Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Από το ψωλή και μπετονιέρα, αναφέρεται σε ακόλαστη γκόμενα με χαμηλές ηθικές αντιστάσεις που έχει τόση αδυναμία στις ψωλές, όση και η μπετονιέρα στο τσιμέντο.

- Αλήθεια σου λέω Τάκη μου! Είσαι ο πρώτος μου...
- Σε ποιον τα πουλάς αυτά μωρή ψωλομπετονιέρα; Που για να μετρήσεις τους πούτσους που 'χεις φάει πρέπει να προσλάβεις λογιστή (ορκωτό)...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Ο σκεπτόμενος με το κάτω κεφάλι.

Μα καλά, ψωλόμυαλος είσαι μωρέ;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ψωλοντανιάστρα ή πουτσοντανιάστρα αποκαλούμε τη γυναίκα ή τρανς, που συνηθίζει να παίρνει όχι μόνο ένα και δύο ανδρικά εργαλεία συγχρόνως, αλλά και ... βάλε, δίκην ντανιάσματος, οπότε άκρως ξεχαρβαλωμένη. Συγγενεύει γλωσσικά με την ψωλοαποθήκη και την πουτσοπνίχτρα.

- Ρε φίλε, άστα, χαλβαδιάζω τη γυναίκα του Ριρή του πούστη ... κι έχω μείνει! Τί χαμηλοβλεπούσα η κουφάλα... Ευχαρίστως της πετούσα ένα κομμάτι μόριο!
- Χαμηλοβλεπούσα η γυναίκα του Ριρή; Ρε αυτή είναι ψωλοντανιάστρα κι εσύ μιλάς για ένα τεμάχιο; Ούτε που θα το καταλάβει...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο μικρός καυλάγγελος, η ψωλήνα, η καυλομουμούνα, η χαρίεσσα γητεύτρια του πέοντος καυλόπαις. Άλλη μια ανωμαλία του καυλοπυρέσσοντος lyrical gangsta Ανδρέου του Εμπειρίκου.

Να μην συγχέεται με τις σύγχρονες μορφές ψωλόπαιδο ή ψωλοπαίδι που σημαίνουν κωλόπαιδο ή ψωλαράς.

Τὴν ἰδίαν στιγμὴν ἡ ἐξαισία ψωλοπαίς, ἐννοοῦσα τί ἤθελεν ὁ νέος θαυμαστής της καὶ γνωρίζουσα ὅτι αὐτὸ ποὺ ἀνέμενε (ὤ, πῶς!) διὰ νὰ χύσηι καὶ αὐτή, επρόκειτο νὰ λάβηι (καὶ ἀσφαλῶς εἰς μεγάλην ποσότητα) χώραν ἀπὸ στιγμῆς εἰς στιγμήν, ἔλαβε τὴν ὑπερσφύζουσαν ψωλάραν εἰς τὸ στόμα της καὶ κλείουσα σφικτὰ τὰ χείλη της γύρω ἀπὸ ὅσον μποροῦσε μεγαλύτερον μέρος τοῦ πελωρίου καυλοῦ ἤρχισε νὰ βυζαίνηι περιπαθῶς τὴν δονουμένην καυλοπούτσαν...
(Μέγας Ανατολικός, Τόμος 4, σ. 247).

Φωτό του Εμπειρίκου (από σφυρίζων, 21/01/15)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σύνθετη λέξη εκ των προφανών. Εννοείται αυτός που βρίσκει χαρά στο να κάνει μαλακίες, το έχει ανάγει σε άθλημα, αθλοπαιδιά, παιχνίδι, βάζει όλο του το μεράκι προκειμένου να πετύχει η μαλακία που έχει στο μυαλό να σου κάνει. Ο καθ'έξιν μαλάκας.

Η διαφορά του με τον μαλάκα είναι αυτή ακριβώς, η βαθιά συνειδητοποίηση ότι κάνει μεν μαλακία αλλά παρόλα αυτά αρνείται να την εγκαταλείψει καθοδηγούμενος από την ίδια του τη φύση που ικανοποιείται μόνο όταν ο ψωλοπαίχτης επιδίδεται στο αγαπημένο του σπορ.

Το θηλυκό ψωλοπαίχτρια χρησιμοποιείται καταχρηστικά, τόσο για ανατομικούς όσο και για φεμινιστικούς λόγους.

Κοίτα τον ψωλοπαίχτη, δε θα ησυχάσει αν δε σκοτώσει κάναν άνθρωπο... τώρα πάει να κάνει αναστροφή στην Αττική οδό...

(κατεβάζει παράθυρο και φωνάζει στον απερίσκεπτο οδηγό)

ΑΥΤΑ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΑΓΟΡΙ ΜΟΥ ΔΕ ΦΤΙΑΧΤΗΚΑΝ ΓΙΑ ΝΑ ΚΡΑΤΑΝΕ ΤΙΜΟΝΙ... ψωλοπαίχτη...

(το τελευταίο με σβήσιμο της έντασης της φωνής)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το αιδοίον, κοινώς μουνί, αλλά και η εύκολη γυναίκα.

Άλλη μια τροχήλατη έκφραση για να χαρακτηρίσει την πολύπαθη γυναικεία τοποθεσία. Το συνθετικό parking: σταθμός αυτοκινήτων- γκαράζ, υπονοεί την κατάληψη θέσης (ενίοτε με καταβολή αντιτίμου), τις μανούβρες που απαιτούνται για τον ορθή τοποθέτηση, τον κίνδυνο πυρκαϊάς από πιθανό συνωστισμό, την διαρροή υγρών, αλλά και την ενασχόληση ή μη, παρκαδόρου.

Η ειδοποιός διαφορά συνίσταται στο ότι, ενώ η προστατευτική κουκούλα στο πάρκινγκ έπεται, στο ψωλοπάρκινγκ προηγείται.

Συνώνυμα: ψωλάραγμα, μουτζό, ψωλοκρεμάστρα κλπ.

- Αυτό το ψωλοπάρκινγκ το' χει πάρει η μισή Λαμία.
- Ε καλά τώρα, δεν είναι και καμιά μεγάλη πόλη η Λαμία.

(από iwn, 10/11/10)(από Vrastaman, 10/11/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η σιγανοπαπαδιά, η χαμηλοβλεπούσα που θα πετύχει αθόρυβα το σκοπό της, εκδίδοντας και το σώμα της αν χρειαστεί, και θα σου φέρει και μια μαχαιριά πισώπλατα άμα της δοθεί δυνατότητα.

-Είδες; Με δυο πτυχία και διδακτορικό του'φαγε του Γιώργου τη θέση του διευθυντή η ψωλοπιπίτσα.
- Σου φαίνεται περίεργο; Αφού όλο του πέταγε τις βυζάρες της στη μούρη του αφεντικού!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όρος που τα καλύπτει όλα: η καπάτσα στο σεξ, που δεν κωλώνει σε τίποτα. Με ειδικότητα, προφανώς, στο στοματικό.

- Καλό κοριτσάκι η Ελένη, ε;
- Ποια ρε, αυτή η ψωλορουφήχτρα;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι αυτή που ρουφάει ψωλές.

Μεγάλη ψωλορουφήχτρα αυτή η γκόμενα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Eκ του δόκιμου χριστιανικού ονόματος Χρυσόστομος.

Ιδίως σε συγκείμενα αναφοράς σε άτομο (ονόματι Χρυσόστομος) ιδίως αντιπαθές στον ομιλούντα - ο οποίος του βγάζει το «χρυσό» και του κολλάει μια «ψωλή» δίπλα στο «στόμα».

Αμφίσημο: δηλώνει τόσο το άτομο που τα στοματικά του παράγωγα (π.χ., ο λόγος, ανάσα) προσιδιάζουν σε ψωλή (α. λόγω τακτικού στοματικού έρωτα, πρβλ. το στόμα του βρωμάει πουτσίλα β. λόγω συχνής χρήσης υβρεολογίου πρβλ. 'κακό στόμα'), όσο και το άτομο του οποίου η στοματική κοιλότητα ανέκαθεν φέρει μία.

Άντε, πάλι έρχεται ο Ψωλόστομος, γαμώ πιά!

(από rigo21, 12/11/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία