Επιλεγμένες ετικέτες

  1. Κρεμάω, χαλαρώνω
  2. Βάζω μέσα σε σακκούλα
  3. Είμαι φυτό, ζαμπόν, αλοιφή
  1. Εσύ που γυμνάζεσαι πολύ, να ξέρεις ότι δεν πρέπει ποτέ να σταματήσεις γιατί οι μυς μετά σακκουλιάζουν και δεν θα βλέπεσαι...

  2. - Τι να τα κάνω τώρα όλ' αυτά τα φαγητά, κρίμα είναι να τα πετάξω...
    - Σακκούλιασέ τα και ρίχ' τα στις γάτες.

  3. Χθες ήπιαμε τόσους μπάφους που μέχρι τα ξημερώματα ήμουν σακκουλιασμένος σε έναν καναπέ και δεν ένιωθα τίποτα.

βλ. και σα(κ)κουλέας

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έχω λιώσει από κούραση, ξενύχτι, αλκόολ, ναρκωτικά ή και όλα μαζί.

- Ξύπνα! Είχαμε πει ότι θα πάμε θάλασσα σήμερα!
- Άσε με να κοιμηθώ ρε μαλάκα, είμαι κομμάτια από χθες...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χρησιμοποιείται για κάποιον που έχει πιει και τραυλίζει, δυσκολεύεται να μιλήσει. Βλέπε: Ορέστης Μακρής.

Ο Τάκης ήταν νηστικός από χθες κι έτσι μετά από κανα - δυο ουίσκια άρχισε να μιλά ορέστικα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κατάσταση κατά την οποία ένα η περισσότερα άτομα έχουν λιώσει και συνήθως βρίσκονται υπό την επήρεια αλκοόλ ή ναρκωτικού. Κοινώς είναι μια κατάσταση γάμησέ τα, ιδιαίτερα όταν το άτομο ή τα άτομα έχουν καταληφθεί από αρνητικά συναισθήματα.

- Άει παράτα με και συ ρε, μέσα στη γαμησετάια μου!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ένα κράμα δυσάρεστου, άσχημου, αμήχανου, ανεπιθύμητου και περίεργου συναισθήματος, προσώπου ή κατάστασης. Παρόμοιο με το κρίντζ.(cringe)

Εμπνευσμένο από τη κ. Κατέλη στο 0:25

Έφτιαξα ένα κέικ για πρώτη φορά. Βγήκε πολύ πνίκει.

Ήπιε πολύ χθές βράδυ και ηταν εντελώς πνίκει.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε