μπεγεντώ, μπεγεντίζω

Μου αρέσει, γουστάρω, συμπαθώ στη ντοπιολαλιά της Κύθνου αλλά και άλλων περιοχών, όπως η Κρήτη (εδώ).

Ετυμολογία απο το τουρκικό beğenmek, με την ίδια έννοια (εδώ). Από την ίδια λέξη προέρχεται και το γευστικότατο χιουνκιάρ μπεγεντί (hünkâr beğendi). Για την ιστορία και τη συνταγή του δείτε εδώ.

Γιατί 'σουνα λεβέντισα, για δαύτο σε μπεγέντισα.

Τσάκισμα (ρεφραίν) από το "Χειμαριώτικο" σκοπό που τραγουδιέται και χορεύεται (όπως κι άλλοι στεριανοί σκοποί) ακόμα στην Κύθνο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σχετικά μικρό ταγάρι για την πλάτη (κάτι σαν το σημερινό back-pack) που χρησιμοποιούσαν οι αγρότες της Κύθνου για να μεταφέρουν το κολατσιό τους ή άλλα μικροπράγματα. Φτιάχνονταν από υφαντό πανί μάλλινο ή βαμβακερό.

Καρβατζίκα

Η καρβατζίκα ήταν ένα σακούλι που σούρωνε στο πάνω μέρος μ' ένα κορδόνι φτιαγμένο από δύο νήματα που τα έστριβαν μαζί (κόκκινο και μαύρο ή μπλε και άσπρο ή πορτοκαλί με άσπρο κλπ.). Τις άκρες του κορδονιού τις στερέωναν στις κάτω άκρες του σακουλιού. Περνώντας τα χέρια ανάμεσα από τα κορδόνια, την κρέμαγαν στην πλάτη όπως τα σημερινά σακίδια.

Από το ημερολόγιο του Συνδέσμου Δρυοπιδέων Κύθνου του 2010. Επιμέλεια Στάμη Τσικοπούλου-Μαρτίνου.

Πιθανή ετυμολογία από το Τουρκικό karva που σημαίνει καμήλα δρομάς (από εδώ κι εδώ). Προφανώς επειδή θυμίζει την καμπούρα στην πλάτη της καμήλας. Καρβατζίκες στη φτερωτή του μύλου του Φρ. Τζιωτάκη

Από το ημερολόγιο του Συνδέσμου Δρυοπιδέων Κύθνου του 2010. Επιμέλεια Στάμη Τσικοπούλου-Μαρτίνου. Φωτογραφία Γιώργος Αναλυτής.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κάπασος λέγεται στην ντοπιολαλιά της Κύθνου η καπνοδόχος που έφτιαχναν από ένα κιούπι ή άλλο αναλόγου σχήματος κεραμικό σκεύος (συνήθως σπασμένο ή ελαττωματικό, μιας και τίποτα δεν πήγαινε χαμένο τις παλιές εποχές). Η λέξη ήταν σε χρήση και σε άλλα νησιά των Κυκλάδων:

Στις Κυκλάδες (Άνδρος, Τήνος, Μύκονος κ.λπ.) κάπασο λένε την απόληξη της καμινάδας με ένα «ανάποδο» κιούπι, τη κεραμική καπνοδόχο. (από εδώ).

Κάπασος (από εδώ)

Συνώνυμα: Φλάρος, καμινάδα.

Αδελφάκια του φλάρου είναι και ο Κάπασος και η Καμινάδα! (από εδώ)

Μιά μικρή τραπεζαρία βρισκόνταν κοντά στην κουζίνα με τζάκι και τον "κάπασο" πάνω από τη στέγη (από εδώ)

Στην Κύθνο τη χρησιμοποιούσαν και μεταφορικά για πολύ ψηλούς ανθρώπους.

Για δες μπόι! Μωρέ μπράβο κάπασος!

Η ετυμολογία μου είναι άγνωστη. Πάσα συνεισφορά ευπρόσδεκτη.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τα σύκα στη ντοπιολαλιά, και στην (πάλαι ποτέ) αγροτική οικονομία της Κύθνου

Το πόσο σημαντικό είναι κάτι για τη ζωή των ανθρώπων μιας περιοχής φαίνεται από το πόσες διαφορετικές λέξεις υπάρχουν για να το περιγράψουν. (Έχω ακούσει ότι υπάρχουν δεκάδες λέξεις για τον πάγο στη γλώσσα των Ινουίτ ή Εσκιμώων, όπως τους έλεγαν παλιότερα. Μου φαίνεται λογικό χωρίς να μπορώ να το επιβεβαιώσω.)

Η συκιά (ficus carica) καλλιεργείται στην Ελλάδα από τα προϊστορικά χρόνια. Συγκεκριμένα στον προϊστορικό οικισμό Πολιόχνη, στο νησί της Λήμνου, έχουν βρεθεί απανθρακωμένα σύκα. Η καλλιέργεια της συκιάς ήταν εξαιρετικά διαδεδομένη στην νεότερη Ελλάδα, έπαιζε σημαντικό ρόλο στην διατροφή του πληθυσμού και αποτελούσε βασικό εξαγώγιμο προϊόν. Πριν τον Β' ΠΠ αντιπροσώπευε το 20% της αξίας των εξαγόμενων αγροτικών προϊόντων. (Από εδώ.)

Στην Κύθνο τα σύκα αποτελούσαν βασικό στοιχείο της διατροφής ανθρώπων και ζώων καθώς και ένα από τα εξαγώγιμα προϊόντα του νησιού (μαζί με το κριθάρι, τα αμνοερίφια, το τυρί, τα σταφύλια και το μέλι) μέχρι και τη δεκαετία του '60.

Τα σύκα τα κατανάλωναν (ή τα εξήγαν) νωπά κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, ή αποξηραμένα τον υπόλοιπο χρόνο.

Η συκιά είναι δέντρο που ευδοκιμεί στο ξηρό και άνυδρο κλίμα της Κύθνου και δεν απαιτεί ιδιαίτερη φροντίδα για την ανάπτυξη του δέντρου (πολλές είναι και αυτοφυείς). Ιδιαίτερη φροντίδα απαιτείται για να καρπίσει το δέντρο, επειδή η θηλυκή συκιά είναι δέντρο δίοικο, διότι έχει μόνο θηλυκά άνθη τα οποία για να γονιμοποιηθούν απαιτείται μεταφορά γύρης απο τα αρσενικά άνθη της αρρενοσυκιάς.

Ορνός

Για τη γονιμοποίηση της συκιάς πρέπει να τοποθετηθούν σε διάφορα σημεία της συκιάς οι ορνοί, τα εαρινά σύκα της αρσενικής συκιάς. Από τα σύκα αυτά φεύγουν κάποια ειδικά έντομα (Blastophaga grossorum) τα οποία γονιμοποιούν τα άνθη της συκιάς.

Τον ορνό τον βάζουμε πρωί-πρωί γιατί άμα ζεστάνει η μέρα "ξεπουλιάζει", δηλαδή φεύγουνε τα έντομα πού'ναι μέσα και κάνουνε τη γονιμοποίηση του σύκου. (Από αφήγηση του θείου μου του Λευτέρη που μού'δωσε τις σχετικές πληροφορίες). Η τοποθέτηση των ορνών ή όρνιασμα στην ντοπιολαλιά γινόταν στο πρώτο δεκαπενθήμερο του Ιούνη και συνήθως είχαν τελειώσει με τ' όρνιασμα (είχαν απορνιαστεί ή 'πορνιαστεί κατά τη ντοπιολαλιά) μέχρι τη γιορτή του Άϊ-Γιάννη στις 24 του μήνα. Γι' αυτό αυτή η γιορτή, που αλλού τη λένε του Κλήδονα, στη Κύθνο τη λένε τ' Αί-Γιάννη του 'Πορνιαστή.

Λίθι

Τα σύκα μόλις πρωτοδέσουνε είναι ίσαμε ένα αμύγδαλο. Αυτά τα λένε λίθια.

Πρηστό

Μόλις μεγαλώσει και γυαλίσει το σύκο, χωρίς όμως νά'ναι έτοιμο να το φάμε, το λέμε πρηστό.

Φουσκομαΐδα

Τα σύκα τα κόβουμε μόλις γίνουνε. Αν τ'αφήσουμε λίγο παραπάνω ανοίγουνε στο πίσω μέρος. Αυτά τα λένε φουσκομαΐδες.

Η λέξη φουσκομαΐδα χρησιμοποιείται μεταφορικά και για το αιδοίο.

Κουνάλι

Όταν παραγίνουν τα σύκα και αρχίζουν να πέφτουν από τις συκιές λέγονται κουνάλια.

Τα κουνάλια ήταν μια από τις βασικές ζωοτροφές ιδιαίτερα για τους χοίρους.

Τελειώνοντας παραθέτω δυό σχετικά γνωμικά που λέγονται ακόμα από τους παλιούς με σκωπτική διάθεση:

Την ευκή μου και μιά ζίκα και μια συκιά να τρως τα σύκα!

*ζίκα: η κατσίκα

Από μικρός φαινούσουνα πως αγαπάς τα σύκα

θα σου φυτέψω μια συκιά στου κώλου σου τη τρύπα.

.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το ψάρεμα σκάρων με ψαροντούφεκο.

Τα τελευταία χρόνια (πιθανότατα εξ αιτίας της ανόδου της θερμοκρασίας της θάλασσας) έχει αυξηθεί εντυπωσιακά ο αριθμός κάποιων ψαριών, όπως οι σκάροι, που προτιμούν πιό ζεστά νερά. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την σημαντική μείωση της διαθεσιμότητας άλλων ψαριών, όπως ροφοί, στήρες, σαργοί, σηκιοί, ακόμα και χειλούδες (η χαρά του ατζαμή ψαροντουφεκά τις παλιές, καλές εποχές) καταλήγει σε ψαριές αποτελούμενες,σχεδόν αποκλειστικά, από σκάρους.

Αυτόν τον όρο τον πρωτοχρησιμοποίησα πριν από λίγα χρόνια

-Μήτσο πας για ψαροντούφεκο;

-Όχι, για σκαροντούφεκο πάω.

και τώρα τον γνωρίζουν κάποιοι φίλοι μου στην Κύθνο. Δέν ξέρω αν τον σκέφτηκε και κάποιος άλλος, πράγμα όχι απίθανο.

Ο σκάρος sparisoma cretense, όπως φαίνεται κι από την λατινική του ονομασία ήταν από παλιά κάτοικος των θαλασσίων περιοχών της Κρήτης, κατά κύριο λόγο, αλλά και των νησιών του Νοτίου Αιγαίου. Στο Κεντρικό Αιγαίο εμφανίζονταν περιστασιακά, όταν οι συνθήκες (προφανώς η θερμοκρασία) ήταν ευνοϊκές. Στο Βόρειο Αιγαίο ήταν τελείως άγνωστος. Τώρα έχει διαδοθεί σέ ολόκληρο το Αιγαίο, ακόμα και σε περιοχές που παλιά ήταν άγνωστος.

Εμφανίζεται σε δύο χρώματα: Οι αρσενικοί έχουν γκρίζο χρώμα, είναι μεγαλύτεροι σε μέγεθος, υπερκινητικοί, με επιθετική συμπεριφορά απέναντι σε άλλους αρσενικούς, που μπαίνουν στην εδαφική τους επικράτεια.

σκάρος γκρίζος (αρσενικός)

Οι θηλυκοί είναι μικρότεροι σε μέγεθος, έχουν λαμπερό κόκκινο χρώμα με φωτεινές χρυσοκίτρινες κηλίδες και πιό ήρεμη συμπεριφορά.

σκάρος κόκκινος (θηλυκός)

Πάντως όλοι έχουν τρυφερό, νόστιμο κρέας και είναι ιδανικοί για τη σχάρα!

Σ.Σ. Μόλις επέστρεψα από σύντομες αλιευτικές διακοπές (σκαροντούφεκο) στην Κύθνο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ναυτικό παράγγελμα για ανάστροφη κωπηλάτηση, ώστε να ανακοπεί η πορεία του σκάφους

σλανγκασίστ: Σχόλιο - απορία του Χαν στο λήμμα σία κι αράξαμε

Ετυμολογία

σία < βενετικά sia, προστακτική του siar (επιβραδύνω το σκάφος, κωπηλατώντας ανάστροφα) (πβ. ιταλικά scia, προστακτική του sciare)

από εδώ

Σία γερά και πέσαμε στα βράχια!

(Από τα πρώτα παραγγέλματα που μαθαίναμε, μόλις αρχίζαμε να τραβάμε κουπί, τότε που για να φάς ψάρι δεν έφτανε μόνο να βρέξεις κώλο, αλλά και να κάνεις μπράτσα).

Το σχετικό ρήμα είναι: σιάρω

Με το που σιάρισα έσπασ' ο σκαρμός και κόντεψα να τρακάρω στο μόλο! Ίσα που πρόλαβα κι αβαράρισα, αλλιώς θα την είχα σπάσει τη βάρκα.

Σχετικές εκφράσεις:

σία κι αράξαμε

σία-βόγα: Ναυτικό παράγγελμα για αντίστροφη κωπηλάτηση με το ένα κουπί, ενώ με το άλλο εξακολουθούμε να κωπηλατούμε κανονικά. Με τον τρόπο αυτό η βάρκα στρίβει επί τόπου (το "τετ-α-κε" της κωπηλασίας).

Ετυμολογία

βογάρω: κωπηλατώ | πλέω ολοταχώς | ενεργώ από το ιταλικό vogare

από εδώ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

βαρουfuckίζω, βαρουfuckάω, βαρουfuckώ

Νεολογισμός που εμφανίστηκε ως τίτλος: "ΤΟΥΣ ΒΑΡΟΥFUCKΗΣΕ" στο φύλλο της 1ης Μαρτίου 2015 της εφημερίδας "Το Χωνί".

Γίνεται λογοπαίγνιο με το όνομα του τότε υπουργού Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη και του γνωστού (σε όλους πλην Αυτιά) αγγλικού ρήματος fuck.

Η γηπεδικού ύφους έκφραση (του τύπου έτσι γαμάει η Αθήνα, ο Πειραιάς, η Θεσσαλονίκη κ.τ.τ.) περιγράφει με γλαφυρό τρόπο τον θρίαμβο που κατήγαγε ο εν λόγω υπουργός έναντι των βελανιδοφάγων. Τώρα, άν ο θρίαμβος εξελίχθη εν συνεχεία σε πανωλεθρίαμβο, είναι αλλουνού παπά ευαγγέλιο.

Χαρακτηριστική επίσης είναι και η ανάγνωση του όρου από τον (γλωσσομαθέστατον) γκουρού των συνταξιούχων Γιώργο Αυτιά:

τους βαρουφούσκησε

(Παράφραση παλιού ανεκδότου με τον Μπόμπο)

Στελέχη του Οικονομικού Επιτελείου της Κυβερνήσης, όταν ρωτήθηκαν από οικονομικούς συντάκτες, πότε θα ξαναβαρουfuckήσουμε τους βελανιδοφάγους, απάντησαν : "Μόλις ξεπονέσει ο πισινός μας".

Το λογοπαίγνιο κυκλοφορούσε ήδη απ' τις εκλογές του Γενάρη και δεν το δημιούργησε το Χωνί.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ληστοπειρατές στην ντοπιολαλιά της Κύθνου προπολεμικά. Τη λέξη την έχω ακούσει από τον παππού μου τον καπτα-Μήτσο και από άλλους παλιούς θαλασσινούς. Είναι πιθανό να την χρησιμοποιούσαν και σ'άλλα νησιά.

Το πρώτο μισό του περασμένου αιώνα, εξ αιτίας των συνεχών αλλαγών και ανακατατάξεων (Βαλκανικοί Πόλεμοι, Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, Μικρασιατική Καταστροφή, Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, Εμφύλιος), στο χώρο Αιγαίου επικρατούσε καθεστώς "ανομίας". Το πιο συνηθισμένο φαινόμενο ήταν το λαθρεμπόριο ειδών που είχαν υψηλή φορολογία ή εισαγωγικούς δασμούς (προϊόντα καπνού, σπίρτα, οινοπνευματώδη, αλλά και απλά αγροτικά προϊόντα, όπου υπήρχε έλλειψη, όπως το αλεύρι στη Λήμνο κατά τη διάρκεια των συμμαχικών επιχειρήσεων στα Δαρδανέλια). Το λαθρεμπόριο αυτό το έκαναν οι περίφημοι κοντραμπατζήδες.

Παράλληλα αναπτύχθηκε και ένα άλλο είδος παράνομης συμπεριφοράς, πιο βίαιο και ληστρικό και δίχως "κώδικες τιμής": η ληστοπειρατεία. Οι ληστοπειρατές αυτοί (ληστοπεράτες κατά την ντοπιολαλιά) προέρχονταν από τα πιό φτωχά και εξαθλιωμένα στρώματα και των δυό πλευρών του Αιγαίου (χριστιανικά και μουσουλμανικά). Δεν δίσταζαν να σκοτώσουν, χωρίς να κάνουν διάκριση σε θρησκεία ή εθνικότητα, για ευτελή λεία πολλές φορές. Οι κοντραμπατζήδες τους αντιμετώπιζαν με περιφρόνηση και συχνά συγκρούονταν μαζί τους.

Μακριά από δαύτους! Ολάκερο το σόι ληστοπεράτες. Έχουνε σφάξει κόσμο και ντουνιά. Τζατζάδες!

Τζατζάδες: Ληστές. Ο χαρακτηρισμός αυτός προέρχεται από το διαβόητο λήσταρχο Μήτρο Τζατζά, που έδρασε στη Θεσσαλία, στην Ήπειρο και στην Μακεδονία την περίοδο του Μεσοπολέμου. Ήταν ιδιαίτερα γνωστός για την απαγωγή του γερουσιαστή Σωτηρίου Χατζηγάκη το 1929 στη Θεσσαλία. Η φήμη του είχε φτάσει ακόμα και στα απομονωμένα νησιά της άγονης γραμμής και τ' όνομά του είχε γίνει συνώνυμο του "κακούργος".

Δεν πρέπει να συγχέεται με τους Γιαγάδες ή Γιαγάδες όπως έγιναν γνωστοί την ίδια εποχή περίπου.

" Πρωταγωνιστές στη σαμιακή επανάσταση του 1912 εναντίον των Τούρκων που οδήγησε στην απελευθέρωση του νησιού και στην ένωσή του με την Ελλάδα, τ' αδέλφια Γιαγά από τον Μαραθόκαμπο ήρθαν αργότερα σε σύγκρουση με τον πρωθυπουργό Θεμιστοκλή Σοφούλη και την τοπική διοίκηση, σύγκρουση που οδήγησε σε φυλακίσεις, εκτελέσεις συγγενών τους, ώς και αυτονομιστικά κινήματα!

Παρ' όλο που οι αδελφοί Γιαγά επικηρύχθηκαν και καταδιώχθηκαν ως ληστές, ούτε ληστείες διέπραξαν ούτε απαγωγές για λύτρα, όπως συνηθιζόταν από τον τότε ληστρικό κόσμο. Ενεργούσαν «ως ηγέτες που συμμετέχουν στο παιχνίδι της εξουσίας», σημειώνει ο Ντίνος Κόγιας, έχοντας εξασφαλίσει «μια μορφή κοινωνικής νομιμοποίησης». Η ένοπλη δράση τους, που συντάραξε τη Σάμο μεταξύ 1914 και 1927 απασχολώντας επανειλημμένα τις αρχές και τον τύπο, παρέπεμπε σε μια μορφή «παραδοσιακής ανταρσίας απέναντι στην καταπίεση και τις παρεκτροπές της κεντρικής εξουσίας." Από εδώ.

Ο Κώστας Ρούκουνας (σαμιώτης γαρ) είχε γράψει τραγούδι και γι' αυτούς!

Οι Γιαγιάδες

Αλλά όπως φαίνεται το κίνημα είχε απήχηση και στην ηπειρωτική Ελλάδα. Εδώ ακούμε ένα "κλέφτικο" από την Τασία Βέρρα, που περιγράφει το θάνατο ενός από τους Γιαγιάδες από προδοσία του κουμπάρου του. Κι αυτό το τραγούδι είναι του Κώστα Ρούκουνα (στίχοι και μουσική).

Στης Σάμος τα ψηλά βουνά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο λαθρέμπορος. Ο όρος αναφέρονταν κυρίως σ' αυτούς που έκαναν λαθρεμπόριο δια θαλάσσης. Ο αντίστοιχος όρος για την ξηρά ήταν κατσιρματζής ή κατιρματζής. Η ακμή των κοντραμπατζήδων είναι από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι την Μικρασιατική Καταστροφή, αν και κάποιοι συνέχισαν και αργότερα σε περιορισμένη κλίμακα. Οι κοντραμπατζήδες είχαν δικό τους "κώδικα τιμής" (π.χ. έκαναν αγαθοεργίες, απέδιδαν δικαιοσύνη υποστηρίζοντας τους αδυνάτους) και είχαν γίνει ένα είδος λαϊκών ηρώων.

Ο κοντραμπατζής-κι αυτός λαθρέμπορος- ο μυτιληνιός κι αϊβαλιώτης, είναι η απόλυτη λεβεντιά, όπως την οραματίζεται ο αγνός μας λαός, παρουσιασμένη από έναν άνθρωπο. Λεβεντιά στο κορμί, λεβεντιά στο ψυχή, λεβεντιά στη καρδιά. Είχε βέβαια σκοπό το κέρδος. Μα μαζί μ' αυτό πιο πολύ τον ξεσήκωνε η ιδέα πως μεταφέροντας απ' το λεύτερο ελληνικό κράτος και πουλώντας κρυφά τα καπνά, το μπαρούτι και τα πολεμικά τουφέκια-τίποτα άλλο- έδειχνε τη σωματική του αξιοσύνη αλλά και την παλικαριά να αψηφά τους ζαπτιέδες και τους κολτζήδες. Από εδώ

Ο Ηλίας Βενέζης στην "Αιολική Γη"τους περιγράφει έτσι:

"Ήταν θεοπάλαβα, χαμένα κορμιά. Μέσα τους έκαιγε ένας δαίμονας, το πάθος για το αίμα και για τον κίνδυνο. ...ποτές κανένας κοντραμπατζής δε φύλαγε το χρυσάφι...Το σκορπούσαν σε γλέντια, το ξόδευαν σε γυναίκες, το μοίραζαν σε φτωχές νοικοκυρές."

Συνώνυμο: κοντραμπαντιέρης

Ετυμολογία (από Μιτζνούρ): κοντραμπάντο < ιταλ. contrabbando < ιταλ. contrabando από contra- αντι- και bando απαγόρευση. bando < υστερολατιν. bannum < φράγκικο ban = απαγόρευση, < υστερογερμανικο *bannan δηλώνω, διατάζω, απαγορεύω < πρωτογερμ. bannen αποκλείω, απαγορεύω, πιθ. πρωτογενής σημασία μιλάω δημόσια, < πρωτο-ιαφεθιτικό μορφημα *bha- μιλάω. Κι εξ αυτού, φημί και φήμη, από εδώ.

Χαρακτηριστικό επίσης είναι και το τραγούδι "Κοντραμπατζήδες" του Κώστα Ρούκουνα, αγαπημένο τραγούδι του παππού μου, του καπτα-Μήτσου, που έκανε αυτή τη δουλειά στα νιάτα του.

Κοντραμπατζήδες

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

"Με την επίσημη ονομασία κωνσταντινάτο, ή κοινώς κωσταντινάτο, φέρεται χρυσό νόμισμα βυζαντινό, ενετικό και κυπριακό, κατά τον Φ. Χάσλουκ, των οποίων ο τύπος μοιάζει με αγιογραφία των Αυτοκρατόρων Αγίου Κωνσταντίνου και Αγίας Ελένης που ανάμεσά τους φέρεται ο χριστιανικός σταυρός." Από εδώ.

Το κωσταντινάτο, εκτός από την (χρηματική) του αξία έχει και άλλες θαυματουργές ιδιότητες, σύμφωνα με διάφορες λαϊκές δοξασίες (περισσότερα εδώ).

Μεταφορικά αναφέρεται σε πρόσωπα που τους αποδίδεται μεγάλη αξία, όπως στο παράδειγμα που ακολουθεί από το παλιό παιδικό παιχνίδι "γκέο-βαγκέο".

Σας πήραμε, σας πήραμε φλωρί κωσταντινάτο!

Λολοπαικτικώς μπορεί να χαρακτηρίσει καταστάσεις "φλωριάς" ήτοι "γκαίυ-βαγκαίυ".

-Πολύ κουνιέται αυτός. Φλωρί κωσταντινάτο μου φαίνεται!

-Συμφωνώ και επαυξάνω. Είναι και βαρέλι δίχως πάτο!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία