Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Ο χαβαλές μετά (ακριβών) ναρκωτικών ουσιών.

Φτάνει ρε μαλάκα πια ο ναρκοχαβαλές, κάνε και τίποτα στη ζωή σου μωρή νούλα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κωλοβαράμε , ψωλαρμενίζουμε , την παίζουμε. Γενικώς μαλακιζόμαστε.
Προέρχεται από τη λέξη πούτσα, η οποία στο γερούνδιο της ενεργητικής φωνής προσλαμβάνει την κατάληξη -ing (όπως λέμε κλάμπινγκ, όχι όμως κάμπινγκ) και δηλώνει την αποκλειστική ενασχόληση με αυτήν (ναι ρε την πούτσα εννοώ). Προσοχή, δεν έχει καμία σχέση με τον Ρώσο άρχοντα Πούτιν, αλλά μάλλον με τον Αμερικανό πρόεδρο Μπους που έχει αναγάγει το πούτσινγκ σε επιστήμη.

- Πού έχεις χαθεί ρε μαλάκα σήμερα όλη μέρα; Πάλι για πούτσινγκ είχατε πάει με την κωλοπαρέα σου; Πότε ρε θα διαβάσεις για την εξεταστική;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο χορταστικός φραπέ (χτυπητός) καφές που σερβίρεται σε μεγάλο γυάλινο ποτήρι με πολλά παγάκια και που πίνουν με μανία όλοι οι Έλληνες ιδίως τους καλοκαιρινούς μήνες από τις 8 το πρωί ώς τις 8 το άλλο πρωί. Για να χαρακτηριστεί έτσι ένας καφέ θα πρέπει να διαρκεί τουλάχιστον 5 ώρες και να μη διακόπτεται για κανέναν λόγο (μόνο για κατούρημα). Συχνά συνδυάζεται και με το αγαπημένο άθλημα του οφθαλμόλουτρου.

- Πω πω δικέ μου είσαι να αράξουμε στο Da Capo για καμιά φραπεδούμπα σήμερα το μεσημέρι;
- Και δεν πάμε καλύτερα καμιά παραλία να δούμε και κάνα ξέκωλο...

(από xalikoutis, 30/10/08)

Δες και -ούμπα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτή είναι ζωή!!! Το λέμε όταν είμαστε κάπου (πχ σε καλό στρατόπεδο) και κάνουμε τη ζωή μας ρε παιδί μου, γουστάρουμε.

Ζωάρα το 294 ΤΕ σου λέω. Είναι πολύ χυμείο εντελώς!!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο όρος δηλώνει με απλό και συνάμα πολύ εκφραστικό τρόπο: Κάνε διάλειμμα. Ο όρος προέρχεται από τις διαφημίσεις της σοκολάτας KitKat που παραπέμπουν στο να κάνει κάποιος διάλειμμα. Το σχετικό σλόγκαν είναι :Κάνε ένα διάλειμμα. Κάνε ένα κιτ κατ.

Αυτό ακούγεται σε κάθε διαφήμισή της. Χαρακτηριστικά θα αναφερθεί η διαφήμιση που αναφέρεται σε μια αγχωμένη υπάλληλο που βάλλεται από δουλειές και παραπέμπεται να κάνει τιγκανά για μπρέικ. Επίσης σε εκείνη που μιλάει για κάποιον που προσπαθώντας να παρκάρει, τρακάρει κατ’ εξακολούθηση, όπως και σε εκείνη που μιλάει για κάποιον τυπά που βλέπει περίλυπος να του ρίχνει τα χαρτιά μια ταρομάντισσα, βγάζοντας φύλλα που τον πάνε από το κακό στο χειρότερο. Ως απάντηση στον νόμο του Μέρφι για αυτούς τους Μητσοτακοχτυπημένους προτείνεται κατεπειγόντως διάλειμμα, ή μ’ άλλα λόγια προσωρινή διακοπή με παρέα το αργό και βασανιστικό φάγωμα μιας KitKat, μήπως π.χ κι ο ανάδρομος Ποσειδώνας σταματήσει να τους ταλαιπωρεί. Ίσως στο μεταξύ ο master of disaster βαρεθεί να περιμένει και πάει αλλού να πει τα κάλαντα.

Σημείωση: κατά την εκφορά του όρου είθισται κάποια παύση μεταξύ της εκφοράς της λέξης κιτ και της λέξης κατ, ώστε να δίνεται έμφαση στο μήνυμα του όρου (κάνε ένα διάλειμμα).

  1. Σεξ με τη Λίλιαν
    Πέρι: - Ρε Λίλιαν χαλάρωσε λίγο τελατίνι μ’ έκανες. Εντάξει η επανάληψη είναι μητέρα της μαθήσεως... αλλά εσύ απ΄τα πολλά σετάκια, της γάμησες τη μάνα. Κράτει πια. Με ξετίναξες.
    Λίλιαν: - Ε τι να σου πω; Κάνε ένα κιτ κατ
    Πέρι: - Και δύο... και τρία... μη σου πω.

  2. Τζιμάκο, αν είσαι τόσο καταπιεσμένος με το διάβασμα κανε ένα κιτ κατ βρε παιδί απόψε. Μην ξεχνάς, ένας μέτρια προς καλά διαβασμένος με διαύγεια μπορεί να πατήσει κάτω έναν άριστα διαβασμένο που έχει καταντήσει κουδούνι... σε μερικά μαθήματα θα σε βοηθήσει πολύ η έμπνευση... το momentum ρε παιδί μου...
    http://www.thelab.gr/showthread.php;t=46915&page=647

  3. Γιατί ο Πρόδρομος (ναι του BigBrother) όταν πάει σινεμά, στο διάλειμμα κοιτάει κάτω; Γιατί άκουσε την διαφήμιση: κάνε ένα διάλειμμα... κάνε ένα κιτ κατ (κοίτα-κάτω).
    http://students.ceid.upatras.gr/~akis/jotd14/0149.html

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κάθομαι κάπου με σκοπό να χαλαρώσω, αράζω.

- Τι στρογγυλοκάθησες στον καναπέ πάλι; Σήκω, μας περιμένει δουλειά!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από το ιταλικό spazzare. Ανήκει στο ιδίωμα των ναυτικών. Σημαίνει ξεμπερδεύω, τελειώνω δουλειά.

Αδερφέ έναν έλεγχο κάνω στην εργασία, την τυπώνω και σπατσάραμε...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Κρεμάω, χαλαρώνω
  2. Βάζω μέσα σε σακκούλα
  3. Είμαι φυτό, ζαμπόν, αλοιφή
  1. Εσύ που γυμνάζεσαι πολύ, να ξέρεις ότι δεν πρέπει ποτέ να σταματήσεις γιατί οι μυς μετά σακκουλιάζουν και δεν θα βλέπεσαι...

  2. - Τι να τα κάνω τώρα όλ' αυτά τα φαγητά, κρίμα είναι να τα πετάξω...
    - Σακκούλιασέ τα και ρίχ' τα στις γάτες.

  3. Χθες ήπιαμε τόσους μπάφους που μέχρι τα ξημερώματα ήμουν σακκουλιασμένος σε έναν καναπέ και δεν ένιωθα τίποτα.

βλ. και σα(κ)κουλέας

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι το άθλημα του σούρσινγκ, που σημαίνει ότι σέρνομαι από καναπέ σε καναπέ, ή από καναπέ σε πολυθρόνα.

Βασική προϋπόθεση είναι ότι δεν χρησιμοποιώ τα πόδια μου, αλλά σέρνομαι με το σώμα μου σαν το φίδι.

Ιδιαίτερα δημοφιλές άθλημα στις λεγόμενες καφετέριες, στέκι όπου συναντιέται όλη η παρέα και υπάρχουν φυσικά καναπέδες.

Επίσης σούρσινγκ γίνεται και στα φοιτητόσπιτα όπου οι φοιτητές, άκα λιωμένοι φοιτητές, μετακινούνται στον χώρο με την χρήση αυτού του αθλήματος.

- Ρε μαλάκα... Πάμε έξω;;
- Κάαααααατσεεε να καταφέρουμε να κάνουμε σούρσινγκ... να πάμε στο σαλόνι να πιούμε νερό... τι έξω να πάμε είσαι με τα καλά σου;

αρκούδα που κάνει sourcing! (από sexpeer, 26/03/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Προκύπτει από το επίθετο οριζόντιος, ήτοι αυτός που είναι ευθύς.

Περισσότερο χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια οριζόντια, ξαπλωτή κυρίως, φάση.
Ρήμα που χρησιμοποιείται τόσο στην ενεργητική, όσο και στην παθητική φωνή, διαφοροποιώντας την σημασία αντίστοιχα:

  1. Οριζοντιώνω κάποιον / α, κάτι κ.τ.λ. = τον / την φέρνω σε οριζόντια θέση, κυρίως μετά από απότομη μετάβαση (κοινώς για να δηλώσει είτε ευθεία απειλή, είτε τετελεσμένη πράξη συντριπτικής βίας και ποδοπατήματος).

  2. Οριζοντιώνομαι = φέρω εαυτόν σε οριζόντια θέση, κυρίως με σκοπό την ανάπαυση.

  1. - Φίλε, κάτσε ήσυχα μη σε οριζοντιώσω...

  2. - Πώπω, ερείπιο είμαι... Κάτσε να οριζοντιωθώ κανενα τρίωρο μηπως και πάρω τα ίσα μου...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία