Φράση που δηλώνει έκπληξη και βαθύ εντυπωσιασμό έπειτα από απροσδόκητη είδηση.

- Ο Βαγγελάκης του περιπτερά αποφάσισε να κάνει τον γύρο της ανατολικής Μακεδονίας με το πατίνι.
- Σώπα βρε αδερφέ! Τι να πω... παράξενο πουλί ο βάτραχος...

Παράξενο, πράγματι! (από Khan, 10/05/11)Χαμηλές πτήσεις (από Khan, 15/04/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γκεΐστικη έκφραση δανεισμένη από τον κόσμο των ηλεκτρονικών μήντια που τη χρησιμοποιεί ως χαριτωμενιά κάποιος που μόλις αμόλησε κάτι που θεωρεί νόστιμο/κουλό/αυτοσαρκαστικό ή εν πάση περιπτώσει αξιομνημόνευτο αρκετά για να αξίζει να αποθανατιστεί σε ηλεκτρονικό αποθηκευτικό μέσο (ηχητικό ή οπτικό), ωσάν κάποιος από την ομήγυρη να (όφειλε να) εκτελεί χρέη ηχολήπτη ή κάμεραμαν.

- ...και τότε ήρθε και κάθησε στο τραπέζι μας η Τζούλια Αλεξανδράτου και γίναμε πολλές... χμμφφφ χα χα.... τό 'χουμε; τό 'χουμε;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παιχνιδιάρικη λέξη για το ψήσιμο των κρεάτων πάνω στη φωτιά. Παρομοιάζει κίνηση που κάνουμε για να γυρίσουμε τη σχάρα ώστε τα μεζεκλίκια να ψηθούν και από την άλλη, με την περιστροφική κίνηση που κάνουμε με τις παλάμες μας σε ένα μωρό, λέγοντας «κουπεπέ, κουπεπέ»...

Μισό κουπεπέ, εξάλλου, είναι εκείνη η χαρακτηριστικότατη κίνηση που κάνουμε με την παλάμη ζητώντας εξηγήσεις, σα να ρωτάμε «τι είναι;», «ποιος είναι αυτός;», «πού πας τέτοια ώρα;» και παρόμοια.

  1. Βάζω φουφού, σχάρες και κρέατα. Βάζετε κρασί να κάνουμε ένα κουπεπέ σπίτι μου;

  2. Όχι μόνο με προσπερνάει, που λες, από δεξιά, χώνεται και μπροστά μου και φρενάρει απότομα χωρίς λόγο. Του πατάω εγώ την κόρνα κι αυτός, σα να μην τρέχει τίποτα, με κοιτάζει από τον καθρέφτη και μου κάνει «τι θες ρε;», ξέρεις, το μισό κουπεπέ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση που χρησιμοποιείται :

  1. για να εκφράσει τη δυσπιστία του ομιλούντα απέναντι στην κατάφαση, συμφωνία, υπόσχεση κλπ. που προηγήθηκε,
    ή
  2. για να παροτρύνει σε μεγαλύτερη προσπάθεια-συνέπεια, να δεσμεύσει πραγματικά τον συνομιλητή (ως προς αυτό που εκείνος ενέκρινε, συμφώνησε, υποσχέθηκε κλπ.).

Δεν ενέχει σεξιστικό υπονοούμενο / σαρκασμό, πρόκειται περί χιουμοριστικής παρονομασίας (annominatio) που προκύπτει από το συνδυασμό ελλείψεως (eclipsis, defectio) και αντίστασης (ploke, distinctio): η πλήρης πρόταση που εννοείται είναι: «(Το εννοείς το Ok, είναι ένα) Straight (εδώ »ειλικρινές«) Ok ή (είναι ένα όχι straight=) gay Ok;»

Δεν αποτελεί κατά βάση σλανγκιστική γείωση με την έννοια των τιραμισουρεαλιστών του παρόντος ιστοτόπου, γιατί δε βάζει λουκέτο και τσιμεντογαλότσα στη συζήτηση -η βασική της λειτουργία είναι διευκρινιστική ή παρωθητική (όπως ειπώθηκε).

- Λοιπόν, όπως είπαμε, στις οχτώ στη στάση, έτσι;
- Ok.
- Ok ή γκέι;
- Είπα θα 'μαι, λήξις.

Σχετικοάσχετα: οκέικ, ο-γκέι

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία