Επιπλέον ετικέτες

Ό,τι σχέση έχει το (και) γαμώ με το γαμάουα, η ίδια αντιστοιχία υπάρχει και ανάμεσα στο σπεκ και το «σπεκάουα». Βλ. και αούα με προσοχή στο μύδι.

Σχόλια:

- Σπεκ!
- Αστρασπέκια!
- Σπέκια κι αστερίες!
- Σπεκάουα!
- Σπεκ!
- Αυτό το είπαμε ρε φίλε! Βρες κάτι πρωτότυπο! Όλο τα ίδια και τα ίδια...

(από Vrastaman, 20/02/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σύνθετη λέξη που μας δίνει δύο περιπτώσεις. α) καράτι-βιόλα. β) καρά-τιβιόλα.

α) καράτι-βιόλα.
Στην πρώτη περίπτωση: έχουμε το καράτι που είναι μονάδα καθαρότητας του χρυσού και μέτρο βάρους πολύτιμων λίθων και, μεταφορικά, κάνει πιο μεγάλο το μέγεθος, στο οποίο αναφέρετα,ι και το βιόλα που έχει πολλές σημασίες:

  1. μουσικό όργανο με χαρακτηριστικό σχήμα.
  2. γυναικάρα με πολλές καμπύλες.
  3. γυναίκα χαζή, χαζοβιόλα.
  4. λουλούδι βιολέτα.
  5. γυναίκα όμορφη και φρέσκια σαν λουλούδι.

Σύμφωνα με τους ως άνω ορισμούς ερμηνεύουμε την καρατιβιόλα:

  1. μουσικό όργανο με ήχο πολλών καρατίων.
  2. γυναικάρα που περπατά και τρίζει η γη που πατά και την αξιολογείς με πολλά καράτια.
  3. γυναίκα που δεν είναι απλώς βλάκας, αλλά πανύβλακας.
  4. άνθος που η μυρωδιά του δεν συγκρίνεται με καμιά άλλη.
  5. γυναίκα πανέμορφη σαν λουλούδι.

β) καρά-τιβιόλα.
Στην β' περίπτωση: έχουμε το τουρκικής προέλευσης «καρά», που επιτείνει την σημασία της λέξης που την ακολουθεί και την «τιβιόλας» από το τιβι, που σημαίνει αυτόν που αποχαυνώνεται στην τηλεόραση και απενεργοποιεί τις λίγες λειτουργίες του εγκεφάλου του. Συνεπώς καρατιβιόλα εδώ, είναι η κατάσταση αυτού που έχει πέσει το μυαλό του σε λήθαργο.

  1. Πω πω μανάρι μου εσύ! Τι καρατιβιόλα είσαι εσύ!
  2. Μην του μιλάς... μετακόμισε από τη νιρβάνα στην καρατιβιόλα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο όρος αναφέρεται στο διαρκώς αυξανόμενο φαινόμενο θετικού και ενίοτε υπερθετικού σχολιασμού φωτογραφιών στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης ή όπως λένε στο χωριό μου (σόσιαλ μήντια). Ο σχολιασμός γίνεται κυρίως κάτω από φωτογραφίες μπάζων.

- Αίσχος
- ;;;
- Δεν υπάρχει η φώκια, ο Θανάσης ο υδραυλικός, έβαλε φωτό από παραλία, η φωτοευγένεια από κάτω με ξεπερνά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το ανυπέρβλητο φυσικό τοπίο που σχηματίζεται από δύο υπέροχους, φυσικούς βύζους με τη χαράδρα στη μέση.

N.B.: Τα σιχαμερά, σιλικονάτα βυζιά δεν σχηματίζουν διχαλόβυζο, αλλά αφήνουν ανάμεσά τους να διαγράφεται το οστό του στέρνου σαν ταβάς για πολίτικα κουλούρια. Γι' αυτό να προτιμάτε πάντα τα βιολογικά προϊόντα, λέμεεε!

- Τι κωλάρα είν' αυτή που έχει εκείνο το γκομενάκι στα δεξιά σου ρε;
- Καλή η κωλάρα της, αλλά και το διχαλόβυζο δεν πάει πίσω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι η κρεπερί που κάνει και γαμώ τις κρέπες.

Ρε μαλάκα. Πάμε να φάμε καμιά κρέπα της προκοπής στην Γαμησερί.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μεταξύ του συγκριτικού βαθμού και του υπερθετικού, υπάρχει ένας μάλλον άγνωστος βαθμός, ας τον πούμε συγκριτικότερο, ο οποίος είναι ιδιαίτερα χρήσιμος. Στην περίπτωση του επιθέτου καλός η κατάσταση (θεωρητικά) έχει ως εξής:

καλός >>> καλύτερος >>> κάλλιστος (ή άριστος)

Επειδή ο νεοέλληνας δεν μπορεί με τους τρεις αυτούς βαθμούς να κάνει δουλειά, αρέσκεται να χρησιμοποιεί και το «πιο καλύτερος", κατά τα πρότυπα του «πιο καλός» που είναι εναλλακτική μορφή του «καλύτερος». Αλλά μεταξύ μας, το «πιο καλύτερος» κάνει λίγο βλάχικο, λίγο τα ελληνικά δεν είναι και το φόρτε μου ρε αδερφέ... Enter καλυτερότερος: Εύηχο, περιγραφικό, με σωστές αποστάσεις από τους όμορους βαθμούς, μέγκλα, τζαμιροκουάι ρε παιδί μου.

Σημείωση: Προφανώς ο συγκριτικότερος βαθμός δεν ισχύει μόνο για το καλός, -ή, -ό, αλλά για πλείστα όσα επίθετα, διευρύνοντας τα όρια της ελληνικής γλώσσας ακόμα περισσότεροτερο. Παραδείγματα ακολουθούν παρακάτω.

1
- Γαμάτο το ταβερνάκι μωρό μου.
- Στα καλυτερότερα σε φέρνω μανίτσα μου. Παίζει καμία πιπίτσα αργότερα;

2
ΨΗΛΟΣ >>> ψηλοτερότερος
ΜΑΚΡΥΣ >>> μακρυτερότερος
ΚΟΝΤΟΣ >>> κοντυτερότερος
ΜΑΛΑΚΟΣ >>> μαλακοτερότερος
ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ >>> βασιλικοτερότερος
ΚΑΚΟΣ >>> χειροτερότερος

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέξη-μπαλαντέρ. Χρησιμοποιείται:
1. Σαν ουσιαστικό για αν δηλώσει άτομο-αφασία.
2. Σαν επιρρηματικός κατηγορηματικός προσδιορισμός για να δηλώσει θαυμασμό ως προς κάποια κατάσταση.

  1. - Ρε συ, αφού τον ξέρεις τον Dick τι μπούγκιου τύπος είναι.

  2. - Τον έριξε κάτω, τον κλωτσούσε και ο άλλος γούσταρε! Πολύ μπούγκιου καταστάσεις λέμε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία