Μπούρδα, βλακεία, απορία.

Γιατί δεν σκέφτεσαι πριν μιλήσεις ρε μαλάκα, μας τρέλανες στις αρχιδιές.

Βλ. και παπαρδέλες.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ανοησίες. Δηλαδή παπάρια, τρίχες, μπούρδες, μαλακίες κ.λπ.

Είναι ανεξερεύνητο το αν αναφέρεται στην Καλαβρία ή στα Καλάβρυτα.

- Το Pitsos-Cool γαμάει τo Bosch-Ice όποτε θες.
- Αρχίδια καλαβρέζικα. Και τι ξέρεις εσύ ρε μαλάκα από ψυγεία;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τα παπάρια.

- ... και έτσι όπως μου την έπεσαν και οι τρεις, σκάω μια μπουνιά στον έναν, μια κλοτσιά στη μάπα του αλλουνού και ο τρίτος έφυγε σφαίρα, ακόμα τρέχει.
- Άντε ρε!
- Εμ τι με πέρασες; Εγώ έχω κάκαλα.

Σμήναρχος Κάκαλος (δηλαδή Αρχίδης;) (από spapakons, 25/12/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ό,τι κρέμεται. Πιο συγκεκριμένα, ό,τι κρέμεται από πάνω μας και κουνιέται. Στην πράξη, κρεμαντζόλια είναι ένας περιληπτικός όρος για σκουλαρίκια, κολιέ, χαϊμαλιά, μπλιν-μπλινγκ καδένες και όποιο άλλο κόσμημα μήκους τέτοιου που να κουνιέται αβίαστα πέρα δώθε σε κάθε μετρίως απότομη κίνηση.

Κλασικά, τη λέξη χρησιμοποιούν οι θειόκες για να σχολιάσουν τις ενδυματολογικές υπερβολές της φιλενάδας του ανεψιού τους. Άγνωστο πώς το κάνουν, αλλά αυτή η μία λέξη όπως εκφέρεται από τις θειόκες μπορεί από μόνη της να μην αφήσει καμμία αμφιβολία ότι η λεγάμενη όχι μόνο πάσχει από γουστέλλειψη αλλά, βασικά, είναι και ξετσίπωτη - χαλαρά χαϊμαλιά, χαλαρά ήθη.

Τα κρεμαντζόλια μπορεί να αναφέρονται και στο συγκρότημα ψωλή-αρχίδια, για ευνόητους λόγους. Δικαίωμα να χρησιμοποιούν αυτόν τον χαρακτηρισμό έχουν όμως μόνον η μάνα, οι θειές και οι μεγάλες αδελφές -δηλαδή, γυναίκες που έχουν ξεσκατώσει τον τύπο στα εργαλεία του οποίου αναφέρονται όταν ήταν πιτσιρικάς. Η χρήση της λέξης κρεμαντζόλια από γκόμενα είναι απολύτως αντικουκουρούκου και οδηγεί αυτομάτως στην επίδειξη κόκκινης κάρτας.

  1. - Κούκλα η Μαρίτσα, κούκλα ... - Ναι καλέ, έβαλε τα κρεμαντζόλια κι ήρθε ... λατέρνα σκέτη πια ... και σάματις πού θα πηγαίναμε ... για κάνα κοψίδι στη Χασιά και πίσω ...
    - Εμ, Θεανώ μου, να τιμήσει το σόι η κοπέλα ... μη την παρεξηγείς ...

  2. - Αποστόλη, πήγαινε αμέσως να βγάλεις αυτό το σορτάκι ... σαν αλεξίπτωτο είναι ... θά 'ρθει η θεία η Θεανώ για καφέ με τη μαμά και θα σε δει με τα κρεμαντζόλια απ' όξω ...
    - Χαλάρωσε ρε αδερφή ... γιατί, κλεμμένα τά 'χουμε;

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συρφετός πραγμάτων. Πολλά και διάφορα αντικείμενα, σκόρπια εδώ κι εκεί, τα οποία ενοχλούν - δυσχεραίνουν την κίνηση και τις μετακινήσεις και γενικώς προκαλούν σύγχυση και τρικυμία εν κρανίω. Μπορεί να είναι μικρά ή μεγάλα. Η λέξη μπορεί να αναφέρεται σε είδη οικιακού εξοπλισμού ή, ακόμη καλύτερα, σε αποσκευές - βαλίτσες, βαλιτσάκια, τσάντες, τσαντούδια, κούτες, κουτάκια. Η χρήση της λέξης υπονοεί ότι τα περισσότερα από τα αντικείμενα τα οποία περιγράφει είναι άχρηστα. Απαντάται και ως περιληπτικό ουσιαστικό στον ενικό: το καλαμπαλίκι.

Με αυτή την σημασία, σχετικά λήμματα είναι τα: τσιμπράγκαλα, συμπράγκαλα, τσαμπασίρια, μπόρδοκλας, μπούμπιστρο

Καλαμπαλίκια, όπως λέει ο koumanos, εννοούνται ενίοτε και τ' αρχίδια - ή, ακριβέστερα, το όλο σύστημα εξαρτημάτων, της τσουτσούς συμπεριλαμβανομένης. Σχετική λέξη εδώ είναι τα κρεμαντζόλια.

Η προέλευση της λέξης είναι από το τούρκικο kalabalik=πλήθος, οχλαγωγία αλλά και συνονθύλευμα αντικειμένων.

  1. - Βρε αγόρι μου, δεν μπορείς να κουνηθείς εδώ μέσα... Πού τα μάζεψες τόσο καλαμπαλίκια... Οι συγκάτοικοί σου τι λένε;

  2. - Καλά ρε Κατερίνα, για ένα Σαββατοκύριακο πάμε στο Λονδίνο ... δεν θα μεταναστεύσουμε... Τι το θες όλο αυτό το καλαμπαλίκι; Άσε που θα πληρώσουμε και υπέρβαρο στο αεροπλάνο...

  3. - Βυζιά πεπονάτα, κάλτσα διχτυωτή, τακούνι δέκα πόντοι, κάνω μια έτσι με το χέρι και πιάνω κάτι καλαμπαλίκια να, με το συμπάθιο... Τελικώς, τραβέλι ήτανε και αυτή...

(από Khan, 20/08/11)

Ασαφή σύνολα: αρχιδιές, καλαμπαλίκια, κούρκουτα (Κρήτη), μαλακίες, παπαριές, σέα και μέα, σιανάφαρα, συμπράγκαλα, τσαμπασίρια, τσάντζαλα μάντζαλα, τσουμπλέκια

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τα αντρικά γεννητικά όργανα.

Μετωνυμία που βασίζεται ξεκάθαρα στην αναπαραγωγική λειτουργία του άντρα και έχει και την ανάλογη σημασιολογική φόρτιση, όπως φαίνεται κι από πιθανές χρήσεις της: «θα σου διαλύσω την οικογένεια», «την οικογένειά σου και τα μάτια σου» και λοιπά.

  1. [...] Νά σου εμφανίζεται ο Μοναχικός Λύκος, της κλείνει το δρόμο και μ' ένα χαμόγελο πλατύ φαρδύ που αφήνει τα χρυσά του δόντια να φεγγοβολούν μες τη νύχτα της λέει: «Δε μου λες αδελφούλα, τι κρατάς μες το καλαθάκι; Κουλουράκια;» «Δουλειά σου Λύκε» είπε η Σκουφίτσα και του 'δωσε μια γερή κλοτσιά στην οικογένεια [...]. (από ιστολόγιο)

  2. Ά ρε Στέφανε, δεν ήταν η μέρα σου. Δυο φορές στα δάχτυλα, μια στο χέρι και μια στην οικογένεια. (από φόρουμ, σχολιασμός για παιχνίδι πέιντμπολ)

Στο 1.25, από την σλανγκενεργή ταινία του Νίκου Περάκη "Η Φούσκα". (από Khan, 17/02/14)

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνήθως χρησιμοποιείται ως «νάνος - νάνος, αλλά με κάτι αρχίδια να!» Σημαίνει ότι παρόλο που κάποιος είναι κοντός και, ωσεκτουτού, όχι ιδιαίτερα δυνατός και άρα θα έπρεπε να «κάνει την κότα» σε καταστάσεις σύγκρουσης, αυτός δεν «μασάει» και αντιδρά επιθετικά. Το πρώτο μέρος της πρότασης μπορεί ν' αλλάξει κατά την περίσταση. π.χ. «Χαλβάς - χαλβάς, αλλά με...» ή «Μαλάκας - μαλάκας, αλλά με...».

Κοντός πελάτης σε πορτιέρη: - Τι θα γίνει ρε μεγάλε, μια ώρα είμαστε εδώ! Θα μπούμε καμιά φορά;
Πορτιέρης Α: - Γάμησέ μας ρε νάνε βραδυάτικα, που βιάζεσαι κιόλας...
Κοντός πελάτης: (ορμώντας)
- Τι είπες ρε αρχίδι μη σου γαμήσω...
(Αφού τελειώνει το συμβάν)
Άσχετος παρατηρητής σε άσχετο παρατηρητή: - Νάνος - νάνος, αλλά με κάτι αρχίδια να...

O νάνος, έργο του Braccio di Bartolo. (από Khan, 15/08/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο αντρικός όρχις. Χρησιμοποιείται κυρίως στον πληθυντικό, τα παπάρια.

- Κώστα, μου δίνεις το αυτοκίνητό σου για το βράδυ.
- Τι το θες;
- Να, ήρθε ένας περίεργος σήμερα στο μαγαζί, και μου ζητούσε τις πινακίδες. Ρε φίλε, έχω που έχω ένα φιατάκι σαράβαλο, να μου πάρουν και τις πινακίδες... Αφού ρε φίλε εγώ έχω τρέλα με την οδήγηση, το ξέρεις.
- Και το δικό μου τι το θες;
- Να ρε, να πάω να το παρκάρω έξω απ' το μαγαζί, κι άμα έρθει αυτός ο τυπάς, να του δείξω τις δικές σου τις πινακίδες.
-Τα παπάρια μου πάρε ρε μαλάκα. Να με μπλέξεις και μένα στις μπαγαποντιές σου θες ρε; Ουστ!

Ο Ζουράρις θεωρητικολογεί (από HODJAS, 22/06/10)(από HardcoreGR, 16/01/12)

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κλασική σχολική ατάκα που χρονολογείται τουλάχιστον από την δεκαετία του 70, η οποία απευθύνεται πειρακτικά σε κάποιον που ξίνισε από μια πλάκα που του κάνανε.

- Παρεξηγήθηκες;
- Ε ναι, ρε μαλάκα!
- Καλά, τσίμπα ένα αρχίδι!
- ...
- Πάλι παρεξηγήθηκες;
- Τί να σου πω τώρα...
- Καλά, τσίμπα άλλο ένα!

(από Vrastaman, 01/04/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αρχίδι καλαβρέζικο: Το αρχίδι που είναι κάποιας καταγωγής.

-Κατάφερες τίποτα;
-Αρχίδια καλαβρέζικα έκανα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία