Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Η κλασική ατάκα από τα πρεζάκια που γυρεύουν χρήματα για τη δόση τους. Από το 2000 ανέβηκε προς τα πάνω σε ένα Ευρώ, αλλά το κατοστάρικο έχει μείνει στο μυαλό μας.

- Φίλε έχεις μήπως ένα κατοστάρικο για τη δόση μου;
- Και πού ξέρω εγώ ότι δεν θα πάρεις τυρόπιτα;

(από Khan, 14/11/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο άνθρωπος που καπνίζει υπερβολικά πολύ.

Μου είπε ο γιατρός πως πρέπει να σταματήσω να καπνίζω σα φουγάρο και να ξεκινήσω γυμναστική αν θέλω να βελτιώσω τη φυσική μου κατάσταση.

Βλ. και Τούρκος, τσιμινιέρα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Καπνίζω.

Για πιο μάγκικα: φουμέρνω.

Φέρε κάνα γάρο να φουμάρουμε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παρασυνθηματική λέξη για το χασίς.

Συγκεκριμένα στην ακατέργαστη μορφή του, όπως κόβεται απ' το αντίστοιχο δενδρύλλιο.

-Μάγκες, υπάρχει καθόλου φούντα, να ψωνίσουμε; -Όχι, μόνο σοκολάτα υπάρχει. -Αυτή να την πιείτε εσείς.

Ζωνιανά live (από GATZMAN, 28/12/08)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο καφές φραπέ. Βλέπε και: φραπεδέλα, φραπεδιόλα, φραπόγαλο.

Γλωσσολογία του φραπέ

Η λέξη frappé είναι γαλλική και σημαίνει χτυπημένος ή ανακατεμένος. Ως ξένη λέξη κανονικά δεν κλίνεται (ο φραπέ). Όμως, σε αντίθεση με τις περισσότερες γαλλικές λέξεις που έχουμε δανειστεί και παραμένουν άκλιτες, στην ονομαστική μερικές φορές αποκτάει κατάληξη και κλίνεται (ο φραπές, του φραπέ, οι φραπέδες κλπ.), κυρίως στην καθομιλουμένη. Άλλωστε αυτό παραπέμπει και στην κλίση της λέξης «καφές». Ενίοτε στον προφορικό λόγο απαντά η μορφή «φραπεδιά» (π.χ.: «Πιάσε μια φραπεδιά») ή, σπανιότερα, «φραπεδούμπα» ή «φράπα».

(από ιστολόγιο)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κλασσική, πλέον, έκφραση. Συνήθως χρησιμοποιείται για υπερβολική χρήση ναργιλέ, που συχνά επιφέρει ευφορία, μαστούρα και παραισθήσεις, ή για παρατεταμένο τσιμπούκι.

Και στις δύο περιπτώσεις, πάντως, έχουμε χειρισμό κάποιου μακριού αντικειμένου με το στόμα.

  1. Έπαλέ, Έπαλε, να χαμε έναν ναργιλέ, φύσα ρούφα τράβα τόνε, να σε βλέπουμε Πελέ! (Σύνθημα οπαδών του Άρη για τον πρώην ποδοσφαιριστή της ομάδας Επαλέ)

  2. Χθες το βράδυ τα είδα όλα! Μια ώρα έπαιρνα πίπα στον Γιάννη και δεν έλεγε να τελειώσει! Φύσα ρούφα τράβα τόνε, ακόμα πονάει το χέρι μου...

προφ από το ρεφρέν του ρεμπέτικου «Δέκα χρόνια δικασμένος»:

Πέντε χρόνια δικασμένος μέσα στο γεντί κουλέ
από το πολύ σεκλέτι το 'ριξα στον αργιλέ

Φύσα ρούφα τράβα τονε πάτα τονε κι άναφτονε
φύλα τσίλιες για τους βλάχους κείνους τους δεσμοφυλάκους

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παίρνω (πολλά) χάπια. Μπορεί να αναφέρεται είτε σε ιατρικά χάπια, είτε σε ναρκωτικά.

  1. - Άσε, ο ξάδερφός μου είναι χάλια. Όχι μόνο του είπε ο γιατρός να κάτσει αυτές τις μέρες συνέχεια σπίτι, αλλά και να χαπακώνεται κιόλας κάθε μέρα.

  2. - Ρε συ ο Σωτήρης δεν έχει γίνει τελευταία πολύ παράξενος; Σαν να είναι τελείως στον κόσμο του ώρες ώρες...
    - Άσε Γιώργο, υποψιάζομαι ότι έχει μπλέξει με ναρκωτικά. Προχθές στο σπίτι του τον είδα να χαπακώνεται και φοβάμαι πως δεν ήταν κάποιο φάρμακο. Ντράπηκα όμως να τον ρωτήσω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Αυτός που επιθυμεί πολύ ναρκωτική κυρίως ουσία. Το βιομηχανικό τσιγάρο ή το προερχόμενο από άλλου είδους ζαρζαβατικά.

  2. Προέρχεται από το τούρκικο harman, που είναι η έλλειψη τσιγάρου, το χαρμάνιασμα.

  3. Ρήμα: χαρμανιάζω.

  1. «Χαρμάνης είμαι απ΄το πρωί πάω για να φουμάρω...» (το λέει και το song)

  2. Ρε συ πάμε για ένα τσιγάρο, χαρμάνιασα τόση ώρα.

Μαύρα Χαρμάνια (από panos1962, 06/11/09)Χαρμάνης (από panos1962, 06/11/09)Να τελειώνουμε παιδιά, χαρμάνιασα! (από panos1962, 07/11/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εκτός των γνωστών ερμηνειών, η λέξη έχει τις επιπλέον χρήσεις:

  1. Τεμάχιο δόσης ηρωίνης, λόγω περιτυλίγματος (βλ. «πίνω ένα χαρτί») αν και σήμερα συνήθως το «τζί» (=gram.) πουλιέται σε ασημόχαρτο, αλλά και αυτούσιο ποτισμένο χαρτί σε ψυχωσιομιμητικά φάρμακα (βλ. «έφαγα ένα χαρτί»=LSD, goof balls, βενζοδιαζεπίνες κλπ).

  2. Επίσημο έγγραφο (βλ. γραφειοκρατική απειλητική έκφραση «θα σε τυλίξω σε μια κόλλα χαρτί», δηλ. θα σε εμπλέξω στα γρανάζια της δημόσιας διοίκησης-δικαιοσύνης κι άντε μετά να αποδείξεις ότι δεν είσαι ελέφαντας, «έχω χαρτιά με βουλοκέρια», δηλ. είμαι νόμιμος τιτλούχος, «κάνε τα χαρτιά σου», δηλ. κάνε επίσημα μια αίτηση, καθώς και την εύστοχη κρητική παροιμία «τα ζώα τα δένουν με σχοινιά-τους ανθρώπους με χαρτιά» που δηλώνει την δεσμευτικότητα των νομικών εγγράφων).

  3. Τραπουλόχαρτο και μετωνυμικώς η χαρτοπαιξία. Προ αιώνος, η τράπουλα (ιταλ. Trappola = παγίδα, σήμερα carte da gioco / ναπολιτάνικα: piacentine) λέγονταν «χαρτάκια». Βλ. έκφραση «έχω καλό χαρτί», «δώσ' μου χαρτί», «θα παίξω το τελευταίο μου χαρτί» (δηλ. τελική κι αποφασιστική ενέργεια για την έκβαση ενός αγώνα) κ.α.

  4. Κωλόχαρτο. Συγκεκριμένα, όταν κάποιος παράτολμος (όχι τολμηρός) καθ’ έξιν κλανιάρης το παραξηλώσει, οι παριστάμενοι φωνάζουν: «Χαρτί! Δώστε του χαρτί!» (δηλαδή θα χεστείς!) Ανάλογη σημασία, έχει και η ιαχή αγανακτήσεως «σκίσου πούστη!» (= ξεκωλιάστηκες πια)...

  1. - Ψψψτ φιλαράκι! Θες γυναίκα;
    - Όχι!
    - Γουστάρεις να ποιείς κανα χαρτί; -Άσε με ήσυχο ρε φίλε...
    - Κοίτα ’δω, έχω ένα ρολόι χρυσό, ένα πενηντάρικο, το θες;
    - Μη μου γίνεσαι παλτό ρε φίλε! Ξεκουβάλα τ’ άκουσες;
    - Καλά ρε φίλε, πώς κάνεις έτσι; Το ψωμάκι μας πα’ να βγάλουμε...

  2. - Θα σου δείξε εγώ! Θα πάω σε δικηγόρο! Έχω χαρτιά εγώ!
    - Θα μου κλάσεις μια μάντρα λιμουζίνες...

  3. - Μπα-μπα; Τί βλέπω; Χαρτάκι-χαρτάκι; Το στρώσαμε βλέπω...
    - Ουστ από δω βρε κατσικοπόδαρε κι έχω φύλλο σήμερα!

  4. - Ωχ! Μεγάλε, μας την πέσανε... Πού είναι η τουαλέτα;
    - Από κει, αλλά νομίζω δεν έχει χαρτί.
    - Και τώρα;
    - Έχει κονφετί στο πάνω ντουλάπι, αν δε βαριέσαι...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όλος-χρόνος-κλασικό χίπικο σύνθημα. Θυμίζει και sex, drugs & rock n' roll, θυμίζει και Jean-Jacques Rousseau για τα καλά του φυσικού ανθρώπου. Το νόημα είναι η επιστροφή στις φυσικές αξίες, όπως το γαμήσι, μακριά από τις επιτηδεύσεις του καπιταλισμού και με λίγο χασισάκι για ακόμη μεγαλύτερο πασιφισμό. Σύγκρινε: Αφήστε τα μίση και πιάστε το γαμήσι.

«Χασίσι, γαμήσι κι επιστροφή στη φύση» το νέο σύνθημα ζωής του Πέρι απ' όταν πήγε να ζήσει στο Αμπιτζάν. Δεν συμβιβάζεται με τίποτα λιγότερο από την ζούγκλα, τον Πιερ, και τον Ουίλι τον μαύρο θερμαστή από το Τζιμπουτί.
(Σ.ς.: Μετά φταίω εγώ που τον κράζω σε κάθε παράδειγμα;).

Αααα, η φύση... (από Galadriel, 07/10/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε