρος όπου ο κόσμος τείνει να αγαπιέται.

- Ρε φίλε, γιατί βγαίνουν συνέχεια ζευγαράκια από κείνο το ξενοδοχείο;
- Είναι γνωστός γαμιστρώνας, δεν τό 'ξερες;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κρύος, χτυπητός καφές, το εθνικό ρόφημα του Ελληναρά. Φράπα, φραπεδούμπα, φραπόγαλο, φραπές.

- Πήγαμε στην καφετέρια κι αράξαμε 6-7 ώρες...
- Καλά, και τι κάνατε τόσες ώρες σε μια καφετέρια;
- Ε, πίναμε φραπεδιόλες και λέγαμε μαλακίες...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Διάλεκτος που ομιλείται αυστηρά και μόνο από cool άτομα. Περιλαμβάνει εξελληνισμένες ξένες λέξεις, ε(κ)ξενισμένες ελληνικές κι άλλα τέτοια γλωσσικά μπασταρδέματα.

Ωσεκτουτού, ο όρος coolέζικα μπορεί εύλογα να θεωρηθεί recursive.

- Με άρχισε σε κάτι «τσιλ» και «σταφ» και «τσεκερά» και κάτι τέτοιες coolέζικες αηδίες και τον έστειλα από 'κει που 'ρθε, τον σάχλα!

Σχετικά: αού, κουλ, κουλαριστά, κούλαρε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση που εδραιώθηκε μετά την παρωδία / ντουμπλάρισμα και τη διάδοση μέσω internet διαφήμισης απορρυπαντικού, circa 2006/7.

Εκδηλώνει συμφωνία, επιβεβαίωση, συνήθως μετά απογοήτευσης. Προφέρεται πάντα με μπάσα φωνή.

-Πάει, χάλασε κι αυτό το πληκτρολόγιο...
-Ναι το γαμημένο!

Το βίντεο πού \'χε ανεβάσει ο νταής. (από vikar, 29/09/10)

Δες και γαμημένος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο πρεζάκιας, το πρεζόνι, ο ναρκομανής τέλος πάντων. Προκύπτει από την πρέζα, την ηρωίνη.

Βλ. και ζέο, ζάκι.

- Και του 'δωσες λεφτά;
- Ε, του 'δωσα. Δεν είδες πώς ήταν ο πρέζονας...;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χώρος ή κατάσταση που επικρατούν με διαφορά οι άρρενες. Που οι γυναίκες είναι μετρημένες στα δάχτυλα, αν υπάρχουν. Παράφραση του πιτσαρία.

Πού μας έφερες μωρέ μέσα στην πουτσαρία;! Εδώ ήταν που θα βρίσκαμε γυναίκα; Μαλάκα!

με 1 ψηφο, δώρο 3 π... τσες (από GATZMAN, 11/06/12)

Δες ακόμη: αρχιδόκαμπος, πουτσοσπορά, πουτσοχώραφο, τσατσάρα. Αντώνυμο: μουνοθύελλα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Προτείνω μέρος του σώματος ώστε να τονίζεται, συνήθως κατά τρόπο σφαιρικό, ή σφαιροειδή. Συνηθίζεται, οι περήφανοι κοιλαράδες να τουρλώνουν την κοιλιά τους, και οι γκόμενες τα οπίσθιά τους.

Κοίτα-κοίτα πως τον τουρλώνει! Φιρί φιρί το πάει να τον φάει...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία