Φασαρία, διαπληκτισμός. Αντίστοιχο του κυπριακού μπασαμά.

Έγινε μεγάλη αντράλα χτες στο μπαρ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο βλάκας. Αυτός που δεν του κόβει. Χρησιμοποιείται όταν δε θέλουμε να καταφύγουμε σε χυδαίες εκφράσεις εναντίον κάποιου.

Τι λέει ο αστραπόγιαννος;

Αστραπόγιαννος (από GATZMAN, 02/06/10)

Χαρακτηρισμοί με κύριο όνομα για συνθετικό: αστραπόγιαννος, βιαστικοθοδώρα, βουβαντώνης, γερολάζαρος, γυναικοθόδωρος, λωλοστεφανής, μαλακαντρέας, μαλακαντώνης, μουγγοθόδωρος, ντελημπάσχος, ντελήσαββας, παστρικοθοδώρα, στραβόγιαννος, τρελαντώνης, τρεμολάζαρος, τρομπογιώργης, τρυπαντωνάκης, ψευτοθόδωρος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το άτομο εκείνο που λόγω σωματοδομής, χαρακτηριστικών προσώπου, ντυσίματος και εν γένει απολίτιστης συμπεριφοράς, θυμίζει πρωτόγονο.

- Κοίτα ρε μαλάκα ένα αυστραλοπίθηκα που πάει να την πέσει στην Τζενούλα...ωρέ έχει να πέσει πολλή χυλόπιτα!

(από Vrastaman, 05/06/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πολύ μικρό και ακατάστατο μέρος, κακής κατασκευής συνήθως.

Σιγά το σπίτι που μας μοστράριζε για βίλα ο Τάδε. Μια γαϊδουροκυλίστρα ήταν και τίποτα παραπάνω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πολύ γριά.

Παλιά παιδική έκφραση συνοδευόμενη ενίοτε από το «γριά».

Ουστ από δω μωρή γριά γκρανκάσα που θα μου πεις να μην παίζω μπάλα το μεσημέρι!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χρησιμοποιείται για να περιγράψει άτομο που έχει αρρωστήσει και ακόμα δεν έχει αναρρώσει. Δεν ξέρω ακριβώς τι σημαίνει.

Γράφεται και γλυμπάτσα.

Άκου την πώς βήχει τη γρια γλιμπάτσα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πιο σωστά «γυρνάω τα ξεροτύρια». Είναι η δουλειά που απαιτείται για κάποια είδη τυριού που πρέπει πρώτα να στεγνώσουν πριν μπουν στην παραγωγή.

Χρησιμοποιείται ειρωνικά όταν απευθυνόμαστε σε κάποιον που ξέρουμε ότι κωλοβαράει. Βασικά μου το λέει η μάνα μου όταν γυρνάω από καμιά καφετέρια.

Επ, τι έγινε πού χάθηκες, γυρνάς τα ξεροτύρια;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παλιά έκφραση αρχών δεκαετίας του 1990, σύγχρονη του «γάματα με μεγάλα (ή κεφαλαία) γράμματα». Σημαίνει: μη μας ζαλίζεις, παράτα μας, δε με νοιάζει, και τα τοιαύτα.

Το ασυνάρτητο της έκφρασης υποδηλώνει και πόσο αδιάφορο για αυτόν που το ακούει, είναι αυτό που λέγεται. Πλέον δε χρησιμοποιείται από κανέναν.

- Δε μπορώ να θυμηθώ κάτι, αν και την είχα χρησιμοποιήσει παλιά. Sorry...
- Δε γαμείς ψηλά καπέλα με παπούτσια ελβιέλα;;;

Βλ. επίσης δεν γαμείς ψηλά καπέλα και ελβιέλα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παρακμιακή έκφραση που υποδηλώνει γκόμενα άγρια, μηχανή στο κρεββάτι, με απόδοση δίχρονης μηχανής.

Πω ρε μάγκα, το είδες το δίχρονο;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Προέρχεται από τους στίχους ενός παμπάλαιου τραγουδιού που έρχεται από τα βάθη του χρόνου και της ιστορίας, μπορεί να είναι και του Αττίκ ή ακόμα πιο παλιό, χεχε. Εκφέρεται τραγουδιστά σε κοροϊδευτικό τόνο, βεβαίως βεβαίως.

Συνώνυμο: παπούας. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει τον επονομαζόμενο παπούα, ή αλλιώς και γέρο του μωριά.

- Κοίτα ρε τι φοράει ρε αυτός ο παπούας, το παντελόνι έχει αρχίσει να τον στενεύει στις μασχάλες.
- Ετίναξε την ανθισμένη αμυγδαλιά....

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία