Προκύπτει από τη λαϊκή ρήση: «Αν δε μπαζώσεις δε χτίζεις», αναφερόμενη στην διαδικασία αυτή, όπου ο χτίζων-αρσενικό ρίχνει τα στάνταρτ του στις επιλογές τος απέναντι στο γυναικείο φύλο, δηλαδή βάζει μόνο χείριστης ποιότητας νιαμού.

Η έκφραση αποδίδεται στη προκειμένη περίπτωση όπου, όπως συνεπάγεται μετά το μπάζωμα μιας οικοδομής, ο χτίζων ανεβάζει όροφο, έτσι και ο άντρας-ντόπερμαν βελτιώνει τη ποιότητα του γυναικείου θηράματος.

- Τι θα γίνει ρε Αλέξη μία με τη Μαρία το μπάζο μια με τη Κατερίνα το σλοθ σε βλέπω να παίζεις, δε βαρέθηκες με τα τρίμπαζα πια;
- Το ξέρω ρε, τι να κάνω, αυτές έχω τώρα για ανακύκλωση.
- Ε άντε ρε μαλάκα, τόσα χρόνια και δεν έχεις ανεβάσει όροφο, όλο στα μπάζα μένεις...
- Τώρα σε ένα μήνα ανεβάζω όροφο, κατεβαίνει ένα νιμού από Αγγλία που γνώρισα στο chat..

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αλλάζω επίπεδο, γίνομαι καλύτερος.
Χρησιμοποιείται για οποιαδήποτε φάση που παρατηρείται βελτίωση-πρόοδος.

  1. — Έλα το βράδυ ρε να σε παίξω ένα pro.
    — Αφού όλο χάνεις!
    Μεγάλε, προπονήθηκα από τότε. Έχω ανέβει τσάκρα.

  2. — Πώς έγινε έτσι το Κατερινάκι ρε παιδιά!
    Ανέβηκε τσάκρα, άσ' τα.
    — Και τώρα μας το παίζει κυρία, κατάλαβα...

τσακρα! (από MXΣ, 29/04/10)

Σχετικά: περνάω σε άλλη σφαίρα, λεβελιάζω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση σεξουαλικού περιεχομένου. Αναφέρεται σε κάποιον που έστω και θεωρητικά γνωρίζει τους τρόπους με τους οποίους θα πρέπει να εκτελεστεί η συνουσία, έτσι ώστε να αποδώσει τα μέγιστα ικανοποιώντας την εκάστοτε θηλυκή παρτενέρ!

Μέσα στο club:
- Τι έγινε ρε, πού εξαφανίστηκε ο Αλέξης με την άλλη πάλι;
- Άσ΄τα ρε, έφυγε πριν λίγο και μου είπε ότι πάει σπίτι να βάλει αργά και δυνατά!
- Κατάλαβα! θα το καψουρέψει πάλι το μωράκι του..

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνουσιάζομαι έτσι και έτσι, χωρίς ιδιαίτερη όρεξη.

Χρησιμοποιείται όταν ο μπήχτης βάζει από υποχρέωση, απλά και μόνο επειδή του ζητείται από την δικιά του, χωρίς ο ίδιος να γουστάρει εκείνη τη χρονική στιγμή.

Ο βάζων ντεμί συνήθως δεν ολοκληρώνει τη συνουσία, αφήνοντας το μωρό του ντεμί-ικανοποιημένη.

- Πώς πάει ρε, διαβάζεις καθόλου για τις εξετάσεις;
- Ε προσπαθώ, αλλά έχω και τη δικιά μου που θέλει όλο κόλπα και δεν προλαβαίνω, τι να κάνω δεν ξέρω, άσ' τα.
- Θα σου πω εγώ ρε. Βάλε ντεμί και διάβασε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο παλιός στο κουρμπέτι, αυτός που έχει φάει τη πιάτσα με το κουτάλι.

Διακρίνεται για την ανήσυχη φύση του που συχνά τον οδηγεί σε περιπέτειες αλλά λόγω της πολύχρονης εμπειρίας του στη νύχτα ελίσσεται και καταφέρνει πάντα να τη βγάζει λάδι.

Ο Βετεράνος χρειάζεται πάντα εναν παρτενέρ, πλάτη για τα καμώματά του.

— Καλά ο Τέο ξέφυγε χθές πάλι, το έμαθες;
— Τι έκανε πάλι;
— Βγήκαμε σε ένα μπαρ και ήπιε μια κάβα, μετά πλακώθηκε με κάτι τύπους για μια γκόμενα, μετά ήθελε να πάμε σε στριπτιτζάδικο γιατί ήθελε χορό λέει, πήγαμε και εκεί, και γυρίσαμε τελικά 11 η ώρα το πρωί σα τα κουρέλια.
— Βετεράνος...

(από Khan, 16/05/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γίνομαι ξεφτίλα, γίνομαι ρόμπα.

Πηγάζει από το λεγόμενο χου-νέρι, δηλαδή τη δυσμενή κατάσταση στην οποία υποκύπτει κάποιος.

- Άσ' τα ρε τι έπαθα. Αγόρασα ένα παγωτό και μου έπεσε όλο πάνω μου, μπροστά σε όλους!
- Έγινες χου δηλαδή ε;...
- Ναι ρε, έτρεχα να κρυφτώ!

Τhe Who (από allivegp, 03/05/10)(από HODJAS, 03/05/10)

Βλέπε και χου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός που καταφέρνει να ρίξει τη γκόμενα, να τη φιλήσει, να κάνει χαμούρεμα.

Ο γλείφων κοκαλάκι είναι το κλασικό αρσενικό ντόπερμαν, ο άντρας κυνηγός, που δεν ξεμένει ποτέ από το αγαπημένο του παιχνίδι (κοκαλάκι - γυναίκα).

  1. -Χθες βγήκα με το Μαράκι ρε.
    -Έλα, ωραίος, έγλυψες κοκαλάκι καθόλου;
    -Ναι κάτι έκανα, σιγά μη την άφηνα.

  2. -Ρε παιδιά τι θα γίνει με τη ντίβα το Στελλάκι, δεν πλησιάζει να χωθεί κανείς τελικά;
    -Μπα μη το λες ρε, έχει γλείψει κοκαλάκι ο Μανώλης,
    -Ε ναι αυτός είναι ντόπερμαν περιοπής ρε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χαρακτηρισμός που αποδίδεται σε άτομο το όποιο αδυνατεί να εκφραστεί ή να κρατήσει τον ειρμό του σε μια απλή συνομιλία, με αποτέλεσμα να δυσανασχετούν οι συνομιλητές του.

Γκαρσόνι σε ταβέρνα.

- Γεια σας πατριώτες, τι θα πάρετε;
- Φερτέ τα αναψυκτικά πρώτα.
- Τι είναι αυτά;
- Πε συ, αυτός δε ξέρει ελληνικά ρε πως θα συνεννοηθούμε;
- Τι ελληνικά ρε, αυτός δε ξέρει σκέψη…

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πρωτοακούστηκε από τον βιαστή της ελληνικής γλώσσας, αλλά και ταυτόχρονα τον πρωτοπόρο της σλανγκικής κουλτούρας (Τάκη Τσουκαλά).

Εικάζεται ότι είναι ένας φανταστικός χώρος, στον οποίο θα θέλαμε να στείλουμε - διώξουμε ενοχλητικά άτομα ή άτομα που δεν θα θέλαμε να δούμε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή.

Μια μορφή λοιπόν απομόνωσης - τιμωρίας για τα άτομα που δεν κάνουμε κέφι.

  1. - Ρε με έχει πάρει η Κατερίνα εκατό τηλέφωνα και δεν έχω απαντήσει, δε γουστάρω.
    - Ε σήκωσέ το ρε και πες της να πάει στο δωματιάκι.

  2. Σε παρέα:
    - Ρε Νίκο δε παίζουμε κανα τάβλι; Βαρέθηκα!
    - Οκ μέσα.
    - Και ‘μεις οι κοπέλες;
    - Δωματιάκι...

  3. Και το αυθεντικό:
    - Αυτό, το απαιτώ!
    - ΑΝΤΕ ΓΕΙΑ! Εγώ δεν απαιτώ. Πήγαινε στο δωματιάκι να απαιτήσεις...

Η εγκυρότητα του ορισμού αμφισβητείται στα σχόλια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η παλιά στο κουρμπέτι, η γυναίκα της πιάτσας, η πεπειραμένη.

Συνήθως είναι μεγάλης ηλικίας, σε αρκετές περιπτώσεις χωρισμένη ή και με παιδί, αλλά παρ΄όλα αυτά διατηρεί τη γοητεία της έμπειρης γυναίκας.

Επιλέγει συνήθως τεκνά για τις ερωτικές της περιπτύξεις.

- Μάγκες προχθές χτύπησα ένα πουρό που με χαλβάδιαζε 40 χρονών!
- Έλα ρε! Φόρτωσες δηλαδή;
- Ναι ρε σου λέω, μου 'κανε ένα κρεβάτι άλλο πράγμα! Τρελάθηκα. Η μέγαιρα του sex!

Η μυθική άρπυια, με σώμα πτηνού και κεφάλι γυναίκας. (από allivegp, 01/05/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία