Μικρό συρτάρι βιβλιοθήκης ή κομοδίνου που χρησιμοποιείται ως χώρος φύλαξης μικρών αντικειμένων. Το λήμμα χρησιμοποιείται στη διάλεκτο των Επτανήσων και προέρχεται από την ιταλική.

- Ρε Μαρία, σου έφερα τις σημειώσεις που ήθελες. Πού να τις ακουμπήσω;
- Βάλτες μέσα στο κατζέλο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μάλλον λευκαδίτικη λέξη της κατηγορίας μπουκέτο, κατακέφαλο και τα λοιπά συναφή.
Η διακριτότητα της έννοιας έγκειται στο ότι, όπως δηλοί και η θριαμβευτική λατινική ρίζα της λέξης, αποδίδει την ευχαρίστηση που αντλεί ο χορηγός του μπουκέτου, αλλά και την κατίσχυση έναντι του παραλήπτη.
Εν ολίγοις, όταν κάποιος φάει μπουκέτο μπορεί να αντιδράσει, αλλά όταν φάει τριομφίδι, μάλλον μετά, αφηγούμενος την κατάσταση, θα πει «μού 'δωσαν, μού 'δωσαν, αλλά έφαγα κι όλας...»

-...και μ' λέει «τ'ς γιαγιάς σ' το χάβαρο». Ε, και τ' σκάω ένα τριομφίδ' που είδε τον Άη-Σπ'ρίδωνα ανθρακωρύχο.

Παράρτημα προφοράς στο κάνε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παραλλαγή του «καημένη» σε διάφορες ντοπιολαλιές , συμπεριλαμβανομένης της κερκυραϊκής.

Σλανγκικά, συχνά χρησιμοποιείται με αναφορά στο πέος, όπως και το Ελένη.

  1. Καλό το America, μα πιο γλυκό το Corfu..

Κέρκυρά μου αγαπημένη κι' απ' τον Agio ευλογημένη, σ' έχω χάσει, μου' χεις λείψει, τι να κάμω η τσαμένη;

Μα τι σκέδιο τώρα να' ρθω, που δουλεύω στο Manhattan, άμα μ' άφηνε το boss μου οπωπώ καλά που θα' ταν!

Πάνε χρόνια, παν ζαμάνια που ειμάστενε αλάνια, τώρα projects κι' όλο meetings και για break lunch λαζάνια..

(Μέτοικο παράπονο από forum)

  1. - Μπρε την τσαμένη!
    - Ποια τσαμένη;
    - Την πούτσα μου την καυλωμένη!

(Kλασσική στιχομυθία)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(Πάτρα-Ιόνιο): υποτιμητικό «κοσμητικό» επίθετο για μικρομέγαλο παιδί ή ανυπόμονο δοκησίσοφο νεανία, με την έννοια των: χαζοβιόλη, παπάρι, σκατό, αρχίδι, παπαρίγκος, μηναριτζίκος, μαλακιστήρι = μικρός μαλάκας.

Αγνώστου ετύμου. Λόγω του ένθετου «γ», όπως προφέρεται σε συνδυασμό με την υποβολιμαία έννοια «παπάρι», θυμίζει αυτόν που «δεν βγήκε ακόμη απ' τ' αβγό» και κάνει κουτουράδες, αλλά ο Λευκαδίτης (από το 1947 εγκατεστημένος στην Πάτρα) αστικός λαογράφος Νικόλαος Πολίτης, στο βιβλίο του «Άντζουλος και Μαριετίνα» (θεατρικό με φόντο την παλιά Ζάκυνθο), στο γλωσσάρι του, το γράφει ως «παπάβουλο», με την ίδια σημασία -όθεν η εκτίμηση ότι ίσως να έχει σχέση με την παπική βούλα (;)

Πάντως, το ανωτέρω βιβλίο (Αχαϊκές εκδόσεις) έχει πολλά τυπογραφικά λάθη, πράγμα που δυσχεραίνει την περαιτέρω διερεύνηση...

ΕΚΔΟΧΗ Α:
Πιθανόν όντως να προέρχεται από σκώμμα κατά των Καθολικών που κατοικούν ακόμη την Πάτρα και τα Ιόνια νησιά, όπως και η έκφραση «τον κακό σου το φλάρο (και το μαύρο σου)» -εκ του φράρος / φρέρης = αδελφός (Καθολικός παπάς), αλλά και καπάκι καπνοδόχου σπιτιού ή πλοίου και πήλινης φορητής εστίας (Σίφνος). Η μαυρίλα ως εκ τούτου προέρχεται είτε από το ράσο είτε από την κάπνια, εκτός και αν, από το σχήμα του καπέλου των Καθολικών παπάδων, έλαβε την ονομασία του το εν λόγω καπάκι.

Άλλωστε οι ξεχωριστοί συνοικισμοί (βλ. Πάτρα, Σύρος, Ζάκυνθος, Κεφαλλονιά, Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη κτλ) Ορθοδόξων και Καθολικών Ελλήνων και μη, ουδέποτε τελούσαν εν αγαστή συμπνοία. Όπου είχε ιταλόφερτους ή ιταλοπρεπείς αρχόντους, πίνανε το αίμα του κοσμάκη και μόνον το πόπολο ήθελε ένωση με την Ελλάδα (που δεν αναγνώριζε τίτλους ευγενείας και μαλακίες από μιας ξαρχής στα Συντάγματά της).

Στην Πελοπόννησο, μετά την αποχώρηση του Μπραΐμη, στους Γάλλους στρατιώτες του Μαιζόν που κοιτάγανε να γαμήσουνε, οι Ελληνίδες έγρουζαν: «Χάσου σκύλε Φράγκε!». Παρ’ όλα αυτά, τα μπουρδέλα φύτρωσαν ατάκα σα μανιτάρια, με πρώτη και καλύτερη τη θρυλική Πατρινέλλα (βλ. Ν. Πολίτη «Το Καρναβάλι της Πάτρας»).

Στη Σύρο προεξέχουν δυο χωριστοί μακρινοί λόφοι με την Καθολική και την Ορθόδοξη εκκλησία αντίστοιχα, για να μην ανακατεύεται η ήρα με το στάρι (όπως εκατέρωθεν νομίζεται).

Η Ζάκυνθος επί Βενετσιάνων, στέναζε από τις ίντριγκες και την τρομοκρατία των μπράβων του κάθε κόντε, που δολοφονούσαν εν ψυχρώ ανάμεσα στις σκοτεινές αψίδες (portici της Μπολώνια), τους πολιτικούς ή εμπορικούς αντιπάλους του (βλ. Η. Πετρόπουλος «Υπόκοσμος και Καραγκιόζης», Κ. Θεοτόκης «η Τιμή και το Χρήμα», Σ. Σκιαδαρέσης «Κεφαλλονίτικες ιστορίες», Α. Λασκαράτος «Ιδού ο Άνθρωπος-Στοχασμοί», «Επαναστάτης Ποπολάρος» - κατά τα λοιπά χαζο-ταινία με τον Πρέκα).

Στη Σμύρνη του '22 οι Καθολικοί κάτοικοι χαίρονταν κι ευφραίνονταν με το ξεπάστρεμα των Ορθοδόξων, που τους έβλεπαν ανταγωνιστικά, οι δε Ιταλοί τροφοδοτούσαν ολοφάνερα από την αρχή τον Κεμάλ, πριν από την υπογραφή του συμφώνου Franklin-Bouillon, αφού είχαν τσινίσει από την αρχή κατά της ελληνικής κατοχής της Σμύρνης το 1919, όπως και στο Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας (1913), κατά της προσάρτησης της Νοτίου Αλβανίας – Βορείου Ηπείρου στην Ελλάδα (βλ. Δ. Σωτηρίου «Ματωμένα Χώματα», Η. Βενέζη «Το Νούμερο 31328», Τζ. Χόρτον «Η Μάστιγα της Ασίας», Φ. Κλεάνθη «Έτσι χάσαμε τη Μικρασία» κ.α.).

Στο τέλος του 1ου Παγκοσμίου, στο Βαλκανικό μέτωπο, όπου πολεμούσαν Ιταλοί κι Έλληνες πλάι-πλάι ως δήθεν σύμμαχοι, κάθε βράδυ έπεφτε κι ένας νεκρός και από τις δυο πλευρές, από μεταμεσονύκτιες εκατέρωθεν μαχαιριές στα μουγκά (Σ. Μυριβήλης «Η Ζωή εν Τάφω»).

Οι ιταλικές προβοκάτσιες της Αλβανίας και της Κέρκυρας (1923) και εν τέλει ο τορπιλισμός της «Έλλης» ανήμερα της Παναγίας το '40, συγκλόνισαν το πανελλήνιο.

Λίγο πριν ή λίγο μετά το '40, από την Πάτρα απελάθηκαν περί τους 10.000 (ή και παραπάνω) Ιταλοί στην πλειοψηφία τους Πουλιέζοι, (συνοικία «ιταλιάνικα» στον Άγιο Διονύσιο), που αποτελούσαν τότε περί το 1/4 του πληθυσμού της πόλης (βλ. Λ. Σωτηρόπουλος «Μαρτυρίες για το λιμάνι των Πατρών πριν το '60»).

Οι Δυτικοί Καθολικοί ή Προτεστάντες (ευγενικός τρόπος δήλωσης ότι δεν πιστεύεις σε τίποτα), ακόμη θεωρούν τους Ορθοδόξους κάτι σαν αιρετικούς, ενώ στα ελληνικά σχολεία και στις εκκλησίες, μαθαίνουν ακόμα στα παιδιά μας ότι, δήθεν «κάλλιο σαρίκι τούρκικο, παρά τιάρα παπική», μένεα πνέοντες κατά της Δύσεως για τη διπλή Άλωση (1204 & 1453), διότι έτσι βολεύει τον κλήρο, αφού οι ικανότατοι άρπαγες δυτικοί αποτελού(σα)ν πραγματική απειλή, ενώ οι μπουνταλάδες οι Τούρκοι τους χάιδευαν (ανάλογες μισαλλόδοξες μαλακίες μας ταΐζανε και για τους Εβραίους, ενώ ο Χριστιανισμός είναι μια εβραϊκή θρησκεία!).

Άσε που, προϊούσης της Αναγεννήσεως, οι Δυτικοί την έψαχναν τη δουλειά, ενώ το βυζαντινοσμανλίδικο παπαδαριό προτιμούσε το «πίστευε και μη ερεύνα», ταυτόχρονα καλλιεργώντας και κόμπλεξ «ανωτερότητας» (sic) των νεοελλήνων έναντι των «κουτοφράγκων» (δηλ. μορφωμένων Ευρωπαίων), πράγμα που συνεχίζεται και σήμερα με μύθους περί «Γκρήκ λόβερ» (μόνον εγχωρίως κυκλοφορεί τέτοιος όρος), μαγκιά-κλανιά με παπατζήδικα ψευτοκόλπα της πεντάρας στα «χαζά» Αμερικανάκια, αρβελέρειες γλυκόπικρες αναμνήσεις τρισχιλιετούς πολιτισμού και βάλε...

Παρά ταύτα η νεοελληνική παράνοια είναι ότι ενώ ο τουρκομερίτης Καραμανλής δήλωνε ευθαρσώς ότι «ανήκομεν εις την Δύσιν», στη συνέχεια ο αμερικανοθρεμμένος Παπαντρέας απειλούσε «Έξω από Ε.Ο.Κ. & Ν.Α.Τ.Ο.» και χαριεντιζόταν με τον Καντάφη, που πρώτα του στέλναμε όπλα και τώρα αρκείται να μαζεύει τα στρώματα θαλάσσης και τα μπρατσάκια, που παίρνει ο αέρας απ' τους λουόμενους στη Νότια Κρήτη...

ΕΚΔΟΧΗ ΒΟΥ:
Το 1986 Ο Φίλιππος Βλάχος εκδίδει τα «Χωριάτικα Βρωμόλογα» στο δικό του «τυπογραφείο κείμενα». Γράφει στο εισαγωγικό σημείωμα : «Το μικρό αυτό Γλωσσάρι είναι εφτανησιώτικο και έχει δύο πηγές : το «Λεξικόν ιστορικόν και λαογραφικόν της Ζακύνθου του Λεωνίδα Χ. Ζώη, και τα ορεινά χωριά της Βόρειας Κέρκυρας, όπου έζησα μέχρι το 1958. Σχεδόν όλες οι λέξεις που καταγράφτηκαν δεν ακούγονται πλέον, ενώ έχουν σβήσει τελείως μαζί με τα νανουρίσματα, και τα «άσεμνα» ταχταρίσματα. Οι μαμάδες δεν λένε στα παιδιά τους κώλος, μουνί, σκατά, αλλά ποπός, πουλί, κακά, και τις πιάνει υστερία όταν τολμήσει καμιά γιαγιά να ταχταρίσει το μικρό τραγουδώντας :

Όποιος έκλασε να πιει να την πορδοκαταπιεί να τη βάλει στο βαρέλι να την πιει το καλοκαίρι κι άλλη μία στη μπουρέλα να την πιει την άλλη μέρα.»

Στη συνέχεια, καταγράφει:

αρχίδι• παπάβγουλο, λιμπό (Σ.Σ. βλ. Καββαδίας: ρουφόλιμπα = ρουφοκαυλέτα στα κεφαλλονίτικα), αμελέτητο, καλό, λιόκι (Σ.Σ. βλ. μακεδονίτικα Ημαθίας: Δυο λιόκια στο τζαντέ = δυο αρχίδια λιάζονται, σημ. χέστηκε η φοράδα στο γενή-τζαμί / αλώνι) χέστηκε η φοράδα (μας) στ' αλώνι), βόλι, βαρίδι. Γούμενος καθούμενος τ’ αρχίδια του έλυε κ’ έδενε (Σ.Σ. Θυμίζει το: Δουλειά δεν είχε ο διάολος, τ’ αρχίδια του έσπαε κι έραβε / γαμούσε τα παιδιά του) (Σ.Σ. Χάριν καταγραφής, να προσθέσουμε και το ρουμελιώτικο «αγγειά» (π.χ. θα πάρεις τ’ αγγειά μου).

βυζιά• Εκείνα τα συκόφυλλα πολλή βαστάν δροσία και τα παχιά σου τα βυζιά πληγώνουν την καρδία.

γαμήσι• Ξύλο και γαμήσι δεν αλησμονιούνται. Ο χορός και το γαμήσι είν’ τση γυναικός η φύση Στο φαΐ και στο γαμήσι ο Θεός δεν κάνει κρίση.

γαμώ• όποιος θέλει να γαμήσει, πρέπει να χασομερήσει, νάχει άσπρα να χαλάσει και να μην τα λογαριάσει. Καθώς έτριψες θα γαμήσεις.

διάολος• καλόγερος θα να γενώ να σώσω την ψυχή μου μα δε μ’ αφήνει ο διάολος πού’ χω μες το βρακί μου
(Σ.Σ. Τούτο το Ζακυνθινό μαντιναδάκι, το λένε ακόμα στις αρέκιες της πόλης).
(Πηγή): http://kuk.blogspot.com/2005_01_01_archive.html

Δηλαδή, κατά τον Ζακυνθινό Φ. Βλάχο, παπάβγουλο σημαίνει νέτα-σκέτα «αρχίδι» (χωρίς ωστόσο να μας εξηγεί πού κολλάει ο παπάς / πάπας), όπερ δεν αποκλείεται, αφού ακόμα παρομοιάζουμε τα τρομπολίνια με αβγά -π.χ. λέμε όταν χτυπήσουμε στην «οικογένειά» μας, ότι «μου γίνανε ομελέτα», στην δε ισπανική και γερμανική αργκό οι όρχεις λέγονται αντίστοιχα και huevos / Eier = αβγά, ενώ μια και ο λόγος περί φαγωσίμου, οι Εγγλέζοι τα λένε spuds = πατάτες κι οι Ιταλοί το μουνί το λένε figa = σύκο…

Καλή όρεξη!

- Εμένα πάντως μάνα, δε μου το βγάζεις από το μυαλό, ότι η φωτιές του καλοκαιριού, είναι δουλειά της αντιπολίτευσης για να πέσει η κυβέρνηση!
- Άκου μυαλό που κουβαλάει είκοσι χρονώ παιδί... Παιδί μου, χάζεψες; Πού τ’ άκουσες αυτά τα πράματα;
- Στην τηλεόραση τα λένε...
- Άντ’ απο κεί βρέ παπάβγουλο, που ακούς τσι μούρλιες του ενού και τ’ αλλουνού!

Ο Σιορ-Διονύσιος (από HODJAS, 30/01/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέξη της κοινής νεοελληνικής, προστατική του ρήματος κάνω, που στα λευκαδίτικα (χωριάτικα και μπρανελίτικα) έχει το στάτους λέξης που δεν παίζει κάποιο συγκεκριμένο ρόλο στην πρόταση, πλην την επίταση του νοήματος, δίνοντας έναν τόνο αγανάκτησης.

Μπαίνει κατά κανόνα (αν όχι πάντα) στο τέλος της φράσης και σημαίνει κάτι σαν «επί τέλους», «πλέον» και τα συναφή.

Όταν συνειδητοποίησα ότι πρόκειται όντως για την προστακτική του κάνω, τρίπαρα άσχημα με το πώς διάολο μπορεί να έφτασε να χρησιμοποιείται έτσι αυτή η λέξη.

Για ηχητικά με παραδείγματα προφοράς βλέπε το δεν πάω πόντο.

- Έλα, κάνε, μας γκάστρωσες!
ή - Ε, ά στο δγιάλο κάνε...
ή - Τι θες, μωρέ, κάνε, πρωϊνιάτ'κο;
ή - Ε, μα, κλjείζ' τ' μπόρτα κάνε...κιο μας έκοψε!
(το λ προφέρεται με την άκρη της γλώσσας πίσω από τα πάνω δόντια, αλλά το πίσω μέρος δεν ακουμπάει στον ουρανίσκο, αλλά είναι προς τα κάτω. το αποτέλεσμα είναι ένα ιδιότυπα παχύ λάμδα. στην πόλη είναι πιο παχύ απ' τα χωριά.)

με μπολντ το πλέον κλασσικό λευκαδίτικο υπερμπινελίκι (όταν δεν πέφτουν άγ' σπ'ρ'δόν' και άγ' γεράσ'μ', και κυρίως παναγίες φανερωμένες), μάλλον το πιο ακραίο που μπορεί να πει η μάνα μου χωρίς ενοχές:
- Κόπ'κε το νερό πάλ'...
- Μπα γαμώτο κάνε...και πώς θα πλjύνω γω τα 'γγειά; (<αγγεία: τα πιάτα, τα σκεύη. το παίζω λίγο βίκαρ εδώ, αλλά πάντα φανταζόμουνα αυτή τη λέξη να ξεκινάει με «γγ». Έτσι κι αλλιώς, στον ενικό λέμε «το γγειό»)
- Ε, μό 'χε πει ο δήμαρχος ότ' θα τ'νε φκιάξ' τ'νjύδρευσ', (σταυροκοπούμενος) να, μά τ' μπαναΐα γαμώ τ' φανρωμέν'μ...
- Ε μωρέ ξεπατωμένο, πώς βλαστ'μάς έτσ';; Ε, και καλά π' στού πε, εσύ τονε πίστεψες;

(η απόστροφος παριστάνει ι που δεν προφέρεται, απλά μένει να γιωτίζει το σύμφωνο που προηγείται, αντίστοιχα με το ь στα ρώσσικα. στην προφορά της πόλης όλα τα σύμφωνα προφέρονται σκληρά και όταν ένα φωνήεν εκλείπει γιατί δεν τονίζεται [κατά το αξίωμα «φωνήεν που δεν τονίζεται δεν έχει λόγο ύπαρξης»], το προηγούμενο παραμένει σκληρό και κατ' αντιστοιχία θα βάζαμε ένα ъ αν θέλαμε να το τονίσουμε. πχ, στην πόλη θα λέγαμε «Ε, μό 'χε πει ο δήμαρχος οτθατνε φκιάξ τνύδρευσ» και με μια πιο ένρινη προφορά, αντί για αυτό του παραδείγματος. Το j είναι για το λευκαδίτικο νjι και λjι, που είναι διαφορετικό απ' τα πελοπονησιακά και τα κρητικά.)

και ένα παράδειγμα από το νέτι:
- Μπα, μαρή κοπέλα μ'. Δε μ' λες κάνε, τ' αρνί σας το σφάξατε;
- Μπαααα, θειά μ'. Καρτερώ το μπαρμπα-Χρήστο το Μένιο. Η αφεντιά του μας το σφάζ' ούλες τσι χρονιές. Είναι φίλος, βλέπ'ς, με το ν'κοκύρ' μου. Του δίνει και τη (μ)προβιά κάθε χρόνο!

κ ευχές με τίνγκα μπρανελίτικη προφορά, από μία πλήρως καλτ μορφή της λευκάδας (από jesus, 26/12/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χρησιμοποιείται στα Δωδεκάνησα για να δηλώσει τη βρώμα, κάτι που αναδίνει μια άσχημη μυρωδιά. Συνώνυμό της η λέρα ή το κάρσι (αυτή πρέπει να είναι τούρκικη λέξη), ή η απλυσιά.

Δεν πλησιάζεται το άτομο, πρέπει να έχει να πλυθεί χρόνια. Θεέ μου τι λούβα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η κακαράντζα, το μικρό, σφαιρικό, κυβικό ή πολύεδρο κόπρανο συμπαγούς υφής (στο κεφαλληνιακό ιδίωμα).

- Έχεσες τίποτες ωρέ Παντελή;
- Τι να χέσω; Μόνο κάτι βερβελιές έβγαλα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η παδέλα σώζεται ακόμα έτσι στην Λευκάδα και στην Κεφαλονιά (υποθέτω και στα υπόλοιπα Επτάνησα), ή αλλιώς padella ή padela, paielle.

Είναι σκεύος με πολύ μεγάλο παρελθόν και αναφορές ήδη από την εποχή της ακμής της Πομπηίας. Με την πάροδο των χρόνων διαδόθηκε σε όλα τα γεωγραφικά πλάτη και μήκη, χάνοντας τα αρχικά της χαρακτηριστικά (χαμηλό και φαρδύ πήλινο σκεύος μαγειρικής) και αποκτώντας ένα πλήθος παραλλαγών.

Μια απ' αυτές είναι η ισπανική παραλλαγή, η paella, ένα μεταλλικό τηγάνι με δύο χειρολαβές, που χρησιμοποιείται για τη παρασκευή της ομώνυμης συνταγής της παέλια. Επίσης άλλη παραλλαγή είναι η πήλινη φαρδιά γάστρα χωρίς καπάκι που μπαίνει στο φούρνο. Άλλη παραλλαγή είναι και η πήλινη φαρδιά λεκάνη για ανάμειξη των υλικών της μαγειρικής. Η πιο διαδεδομένη και γνωστή ωστόσο παραλλαγή της είναι αυτή για το τηγάνισμα και το σωτάρισμα, η επονομαζόμενη lionese (από τη Λυών).

Μπορεί δηλαδή να είναι τ. τηγάνι, γουόκ, κατσαρόλα, πήλινη γάστρα (χωρίς καπάκι) και πήλινη λεκάνη. Χαρακτηριστικό αναφοράς γι' αυτά τα σκεύη αποτελεί το χαμηλό ύψος και η αρκετά μεγάλη διάμετρος τους, άνω των εικοσιτεσσάρων εκατοστών.

Σλανγκοϊδιωματικά παράγωγα της λέξης παδέλα είναι:

  • παδελομούτρης, : στρογγυλοπρόσωπος, -η
  • παδελοφούσκης: ακόμη πιο στρογγυλοπρόσωπος (παδέλα + φούσκα)
  • το υ το παδέλα: το ύψιλον της πρώτης δημοτικού

1)......Εμείς πάντως στο σπίτι είχαμε μοσχάρι σπιτίσιο γιουβέτσι, σε πήλινη παδέλα στο φούρνο,με φρέσκια ντομάτα απο τον κήπο και ντόπιο τυρί.Όλα σπιτικά,εκτός απο την παδέλα που την αγοράσαμε τα Χριστούγεννα στη λίμνη Πλαστήρα.Αυτή η πήλινη παδέλα κάνει πεντανόστιμο το φαγητό ,φτού μην τη ματιάσω και μου σπάσει....(απο φόρουμ με συνταγες μαγειρικής.)

2)-Μάνα την αγαπάω! -Ποιά μωρέ πάλαι πίσω..; -Τη Μαριγούλα,... τση Τασίας....αυτήνη.. -..αυτήνη την παδελομούτρω; Τι τση ζήλεψες; που 'ναι τα μουσούδια τση λες και τηνε τσιμπήσανε χίλιοι σερσέλοι;

(από perkins, 17/06/10)Vespa Crabro Linnaeus  ή σέρσελας (από perkins, 17/06/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από ένα γούγκλισμα στα γρήγορα ανακάλυψα ότι είναι αφενός ένα βάραθρο κάπου στην επικράτεια και αφεδύο ένα χαμηλό όρος με βάραθρα.

Επειδή δεν μου είναι και γνωστό το έτυμον του όρου, πιθανολογώ ότι και η σημασία αυτή επίσης προέρχεται από ανά την επικράτεια σλαγκόφώνους Έλληνες. Στα σλαγκολευκαδίτικα όμως. σημαίνει το κακομαγειρεμένο ψητό, σε σημείο που να έχει γίνει εντελώς μαύρο και να μην τρώγεται με τίποτα. Όταν δηλαδή οι συνδαιτυμόνες αναφωνούν «άνθρακες ο θησαυρός». Σαν έξυπνος σλάνγκος όμως που είμαι κτοκττμγ βρίσκομαι κοντά στο να συνδέσω τις δύο σημασίες εκ του κοινού χρώματος που έχει το στόμιο του βαράθρου με το καμμένο φαγητό.

  1. για την πρώτη εκδοχή: ... μέσ τη βροχή και το κρύο, για το όρος Κάρκανο, προέκταση του όρους Πούλου πριν το διάσελο της Κουλοχέρας ,πριν ξημερώσει και τους δουν οι αντίπαλοι. Μερικοί μπορεί να είναι και στενοί συγγενείς και παλαιότερα πολύ αγαπημένοι, ενώ τώρα σε αυτές τις μαύρες μέρες με το μίσος όλα είναι αλλόκοτα.. και επίσης: Ένα βαθύ κάρκανο στο Χιονοβούνι είναι μακρινή αποστολή και δεν πήγαμε για εξερεύνηση, ενώ έχει κάποια αξία ιστορική. Σε αυτό ο Ιμπραήμ έριξε τους Κρεμαστιώτες που απέφευγαν την κίνησή του για να γλιτώσουν τα κοπάδια τους και κάποια στιγμή τον χτύπησαν σε στενά και μερικοί σκοτώθηκαν. Αυτούς τους έριξε με τον ελαφρύ οπλισμό τους μέσα στο κάρκανο αυτό υποτιμώντας τα όπλα των μπροστά τα δικά του.

  2. ... και για την δεύτερη:
    - Ελάτε να φάτε που να με φάει κακός λέφας κι επέθανα στα ποδάρια μου, να νετάρω!!!
    - Έτσι που τό' καψες και τό' καμες κάρκανο δεν είναι κρέας αυτό μάνα, διαλούπι είναι!

very well done (από perkins, 10/09/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

αφάνος: Ζάλη μαζί με έξαψη.

καπρινιόζος: Κακομούτσουνο ψάρι. Χρησιμοποιείται μεταφορικά για να περιγράψει άσχημη γκόμενα.

κότολο: Γυναικείο μακρύ και φαρδύ φόρεμα εργασίας.

παλιοπροβάτινα: Η περασμένης ηλικίας γυναίκα. Ο τόνος μεταφέρεται στην προπαραλήγουσα.

πατσαλικοπόδαρο: Το εν χρω κούρεμα ή ξύρισμα κεφαλιού, αιδοίου κτλ.

ποκάρι: Πλούσιο μαλλί.

σούτος: Ο μη κερασφόρος, αυτός που δεν έχει κέρατα.

τσαγκώνει: Πιάνει στο λαιμό κάτι σαν κάψιμο.

τσούλα: Η προβατίνα με πολύ μικρά αυτιά.

φεστίδιο: Σύντομο λιποθυμικό επεισόδιο.

- Ανοίξτε μωρέ καμιά πόρτα και μούρτε αφάνος απ' τη ζέστη.

- Είναι όπως τον καπρινιόζο!

- Σήκωσε με διακριτικότητα το κότολό της και κατούρησε λάθρα.

- Τι τηνε θέλεις την παλιοπροβάτινα; Αυτήνη δε βράζει ούτε σε 2 μέρες!

- Το κεφάλι του έγινε σα πατσαλικοπόδαρο!

- Εκειές οι προβατίνες είχανε απάνου τσου ποκάρι και ατόνισα να τσι κωλοκουρίσω!

- Σούτος τράγος.

- Αυτό το λάδι είναι τσαγκό.

- Εχάλευα εκείνη την τσούλα μες το λόγκο ούλη μέρα

- Μούρτε φεστίδιο μόλις τα' κουσα!

(από protnet, 25/09/10)Νήσος Κέρος. Εδώ δεν υπάρχουν Σούτοι (βλ. ορισμό) (από GATZMAN, 27/09/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία