Έκφραση με πολλές νοηματικές αποχρώσεις της ίδιας κεντρικής ιδέας:

  1. Ηθικώς ανέξοδα, ανεύθυνα.
  2. Αέρας κοπανιστός, αρχίδια - μάντολες.
  3. Μια τρύπα στο νερό.
  4. Χύμα στο κύμα.
  5. Μην την ψάχνεις.
  6. Αεριτζίδικα και, συνεκδ., τζάμπα και βερεσέ, αδικοχαμένα λεφτά.

Ετυμολογία αδιευκρίνιστη στον γράφοντα. Bana στα τουρκικά σημαίνει σε εμένα.

Βλ. και αέρα πατέρα.

  1. Από εδώ: «Είσαι καλός παίκτης και προφανώς συμφωνείς, όταν είσαι ΜΟΝΟΣ ΣΟΥ ουσιαστικά και αουτσάιντερ, μόνο αν βαρέσεις το φαβορί μπορεί να πάρεις τη θέση του, αλλιώς πάντα αουτσάιντερ θα είσαι. Και το ότι δεν μας έβαλε κανείς στο λέω, γιατί το γνωρίζω από πρώτο χέρι, όχι έτσι αέρα-μπανά.»

  2. Από εδώ: «Πάει εκείνη η εποχή που έπαιρνες ένα οικονομικό ψυγείο-για παράδειγμα-και «κρατούσε». Οι περισσότεροι πουλάνε μούρη κι αέρα μπανά.»

  3. Από εδώ: «Θα σε παρακαλούσα να προσέχεις λίγο τις εκφράσεις σου. Η Βικιπαίδεια δεν είναι χώρος πολιτικών τοποθετήσεων οτι μπαίνη εδώ μπαίνη τεκμηριωμένο και με πηγές όχι αέρα μπανά , γιαυτό καλό είναι όταν λές κάτι να το τεκμηριώνεις κιόλας» (sic)

  4. Από εδώ: «Όλη η κοινωνία αντιδρά ενάντια στην Κυβέρνηση των σκανδάλων και των απατεώνων! Όλη; Ακόμα κι οι τσιγγάνοι που πήραν αέρα-μπανά ένα τριχίλιαρο ευρά; Τι παράπονο έχουν κι αυτοί από την Νου Δου; Χαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχα» (sic)

  5. Από εδώ (Γεωργίου σπήκινγκ): «Μια μετοχή που πέφτει είναι ο Ολυμπιακός.. Αέρα μπανά και ότι κάτσει...Ψυχική επαφή με τον προπονητή δεν έχει κανένας παίκτης, τον έχουνε πάρει τον Ιταλό στη πλάκα.»

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η δικαιολογία που προτάσσει ένας καλλιτέχνης του κώλου προκειμένου να υπερασπιστεί το έργο του. Λέγοντας αυτό, ο ψευδο-καλλιτέχνης εννοεί ότι η συγκεκριμένη επιλογή του είναι θέμα προσωπικής του άποψης οπότε δεν χωράει άλλη εξήγηση. Έτσι βουλώνει το στόμα των αδαών.

Κυρίως όμως το λέμε εμείς όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα τέτοιο έργο και δεν ξέρουμε να εξηγήσουμε τίστομπούτσο είναι αυτό που βλέπουνε τα μάτια μας.

(Το λέμε όμως και όταν πράγματι αυτό που αντικρύζουμε είναι ιδιαίτερο αλλά τυχαίνει να είμαστε εμείς οι ανίδεοι και δεν ξέρουμε τι να πούμε. Εν τοιαύτη περιπτώσει, όταν βρισκόμαστε μπροστά σε ένα έργο τέχνης, ταινία, κείμενο κλπ το οποίο δεν κατανοούμε αμέσως, κινδυνεύουμε είτε να το παραγνωρίσουμε θεωρώντας το μαλακία, ή να το θαυμάσουμε άδικα νομίζοντας ότι πρόκειται για κάτι το εξαιρετικό. Πάρ' τ' αυγό και κούρευ' το, δηλαδή).

Ο καλλιτέχνης επιδεικνύοντας το έργο του στα εγκαίνια της έκθεσής του:
- Εδώ έβαλα σκουλήκια στη θέση του ανθρώπου ώστε να φανεί η μικρότητά του σε σχέση με το θείο που απεικονίζεται στον από πίσω πίνακα.
(κάποιοι θεατές:
- Τί λέει ρε μαλάκα το άτομο;
- Ξέρω γω ρε συ; Άποψη...)
Η δημοσιογράφος που κοιτάει (τον καλλιτέχνη, όχι το έργο) εκστασιασμένη:
- Και γιατί επιλέξατε σκουλήκια κύριε Τσαρλατάνογλου και όχι, ας πούμε, πατάτες;
- Άποψη.
- Μάλιστα. Είναι πραγματικά θαυμάσιο αυτό το μήνυμα που προσπαθείτε να περάσετε στο κοινό σας...

ΑΜΑΝ - Μαεβιους Παχατουριδης (από acg, 20/06/08)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση που χρησιμοποιείται για ανθρώπους που στο παρελθόν ήταν πάντα υπό και ξαφνικά, εξαιτίας κάποιων αξιωμάτων ή χρημάτων που απέκτησαν κατά τύχη, βγάζουν όλο τους το κόμπλεξ και το παίζουν κάποιοι.

- Τον είδες τον Γιαννάκη; Τόσο καιρό ήταν το παιδί της φάπας και τώρα ξαφνικά που μου 'γινε και δημοτικός σύμβουλος, δεν καταδέχεται ούτε να μας μιλήσει.
- Έτσι. Ο μούτσος που γαμούσαμε έγινε καπετάνιος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Φιστίκι. Συνομοταξία: αγγειόσπερμα (Magnoliophyta), ομοταξία: δικοτυλήδονα (Magnoliopsida), υφομοταξία: ροδίδες (Rosidae), τάξη: σαπινδώδη (Sapindales), οικογένεια: ανακαρδιοειδή (Anacardiaceae), γένος: πιστακία (Pistacia).

Αυτά με τα επιστημονικά. Μέχρι πρότινος γνωρίζαμε το αράπικο, το κελυφωτό, το αλμυρό, το Αιγίνης ή σαν φιστίκ και τελευταία μάθαμε και το κάσιους. Τόσο ίδια αλλά και τόσο διαφορετικά μεταξύ τους, τα οποία, λόγω του λαϊκής τους κατανάλωσης, έδωσαν και μερικά μαργαριτάρια στη slang ανάλογα με την ποικιλία.

Τον καθάρισε σαν φιστίκι. Αναφέρεται σε όλες τις ποικιλίες φιστικιού που καθαρίζονται από το τσόφλι ή από τις φλούδες με μία μόνο κίνηση. Το λήμμα χρησιμοποιείται για να δείξει ότι κάποιος καθάρισε κάποιον, είτε κυριολεκτικά, είτε μεταφορικά, με εξαιρετική ευκολία και χωρίς δεύτερη σκέψη.

Το ρούφηξε σαν φιστίκι. Χρησιμοποιείται στο ποδόσφαιρο ή στο σεξ για να δώσει έμφαση στο μέγεθος της οπής σε σχέση με την διεισδούμενη σε αυτήν οντότητα. Πηγή έμπνευσης, το φιστίκι με κέλυφος ή το Αιγίνης, από το οποίο αρπάζουμε το φιστίκι με το χαρακτηριστικό ρούφηγμα.

Τα τρώει σαν φιστίκια. Είναι γνωστό εξάλλου ότι «μετά το ποπ δεν έχει στοπ» και «κανείς δε μπορεί να φάει μόνο ένα». Αναφέρεται σε όλα τα φιστίκια τα οποία ως αλμυρά και λιπαρά που είναι, είναι άκρως εθιστικά και, φυσικά, άκρως παχυντικά. Αυτός επομένως που «τα τρώει σαν τα φιστίκια», τα τρώει με χαρακτηριστική ευκολία, με μεγάλη ταχύτητα και αδιάλειπτα.

Τα φιστίκια και γενικότερα οι ξηροί καρποί, μας έχουν δώσει δεκάδες λήμματα, όπως: αλμυρό φιστίκι, φιστίκι, φιστίκι αράπικο, κατάπιε το στραγάλι, φουντούκι κ.α., τοποθετώντας τους ξηρούς καρπούς πολύ ψηλά στην κατάταξη των πηγών έμπνευσης της αργκό.

  1. - Τι έκανε ο ΠΑΟΚ στα πλέι οφ;
    - Τι να έκανε; Τους καθάρισε όλους σαν φιστίκια.

  2. Αυτό το παιδί τρώει τους κεφτέδες σαν φιστίκια. Πού τα βάζει ρε παιδί μου!!!

  3. Μαλάκα έπαθα ζημιά, νόμιζα ότι είχα κάποια σχετικά προσόντα, αλλά αυτή τον ρούφηξε σαν φιστίκι. Σου μιλάω τον εξαφάνισε. Στην αρχή τρόμαξα αλλά μετά...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μέτριας έντασης καψόνι στους σχολικούς χώρους της δεκαετίας του 80.
Το θύμα συλλαμβάνεται από ομάδα συμμαθητών του, συνήθως κατά την διάρκεια του διαλείμματος, μεταφέρεται στην -άδεια- έδρα όπου τοποθετείται ανάσκελα και γαργαλάται ομαδηδόν από τους θύτες.

Συναντάται σχεδόν αποκλειστικά μεταξύ αρρένων (τόσα ξέραμε, τόσα κάναμε).

- Ντου, εγχείρηση τον Παναγή!
(ακολουθούν κραυγές του θύματος)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Πηγαίνω κάπου, μεταβαίνω. Το τράβηγμα = η μετάβαση. Συνήθως (αλλά όχι πάντα) η χρήση του υπονοεί ότι η μετάβαση αυτή προκαλεί δυσφορία στον μετακινούμενο, ότι είναι γι' αυτόν σκέτη ταλαιπωρία. Επί το κοσμιότερον, αλλά με την ίδια σχεδόν σημασία, χρησιμοποιείται το πολύ ευρύτερα διαδεδομένο «τρέχω» (αν δεχθούμε ότι το «τραβιέμαι» προκαλεί σεξουαλικούς συνειρμούς). Το «τρέχω» και το «τρέξιμο», αν και πιο πολιτικώς ορθά, δηλώνουν κατά κανόνα ένα βαθμό δυσφορίας του υποκειμένου. Αντίθετα, το «τραβιέμαι» παίζει να χρησιμοποιείται και ουδέτερα, ως ένας εξαιρετικά μαγκιόρικος τρόπος να πεις απλώς «πάω» κάπου.

  2. Βρίσκομαι μέσα σε μια ορισμένη κατάσταση, περνάω μια ορισμένη φάση στη ζωή μου με τις ιδιαιτερότητες και τα προβλήματά της. Εν προκειμένω δλδ, το ρήμα δηλώνει περισσότερο την εν χρόνω διάρκεια μιας κατάστασης ενώ στην περίπτωση 1 δηλώνει την κίνηση.

Παραδείγματα: τραβιέμαι με τα ναρκωτικά απ' τα 14, τραβιέμαι πολύ με τη δουλειά αυτό τον καιρό, τραβιέμαι τώρα 3 μήνες μ' ένα γκομενάκι, η Ρούλα τραβιέται με τα ψυχολογικά της τα τελευταία 2 χρόνια κ.ο.κ.

Τράβηγμα = η όλη φάση, το όλο σκηνικό με τα παλούκια του και τις μανούρες του (αλλά ενίοτε και τις καλές του στιγμές). Και εδώ παίζουν εναλλακτικά τα «τρέχω» και «τρέξιμο», αλλά σε λιγότερες περιπτώσεις. Π.χ. μπορείς να πεις «η Ρούλα τρέχει με τα ψυχολογικά της τα τελευταία 2 χρόνια» αλλά χλωμό να ακούσεις «τρέχει με τα ναρκωτικά από μικρός».

  1. Βρίσκομαι σε μπελάδες. Σημασία συναφής με την 2 (της οποίας ενδεχομένως θα μπορούσε να θεωρηθεί υποκατηγορία). Εδώ τα τραβήγματα είναι απλώς και μόνο μπελάδες, ενώ η όλη φάση μπορεί ανέτως να χαρακτηριστεί ως εξόχως μανουριάρικη. Τα «τρέχω» και «τρέξιμο» χρησιμοποιούνται σε απόλυτη αντιστοιχία, διαφέρουν όμως όσον αφορά την ένταση της μανούρας. Όταν σε έχει χώσει το αφεντικό να δουλεύεις υπερωρίες απλήρωτες, το λες «τρέξιμο», το λες και «τράβηγμα». Όταν όμως σε κυνηγάει κάποιος πιστωτής σου να τον ξοφλήσεις και απειλεί ότι, αν δε το κάνεις, θα σε θάψει, τότε έχεις απλά πολύ χοντρά τραβήγματα.

Γενικά και για τις τρεις περιπτώσεις: το «τραβιέμαι» είναι πιασάρικο διότι γραμματικώς ανήκει στη μέση φωνή, η οποία διατηρεί στενές επαφές τρίτου τύπου με την παθητική φωνή (και κλίνεται όπως αυτή). Τονίζει δλδ τη διάσταση του πάθους, του ακούσιου, του αναγκαστικού. Βλ. και το κλασικό «τραβάτε με κι ας κλαίω». Γιατί όλους μας αρέσει κατά βάθος να μας τραβολογάνε κι ας μη το παραδεχόμαστε. Έχει τη καύλα του ενίοτε να αφήνεσαι, να παρασύρεσαι, να άγεσαι και να φέρεσαι, να είσαι άθυρμα στον άνεμο, να μην προσπαθείς ψυχαναγκαστικά να τα έχεις διαρκώς όλα υπό τον έλεγχό σου, να αφήνεις και λίγο τα πράματα στην τύχη.

Some of them want to be abused, όπως έλεγαν και οι Ευρυθμικοί.

  1. - Μαλάκα ψάχνω να βρω λίγη φούντα για την Κυριακή που θα 'μαστε με τη Γωγώ. Γουστάρω να 'χω κάτι να την κεράσω, μη με πάρει και για μαλάκα... Tραβιόμαστε καμιά Ομόνοια λες;
    - Είσαι άσχετος τελικά. Στην Ομόνοια πας μόνο για ζαπρέ αγόρι μου, δεν πας για μαύρο... Για μαύρο μόνο στους γύφτους.
    - Ε άντε λοιπόν ρε φίλε, θα με πετάξεις με το μηχανάκι να ψωνίσουμε; Θα σου βάλω και βενζίνη...
    - Δε θα 'σαι καλά μου φαίνεται. Δεν τραβιέμαι τέτοια ώρα Ζεφύρι για κανένα λόγο... Αύριο και βλέπουμε...

  2. - Πόσα χρόνια τραβιόσαστε με το φροσάκι βρε μαλάκα; Τρία, τέσσερα; Πώς και την παλεύεις ακόμα;
    - Το κέρατο όμως που της έχω περάσει δεν περιγράφεται.

  3. - Πριν δυο χρόνια που λες, ο Γιαννάκης κι ο Τάσος κάνανε την κέντα και πήρανε το εκείνο το μπαράκι που πουλιότανε στο Μαρούσι. Το δούλεψαν καλά στην αρχή, κονομάγανε, γαμούσαν και τα γκομενάκια που πήγαιναν να ζητήσουν δουλειά... Κομπλέ η φάση, αμέρικαν ντρημ σου λέω κι έτσι...
    - Και μετά τι χάλασε;
    - Μετά ο ένας έμπλεξε με τα κοκορέτσια, τον άλλο τον έβαλε μες το βρακί της μια καριόλα μπαργούμαν που γνώρισε εκεί... Το παράτησαν το μαγαζί, άρχισαν να μπαίνουν μέσα... Χρώσταγαν στην εφορία, στο προσωπικό, στον προηγούμενο ιδιοκτήτη. Στο τέλος έβαλαν λουκέτο. Και τώρα έχουν όλους αυτούς να τους κυνηγάνε, χώρια τα δικαστήρια για τα ναρκωτικά. - Πω ρε φίλε, αυτά είναι χοντρά τραβήγματα.

αφού κορόιδο πιάνεσαι τί θέλεις και τραβιέσαι; (από joe909, 06/09/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση που έχει περάσει στο πάνθεο των κλασσικών και την ακούμε συχνάκις.

Το νόημα που ενέχει είναι απλό: κάνω κάτι που είναι κατακριτέο και λανθασμένο, αξιόμεπτο και παράλληλα γίνεται αντιληπτό.

Ακριβώς όπως η χεσμένη φωλιά μυρίζει και γίνεται αντιληπτή, παρομοίως και η πονηριά.

  1. Αααα έχεις χεσμένη την φωλιά σου... Και μας το παίζεις και υπεράνω!

  2. Απόσπασμα άρθρου εφημερίδας το Ποντίκι:
    «Οι «πράσινοι» είχαν, λοιπόν, «χεσμένη τη φωλιά» τους, γι’ αυτό και ψέλλισαν τον Νοέμβριο κάποιες αντιρρήσεις, αλλά δεν ξεφώνισαν την ιστορία του Δούκα».

  3. Τίτλος άρθρου της εφημερίδας Μακεδονία:
    ΥΠΕΕ: Με... λερωμένη φωλιά οι τέσσερις στις δέκα επιχειρήσεις Εκτυπώσιμη σελίδα

Φωλιά χρηματιστηριακής εταιρίας και χεσμένη... (από krepsinis, 12/02/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ευρέως γνωστή και κλασσική έκφραση, που μας λέει το αυτονόητο:

O καθένας μας μπορεί να αναλάβει έναν μόνο συγκεκριμένο ρόλο, όχι πολλαπλούς. Ο παπάς δεν μπορεί να είναι γεωργός, ούτε ο γεωργός να γίνει παπάς.

  1. Απόσπασμα από άρθρο της εφημερίδας Βήμα:

«Αξιότιμοι κύριοι καθηγητές, ο σοφός λαός μας λέει ή παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς. Τιμούμε την εκπαιδευτική σας προσφορά, αποδοκιμάζουμε τις επιχειρηματικές σας βλέψεις. Η δουλειά σας δεν είναι να εκπονείτε μελέτες. Αρκετά πια!».

  1. Απόσπασμα από άρθρο της εφημερίδας Ελευθεροτυπία:

Τη λαϊκή ρήση «ή παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς» επιστρατεύει ο υπουργός Εσωτερικών Προκόπης Παυλόπουλος για να στείλει το μήνυμα ότι όποιος ασχολείται με τα ΜΜΕ, να ξεχάσει παράθυρα και πόρτες σε κρατικές προμήθειες.

Σχετικό: δεν χωράνε δύο καρπούζια σε μία μασχάλη

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ας υποθέσουμε πως κάποιο μέρος, υπαίθριο, στεγασμένο ή ημιυπαίθριο, κατακλύζεται από κόσμο. Κοσμοσυρροή σα να λέμε. Μαζική προσέλευση. Κοσμοπλημμύρα. Και δημιουργείται το αδιαχώρητο. Γίνεται το έλα να δεις. Κουτσοί, στραβοί στον Άγιο Παντελεήμονα (όπως έλεγε κι η γιαγιά μου). Σα να μοιράζουν λεφτά ένα πράμα.

Τότε ακριβώς λέμε πως εδώ πέφτει ξύλο.

Προφάνουσλυ, το ξύλο δεν νοείται κατά κυριολεξία: η έκφραση αποδίδει με γλαφυρό τρόπο την αγωνία όλων αυτών των συγκεντρωθέντων να εισέλθουν σε κάποιο Ναό (με την ευρύτερη δυνατή σημασία του όρου), να εξαγνιστούν σε κάποια σύγχρονη Κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Η απλή είσοδος ενίοτε δεν είναι αρκετή, και η μάχη συνεχίζεται προς εξασφάλιση μιας ευνοϊκής θέσης εντός του συγκεκριμένου Ναού.

Η ατμόσφαιρα είναι συνήθως ηλεκτρισμένη, καθώς όλοι αλληλοϋποβλέπονται. Ο Άλλος εκλαμβάνεται ως απειλή, ως αυτός που πρόκειται ενδεχομένως να σου στερήσει ζωτικό χώρο. Η λέξη διαγκωνισμός αποκαθίσταται στις πραγματικές της διαστάσεις. Υπό αυτές τις συνθήκες, δεδομένης της υψηλής συγκέντρωσης διπόδων ανά τ.μ., το ξύλο παίζει από μεταφορική έκφραση να μετατραπεί σε πραγματικότητα. Διότι στο φινάλε, όλες οι μεταφορές δεν είναι και τόσο μεταφορές, αν το ψαχουλέψεις κάπως το ζήτημα.

Και έρχομαι στα παραδειγματάκια που όλοι περιμένατε.

  • Ξύλο πέφτει σε έναν μεγάλο ποδοσφαιρικό αγώνα.
  • Ξύλο πέφτει σε μια σπουδαία καλοκαιρινή συναυλία.
  • Ξύλο πέφτει σε μια μεγάλη ανοικτή προεκλογική συγκέντρωση.
  • Ξύλο πέφτει εντός και εκτός ενός λίαν γκλαμουριάρικου νυχτερινού διασκεδάδικου.
  • Ξύλο πέφτει (αυτό συμβαίνει συνήθως στο Αμέρικα) όταν, εκτός ελέγχου λοβοτομημένοι καταναλωτές, περιμένουν αξημέρωτα να ανοίξουν οι πόρτες του αγαπημένου τους πολυκαταστήματος σε περίοδο προσφορών. Μια τέτοια επείσακτη αμερικλανιά έχουμε κι εδώ τα τελευταία χρόνια, κάθε φορά που σκάει το καινούριο βιβλίο του μαλακοπίτουρα του Χάρι Πότερ: άλλο ένα ψευδοσυμβάν (Baudrillard) που στήθηκε από τα Μέσα, καταναλώθηκε από τα Μέσα, υπάρχει μόνο για τα Μέσα.

Όπως θα ψυλλιαστήκατε, το πέφτει ξύλο έχει συνδεθεί άρρηκτα με την κατανάλωση. Κατανάλωση ήχων, κατανάλωση προκάτ πολιτικών συνθημάτων, κατανάλωση ψευτογκλαμουριάς και νοθευμένων ξιδιών, κατανάλωση «εκτόνωσης» και «ψυχαγωγίας», κατανάλωση στημένων παιχνιδιών και πουλημένων διαιτησιών, κατανάλωση άχρηστων πολυμίξερ και αποχυμωτών, κατανάλωση της κατανάλωσης σε τελική ανάλυση.

Έπεφτε ξύλο θα ακούσεις να λένε όσοι παρευρίσκονταν σ' αυτόν τον τεχνητό πανζουρλισμό, για να κομπάσουν σε στιλ «ήμουν κι εγώ εκεί, ήτανε γαμάουα, δεν ξέρεις τι έχασες». Θα το πουν επίσης όσοι κονομάνε αμέσως ή εμμέσως απ' αυτά τα σκηνικά, ως ένα είδος αυτοδιαφήμισης: ιδιοκτήτες νυχτερινών μαγαζιών («έπεφτε ξύλο χτες βράδυ, δεν ξέραμε που να τους βάλουμε, αρχίσαμε να διώχνουμε αβέρτα»), διευθυντές και στελέχη εμπορικών πολυκαταστημάτων («Με τις νέες προσφορές μας, βλέπω από Δευτέρα να πέφτει ξύλο, να γίνεται μάχη σώμα με σώμα ποιος θα πρωτοαρπάξει»), διοργανωτές και χορηγοί συναυλιών κ.ο.κ.

Το θλιβερό όμως είναι να το ακούς κι από κείνους που δεν έχουν τίποτα (ή ελάχιστα) να κερδίσουν απ' αυτό το καταναλωτικό όργιο: υπάλληλοι σε διασκεδάδικα / καταστήματα κλπ που από την πλύση εγκεφάλου τείνουν να ταυτιστούν με τον αιμορουφήχτρα τον αφεντικό τους, πειθήνια πρόβατα που αποθεώνουν τον και καλά χαρισματικό πολιτικό ηγέτη, γηπεδικά κοπάδια που αναζητούν στο οπαδιλίκι την δικαίωση για της ζωής τους τα ναυάγια, απελπισμένοι μικροαστοί που νομίζουν πως παίρνουν εκδίκηση για το πενθήμερο εργασιακό γαμήσι.

- Φίλε έπρεπε να ήσουνα στο opening party στο Ακρωτήρι... Έπεφτε ξύλο κανονικά... Όλος ο καλός ο κόσμος μαζεμένος σου λέω, μουνιά επιπέδου Τσάμπιονς Λιγκ, φοβερή μουσικούλα, τα Φεραρικά να σκάνε το 'να μετά το άλλο... Τέτοια σκηνικά δεν είναι για να τα χάνεις.
- Έλα, μη μου πεις... Κάτσε να το πω στ' αρχίδια μου να τοποθετηθούν κι αυτά περί του θέματος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

«Κάνω οχτάρια» σημαίνει οδηγώ ή παραπατώ σε βηματισμό που θυμίζει το σχήμα 8. Γιατί είναι αδύνατο να πάω ίσια.

Οφείλεται στο μεθύσι ή σε ζάλη. Όταν αφορά την οδήγηση, είναι αποτέλεσμα κάποιας λανθασμένης (ή ξεπίτηδες καγκούρικης) κίνησης.

Με ρώτησε η μάνα του αν ήπιε πολύ χθες ο γιος της, τι να της πω, ότι είχε γίνει ντίρλα και παραπάταγε και έκανε οχτάρια, και ότι τελικά πήρα εγώ το αυτοκίνητο αλλά το στουκάραμε στη μάντρα; Ε της είπα ότι φταρνίστηκε και του ξέφυγε το τιμόνι.

(από Khan, 07/02/12)Στο 1.00, "για σένα κάνω στην άσφαλτο οχτάρια", ούμπερ ποίηση Αντύπα. (από Khan, 07/02/12)

Τρεκλίσματα: ζεϊμπεκιά, οχτάρια, στρέκλα-δίπλα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία