Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Η λεσβία, η πλακομουνού. Από το τρίψιμο.
Αρχαία ελληνική λέξη που χρησιμοποιείται σήμερα σλανγκικώ τω τρόπω.

Ρε μαλάκα, πάλι κάλεσες όλες τις τριβάδες στο πάρτυ σου; Και μεις τι θα γαμήσουμε ρε μαλάκα;

(από nick, 26/03/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Διακεκορευμένη, κοινῶς ξεπαρθενεμένη, σπασμένη.

Ὁ χαρακτηρισμὸς αὐτὸς λέγεται (λεγόταν καλλίτερα) πάντοτε γιὰ νεαρὲς ἐνήλικες γυναῖκες, ἐκ μέρους ἀνδρῶν, ὡς διαβολή. Ὅταν, σπανίως, ἐξεστομίζετο ἐκ μέρους γυναικῶν, τότε ἡ κακοήθεια χτυποῦσε κόκκινο, καθ´ ὅτι ἐσκόπευε νὰ προσβάλῃ ἀπ´ εὐθείας τὴν τιμὴ καὶ τὴν ὑπόληψι τῆς νύφης των (βλ. παράδειγμα 3).

Ἡ τρύπια καὶ ἡ σπασμένη δὲν ἔχουν πραγματολογικὴ διαφορά• διαφέρουν ὅμως κατὰ τὸ ποιός τὸ ἐκστομίζει, κατὰ τὴν πρόθεσι, καὶ κατὰ τὴν ψυχολογικὴ βάσι ἐκκινήσεως τοῦ χαρακτηρίζοντος (βλ. συμπληρωματικῶς τὸ λῆμμα σπασμένη).

Συνεταιρικὸ λῆμμα μὲ Galadriel

  1. (Μεταξὺ ἀνδρῶν): - Μπορεῖ νὰ τὸ φυσάῃ τὸ παραδάκι ὁ γέρος της, ἀκούγονται ὅμως διάφορα...
    - Σὰν τί, ρὲ Νικόλα, μίλα ἴσια...
    - Πὼς εἶναι τρύπια, νὰ ποῦμε, καὶ γυρεύει νὰ τὴ μπαλώσῃ...

  2. - Ξάδερφε θὰ σὲ παντρέψουμε ἐσένα; Παίζει τίποτα καλὸ στὴ ζωή σου; - ῎Ε, ντάξ, παίζουν διάφορα ἀλλὰ ὄχι καὶ γιὰ γάμο. - Γιατί καλέ, δὲν ἔχεις γνωρίσει κανὰ κορίτσι τῆς προκοπῆς; - ᾿Αφού τὶς ἔχω γνωρίσει, ἐσὺ τί καταλαβαίνεις; Θὰ εἶναι κορίτσια τῆς προκοπῆς; Τὶς τρύπιες θὰ πάρω; (ἀπὸ Galadriel)

  3. (Πεθερά πρὸς νύφη): - Τὰ λοῦσα σὲ μαράνανε κι οἱ ἀπαιτήσεις, κακὸ χρόνο νἄχῃς!... Ἀλλὰ καλά νὰ πάθουμε, ἀφοῦ στραβωθήκαμε καὶ σὲ πήραμε ἄπροικη καὶ τρύπια, ἀνάθεμα τὴν ὥρα τὴ μαύρη καὶ τὴ σκότεινη (sic)!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το τσουλί, η τιποτένια γυναίκα.

-Τι έμαθα ρε συ, χώρισες;
- Άει μωρέ με το τσόλι που πήγα και έμπλεξα, τι θες να έκανα…

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Τσόλι ή τσούλι, είναι από την τουρκική λέξη çul, που σημαίνει χαλί από φθαρμένο ύφασμα, κουρελού. Οπότε σημαίνει ένα ξεφτιλισμένο, χαμερπές άτομο, ή με χάλια αισθητική και εμφάνιση.

  2. Κατά τον Μπαμπινιώτη, σημαίνει επίσης τον άνδρα που εκδίδεται. Κατά τον Βραστάνδρα, είναι λέξη της κουλτούρας των ομοφυλοφίλωνε, καθώς και των καβουροσλανγκοσαύρωνε

  3. Κατά την Ιρονίκ, «το τσόλι είναι κακό άτομο, ενώ το τσουλί μπορεί να είναι και χαριτωμένο. Ή τέσπα, όταν λέμε τσόλι το λέμε αποκλειστικά με κακία ενώ το «τσουλί» μπορείς να το πεις και χαριτολογώντας.

Το «τσουλί», παρεμπίπταμπλυ, έχει την εξής ετυμολογία:

τσουλί < τσούλα < ιταλικό ciulla με αποσπασμό από το < fanciulla = κοριτσάκι προεφηβικής ηλικίας (μωρ' σαν δεν ντρέπεστε, ανώμαλοι!) < fancello < fante = μωρό, παιδάκι < λατινικό infans, -antis .

Μυημένος Σλάνγκος: - Πώς έχεις ντυθεί έτσι σαν τσόλι! Και πρόσεξέ με: Λέω τσόλι, όχι τσουλί. Τι; Δεν ξέρεις την διαφορά; Slang it! Στραβάδι!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(ή τσουλί)

Η γκόμενα που το δίνει εύκολα στον έναν και τον άλλο. Συνώνυμο του πουτάνα (πιο εύηχο ίσως!).

Προέρχεται από το ισπανικό chulo -a που σημαίνει όμορφος /-η. Στα λιμάνια οι πουτάνες είναι chulas και οι Έλληνες ναυτικοί το έφεραν ως συνώνυμο της πουτανιάς. Παρόμοιας χρήσης σε συγκριτικό βαθμό: τσουλάκι (λίγο τσούλα ή τσούλα νεαρής ηλικίας) και τσουλάρα (δεν τη σώζει τίποτα).

Καλό το Μαράκι, αλλά μεγάλο τσουλάκι ρε παιδί μου.

(από nick, 25/03/09)Την όπερα Λα φανΤΣΟΥΛΑ ντελ Ουεστ έγραψε ο Τζιάκομο ΠΟΥΤΣΙνι. Τυχαίο; Δε νομίζω... (από poniroskylo, 04/05/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέξη που πρωτοειπώθηκε (μάλλον να πω: την πρωτοάκουσα) κατά τα ένδοξα έιτιζ, τότε που οι γυναίκες πια είχαν πιστέψει πως κατάφεραν να γίνουν άντρες χωρίς να είναι λεσβίες. Κάτι οι βάτες, κάτι οι σωλήνες, κάτι η μπότα, γεννήθηκε το υβρίδιο αυτό και μαζί του η λέξη τύπα, δηλαδή όχι απλώς τύπισσα, αλλά το απόλυτο αντίστοιχο του τυπά. Τώρα πια χρησιμοποιείται (από γυναίκες και άντρες) μάλλον ειρωνικά, καθότι οι επιπτώσεις —και στα δύο φύλα— τόσης χειραφέτησης είναι εμφανείς και προς το παρόν αδιέξοδες, παρόλο που κατά κόρον συζητιούνται στα πρωινάδικα: τρελές γυναίκες μόνες, θηλυκοποίηση του ανδρικού πληθυσμού, ψυχάκηδες κάθε είδους και φύλου, γεροντομάνες κλπ.

  1. - Ωραία τύπα η Σάσα. Αντράκι, γαμώ!
    - Τι σ' αρέσει ρε μαλάκα σ' αυτήν; Δεν πάω καλύτερα με τον Μικ Τζάγκερ; Πιο γυναίκα είναι.

  2. Καλά η τύπα το παράκανε, θα τον διώξει τον Σταύρο στο τέλος... Τέσσερα χρόνια συζούν, μια φορά δεν του έφτιαξε ένα πιάτο να φάει... Κι αν ο έρμος το ζητήσει, ποιος είδε τον θεό και δεν τον εφοβήθη...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η πολύ άσχημη και χοντρή γκόμενα.

Πώς είσαι έτσι μωρή φακλάνα γαμώ το κερατό σου;;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Επίσης είναι η γκόμενα η οποία έχει πολύ μεγάλο κώλο και (στις περισσότερες των περιπτώσεων) σέξι για τους αρσενικούς παρατηρητές.

- Πωπω ρε συ, κοίτα μια φακλάνα!
- Δεν θα με χάλαγε να την είχα για ένα βράδυ... Ωραία κορμοστασιά...

να τι λέει ο τζιμάκος για το τέρας  (από elias_petropoulos, 13/05/11)φακλανες λαμβανουν ευλογία από κενυάτη ιερέα στην παραλία (από parofilol, 04/12/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Καλοτυχία που οφείλεται σε πρωκτική ευρύτητα, βλ. και ευρύπρωκτος. Ο λόγος που αυτό συμβαίνει δεν έχει εξηγηθεί με σαφήνεια, ωστόσο απόψεις περί του θέματος θα συναντήσουμε πολλές - με μυστικιστική σχεδόν πάντοτε χροιά («κάτσε να σε γαμήσω για να στο πω», «θα πρέπει να σου ανοίξω το τσάκρας» κ.τ.λ.).

Το μέγεθος του φάρδους ποικίλει ανά περίπτωση και οι τιμές που μπορεί να πάρει προκαλούν δέος.

Φαινόμενο με μεγάλη εντροπία που έχει απασχολήσει από τους αρχαίους καιρούς τους διανοητές (Ευκοιλίδης-τσιρλίδειον εμβαδόν, Φάρδυλος-βιογραφία, Γκαστόνιος-Ουόλτεια Δίσνεια κομιξιλειακά κ.α.)

Κωλοφαρδία, κώλος και φάρδος ταυτίζονται συχνά σαν έννοιες και έχουν ευρεία χρήση.

- Μεγάλο φάρδος ο Χαρούλης, τα κονόμησε από το «τζόκερ».
- Α τον κώλο!

Άμα λέμε για φάρδος. (από Galadriel, 22/03/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κλασικό κράξιμο σε βάρος γκέηδων ή θηλυπρεπών αγοριών.

Αποδίδεται σε παλαιό στρατιωτικό καψόνι (που παίζει να είναι και αστικός μύθος) όπου σαδιστές καραβανάδες ή / και λέουρες εξανάγκαζαν ύποπτες ψαρούκλες να κλάσουν μέσα σε ένα ταψί με αλεύρι ή στάχτη. Βάσει της διαμέτρου του κρατήρα προέκυπτε επιστημονικά το κατά πόσο η αγορίνα την έκαιγε τη βάτα.

Εναλλακτικά: το τεστ με το ταψί και τη στάχτη.

- Ή έκφραση μακριά από τον κώλο μου κι όπου θες χώσου! ξεκινάει, ίσως από την παροιμία: όξω ψωλή, άπ' τον κώλο μου, κι ας πάει στή μάνα μου! Οι πειραχτικές εκφράσεις: φέρτε το ταψί με τ' αλεύρι! (ή - τη στάχτη!) - κ α ί - φέρτε το κωλόμετρο! δεν χρειάζονται ιδιαίτερες επεξηγήσεις...
(Ηλίας Πετρόπουλος, «Το Μπουρδέλο»)

- [Βράστα] Αγνοώ τα εσώψυχα του και φυσικά δεν τού έχω κάνει το παροιμιώδες τεστ με το ταψί και την στάχτη. Φρονώ όμως ότι έχεις πέσει εντελώς μα εντελώς έξω «ὡσαναφορά» τον προσανατολισμό του. - [J.B.] ΥΓ το τεστ με το ταψί και τη στάχτη τι είναι;
- [Χεσούς] ο κλασσικός αστικός μύθος για το στρατό: σου βάζουν στάχτη σ' ένα ταψί κ κλάνεις από πάνω. απ' τη λακκουβίτσα που κάνεις καταλαβαίνουν άν τον παίρνεις ;)
(εδώ)

(από Vrastaman, 13/02/12)(από vanias, 21/02/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία