Θα σε γαμήσω!!!!

Θα σε πλακώσω στο ξύλο!!!

- Ισα ρε μαλάκα ποιός νομίζεις οτι είσαι;
- Κάτσε να σου ξηγήσω το όνειρο, να δεις μαλακισμένο !!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η σταύρωση ως γνωστόν ήταν τρόπος θανατικής καταδίκης και αντιπροσωπεύει το μαρτύριο του Χριστού που ήταν πολύ οδυνηρό, όμως επειδή ο Χριστός είχε όχι απλό δόντι αλλά χαυλιόδοντα, κατάφερε μετά το ξεσταύρωμά του να αναστηθεί και να δώσει ελπίδες στον κάθε ταλαίπωρο πως, ό,τι μαρτύριο και να περνάει, θα καταφέρει να βρει λύτρωση.

Επίσης. είναι τοις πάσι γνωστόν ότι ο κλασσικός έλληνας (δεν γνωρίζω για τις άλλες εθνότητες) είναι ο γαμιάς της γειτονιάς και μπορεί να γαμάει τους πάντες και τα πάντα χωρίς εξαίρεση και φυσικά δεν εξαιρούνται ούτε τα θρησκευτικά πιστεύω. Σ' αυτόν τον τομέα δε, έχει ιδιαίτερη αδυναμία, ξεκινώντας από τους αντιπροσώπους επί γης του θεού που πιστεύει ο καθένας και φτάνοντας μέχρι την κορυφή της ιεραρχίας, συμπεριλαμβανομένων και των αξεσουάρ (καντήλια, πετραχήλια κλπ.). Αυτό δε, υποδεικνύει πολύ μεγάλη πίστη. Ναι ναι, πολύ μεγάλη πίστη, το έχω διασταυρώσει από γυναίκες του κύκλου που λένε ότι αυτός που υβρίζει την Παναγία και το Χριστό τους αγαπάει πάρα πολύ, γιατί προτιμάει να καλέσει τα θεία παρά τον ακατονόμαστο!

Όταν γαμεί κάποιου το ξεσταύρι, δηλώνει μεγάλη απειλή και ότι θα τον κάνει να μαρτυρήσει της μάνας του το γάλα. Όταν γαμεί το δικό του ξεσταύρι, αναθεματίζει το μαρτύριό του και ελπίζει στη λύτρωσή του.

  1. Ρε γαμώ το ξεσταύρι σου, δεν το είδες το στοπ; Κατέβα ρε, αν τιμάς τα παντελόνια που φοράς!!

  2. Βάζει το κλειδί στη μίζα, το γυρίζει... γρρρρ, γρρρ, γρρρ... ξανά και ξανάμανά, μέχρι που η μπαταρία ξελιγώνεται. Γαμώ το ξεσταύρι μου μέσα! Άντε τώρα να δούμε πώς θα βρω ταξί! Θα το βάψω μπλε να τελειώνω!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η ακραία ρόμπα, ο υπερθετικός της ρόμπας.

Θα γίνουμε ρόμπα! Και τι ρόμπα! Ξεκούμπωτη!

Βλ. και ρόμπα λουλουδάτη, ρόμπα καπιτονέ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Απο την εποχή της Τουρκοκρατίας ξεκινάει αυτή η ατάκα και συγκεκριμένα από το κρέμασμα και το παλούκωμα που επιβαλλόταν ως θανατική ποινή σε ορισμένους κατάδικους. Ηταν φρικτό μαρτύριο και για να θανατωθεί κάποιος έτσι σήμαινε πως ήταν άξιος βασανιστικού και ατιμωτικού θανάτου. Ενός θανάτου που ταίριαζε σε έναν ανυπόληπτο άνθρωπο.

Αργότερα θεωρήθηκαν ως ανυπόληπτοι οι γελωτοποιοί, οι ηθοποιοί, οι ζογκλέρ, κλπ γιατί θεωρείτο πως δεν είχαν υπόληψη όταν έφταναν στο σημείο να κάνουν πράγματα που ήταν έξω από τον πολιτισμικό κώδικα δεοντολογίας που ίσχυε (π.χ. πηδούσαν παλούκια, κοντάρια, κλπ)

Η φράση είναι ανάλογη της φράσης «εξώλης και προώλης» και αναφέρεται για άνθρωπο που υποκειμενικά θεωρούμε βάσει του πολιτισμικού συστήματος αξιών που υιοθετούμε, πως είναι εντελώς διεφθαρμένος.

Το σύστημα αυτό επηρεάζεται από τις ισχύουσες κοινωνικοπολιτισμικές συνθήκες (περιοχής/εποχής) και μπορεί να διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο.

Ο Μένιος συστήνει τη Λάουρα στην αδερφή του, την Ιουστίνη, που είναι μοναχή. Η Λάουρα είναι ντυμένη στο στύλ ανοίξαμε και σας περιμένουμε. Οταν τα αδέλφια μένουν μόνα τους, ο Μένιος τη ρωτάει:

Μένιος: - Πώς σου φαίνεται η Λάουρα; Λέω να την παντρευτώ και θέλω τη γνώμη σου.

Ιουστίνη: - Πώς να μου φανεί; Τού σκοινιού και του παλουκιού είναι. Οτι και να σου πω λίγο είναι. Εσύ πρέπει να πάρεις παρθένα. Κι αυτή ...το πολύ πολύ να 'ναι Παρθένος ... στο ζώδιο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η υπερβολικά ακραία μορφή του «είστε όλες ένα μάτσο / τσούρμο καριόλες». Δηλαδή, ενώ συνήθως ο σωστός Ελληνάρας λέει «όλες οι γυναίκες είναι πουτάνες, εκτός από την μάνα μου και την αδερφή μου», ο εκφωνητής της παραπάνω έκφρασης έχει φτάσει σε τέτοια ακραία υπαρξιακή απελπισία, ώστε να συμπεριλάβει και την μάνα του στις καριόλες! Τι να πω; Σ' αυτό το στάδιο το επόμενο που μπορεί να πει ο εν λόγω άνδρας είναι «ούτε μαλακία δεν μπόρεσα να τραβήξω από την πίκρα» και εντέλει «βάζω το μικρό μου δάχτυλο στον κώλο και αυτοκτονώ».

«Είστε όλες ένα μάτσο / τσούρμο καριόλες με την μάνα μου σημαιοφόρο!», έγραφε το σημείωμα που άφησε πίσω του ο αυτόχειρας. Ζωή σε λόγου μας!...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η φράση αποτελεί παράφραση της παλιά παροιμίας «το χρήμα πολλοί εμίσησαν, τη δόξα ουδείς». Η σλανγκοπαροιμία περί μαλάκα και μαλακίας προκύπτει από την αρχική παροιμία μάλλον με τη μεσολάβηση της εσφαλμένης μεν αλλά σύντομης και εύχρηστης εκδοχής «το χρήμα πολλοί αγάπησαν...», η οποία βέβαια παραλείπει το «τη δόξα ουδείς» γιατί θα ήταν πασιφανές λάθος, και η οποία δε συγκρίνει χρήμα και δόξα, απλά καταγγέλλει την φιλαργυρία και τα άσχημα καμιά φορά αποτελέσματά της....

Η σλανγκ πλιατσικολόγησε πάνω σε αυτή την εσφαλμένη και ηθικολογική εκδοχή αναφερόμενη στο πολυαγαπημένο της ζήτημα, τη μαλακία, και μεταφέροντας τη σύγκριση στο επίπεδο όχι διαφορετικών αξιών (χρήμα ή δόξα) αλλά μεταξύ πράξης και υποκειμένου της πράξεως: μεταξύ «μαλάκα» και «μαλακίας». Έτσι, όμως, έδωσε και ένα άλλο, όχι πιστό, αλλά εξίσου ισχυρό νόημα, στην όλη νοηματική δομή της αρχικής παροιμίας...

Να σημειώσουμε ότι ως φόρμα, η φράση είναι φοβερά σλανγκοεύχρηστη: σχεδόν κάθε χαρακτηρισμός μπορεί να ενταχθεί και να προκύψουν φράσεις με λεπτές νοηματικές αποχρώσεις, αλλά και μικρές οάσεις αμφισημίας που είναι όμως ανάλογα την περίσταση τίγκα στο νόημα, λ.χ.

  • το πουστρηλίκι πολλοί αγάπησαν, τον πούστη ουδείς
  • το κλανίδι πολλοί αγάπησαν, τον κλασμένο ουδείς
  • το γαμήσι πολλοί αγάπησαν, τη γαμιόλα ουδείς, κ.λπ. κ.λπ.

    Γενικά, το νόημα είναι περίπου ότι μια πράξη αγαπητή και ηδονική, δε θα πρέπει πάντως να γίνεται καθ' υπερβολή ώστε να χαρακτηρίζει κάποιον... Οπότε, η αφηρημένη δομή και φόρμα έχει περάσει στη σλανγκ (βάλαμε το «μαλάκας» συγκεκριμένα περισσότερο ως εμβληματικό), γιατί καλύπτει μια ανάγκη: την ανάγκη με ασεβή τρόπο (που εξασφαλίζεται με την βεβήλωση μιας ηθικοπλαστικών καταβολών αρχικής φράσης) να μπορούν να καταγγελθούν, όταν πρέπει, τα καθόλου μισητά κατά τα άλλα για τη σλανγκ φαινόμενα υπερβολής.

Θα πρέπει επίσης να πούμε ότι, σαν φράση γενικά και ειδικά δεν είναι και πολύ ποιοτική, ούτε καν για σλανγκ, ανήκει στα τάρταρα της σλανγκ, not least επειδή περιέχει καθ' υπερβολή και παρήχηση σλανγκο-ύβρεις. Και νοηματικά, δεν είναι τόσο καλή ώστε να τη λέμε συχνά, έστω κι αν σχηματίζεται πολλές φορές μέσα στο κεφάλι μας με ακατανίκητο συνειρμικό τρόπο. Για το ότι δεν τη λέμε ευθύνεται επίσης η σχετική της αμφισημία/αστοχία για παροιμία που θέλει να είναι («ποιοι αγάπησαν τη μαλακία;» «δεν υπάρχουν μαλάκες που αγαπήθηκαν;»). Συγγενεύει δηλαδή γενικά με ένα απροσδιόριστο βασίλειο καθημερινής γλωσσικής σαχλαμάρας, διαφορετικό πάντως από αυτό στο οποίο ανήκουν όσα ο χρήστης Jesus έχει επισημάνει ως προσδίδοντα γελοιότητα στο λόγο εδώ, και διαφορετικό και από το βασίλειο των σεφερλισμών.

Απαντά και με το αρχαιοπρεπέστερο «ηγάπησαν».

Παράδειγμα 1 (από δικού μου)

- Με παράτησε η Φιλίππα, γιατί λέει στέλνω mail στις πρώην μου... μπουχουχου...
- Εμ, τη μαλακία πολλοί αγάπησαν, το μαλάκα ουδείς...

Παράδειγμα 2 (από blog - συνιστώ ανεπιφύλακτα να διάβάσετε το συγκεκριμένο ποστ)

Αγαπητοί εν Χριστω αδελφοί να γνωρίζετε ότι αν την τινάζετε πάνω από τρεις φορές θεωρείτε αυνανισμός (μαλακία).

Την μαλακία πολλοί αγάπησαν, τον μαλάκα ουδείς.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μπορεί να είναι αμετάβατο, δηλαδή σκέτο «σου γαμώ», μπορεί και να είναι μεταβατικό, με αντικείμενα, όπως «την μάνα», «την θεία», «την γιαγιά», «την κουμπάρα», «την συνυφάδα», «την συμπεθέρα», ή μετωνυμικά «της γιαγιάς σου το βρακολάστιχο», «της θειάς σου το μπουγαδοκόφινο» κ.τ.λ, με προτίμηση σε γηραιά πρόσωπα του οικογενειακού περιβάλλοντος του συνομιλητή, με το οποίο δείχνουμε ότι «δεν γαμάω για ευχαρίστηση, αλλά για την φουκαριάρα τη μάνα ΣΟΥ»...

Το σλανγκικό ενδιαφέρον έγκειται στο Συντακτικό. Το «σου» του «σου γαμώ» δεν είναι ούτε Αντικείμενο, ούτε Γενική Κτητική, αλλά επιβιώνει / απορροφάται σε αυτό η αρχαία Δοτική Προσωπική Ηθική, που δηλώνει το πρόσωπο εις δυσαρέσκεια του οποίου τελείται η πράξη (λ.χ. «ως καλός μοι ο πάππος!»), ή η Δοτική Προσωπική Αντιχαριστική, που δηλώνει το πρόσωπο, προς ζημίαν του οποίου τελείται η πράξη. Αυτά για τους αρχαιόκαυλους της σλανγκ.

Τέλος βρις-οφ αφού έχουν εξαντληθεί όλα τα πρόσωπα του σογιού και τα αξεσουάρ τους:
-Σου γαμώ... (απλά και αμετάβατα)...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πουτανιά κάποτε αποκαλούσαν το είδος συμπεριφοράς και διάθεσης που χαρακτηρίζει εκπροσώπους του αρχαιότερου επαγγέλματος (*)

Όμως η πουστιά δεν προϋποθέτει ομοφυλοφιλικές τάσεις. Το να είσαι δε Αθίγγανος δεν αποτελεί ούτε απαραίτητη αλλά ούτε ικανή συνθήκη για να κάνεις γυφτιές, αλλά ούτε και πρέπει να είναι κάποιος Ρομά για να βρομά!

Έτσι, και η πουτανιά εδώ και καιρό υπερέβη τα στενά όρια της πορνείας και πραγματοποίησε crossover στον ευρύτερο κοινωνικό ιστό.

Με την παγκοσμιοποίηση άλλωστε, οι πόρνες -με την στενή έννοια της λέξης- είναι τα κατ' εξοχήν θύματα πουτανιάς: της τρίτης μεγαλύτερης παράνομης «βιομηχανίας» στον κόσμο, μετά το εμπόριο ναρκωτικών και όπλων.

Η πουτανιά συνεπώς χρησιμοποιείται με ευρύτερο πνεύμα, περισσότερο clittéraire παρά cliteral:

- Το «η πουτανιά είναι στο αίμα της / του» δεν απηχεί το ήθος μάας πόρνης, αλλά στην μαεστρία του οιουδήποτε μπαγαπόντη να υλοποιεί ιδιοτελείς στόχους μέσω ανέντιμων, δολίων και υποβολιμαίων μεθόδων.

- Ο τίτλος «είσαι παλιά πουτάνα» σπάνια πλέον απονέμεται σε παλαίμαχες ιερόδουλες, αλλά περισσότερο σε πεπειραμένα, κωλοπετσωμένα και παμπόνηρα μπουμπούκια με πολλά χιλιόμετρα πουτινιάς στο κοντέρ τους.

Συμπέρασμα: Όλες οι φορείς πουτανιάς είναι παλιαδελφές, ανεξάρτητα από φυλή, φύλο, θρησκεία και εθνικότητα!

Ωστόσο, για να μην ξεχνιόμαστε: Η γυναικεία πουτανιά παραμένει η βασίλισσα του είδους. Σε κάθε καμπή της ανθρώπινης ιστορίας, και για λόγους που δεν είναι της παρούσης, υπήρξε απείρως ευκολότερο για ένα Λίλιαν να αποκτά αγαθά και αξιώματα, εκμεταλλευόμενο τα θέλγητρα του ή και απλώς την μαλαγανιά του, πατώντας όμως πάντα στις μονίμως λιπμιντιάρικες διαθέσεις και ανασφάλειες ενός Περικλή, παρά το αντίθετο.

(*) *Σύμφωνα με τον Ηλία Πετρόπουλο, η πορνεία είναι το δεύτερο αρχαιότερο επάγγελμα. Το αρχαιότερο είναι εκείνο του κλέφτη.*

Γνωμικά για την πουτανιά:

- Η πουτανιά είναι γένους θηλυκού και ο κερατάς γένους αρσενικού!

- H φτώχεια θέλει καλοπέραση και η πουτανιά φτιασίδι!

- Το ράσο θέλει καλοπέραση και η πουτανιά φτιασίδι (επικαιροποιημένη βερσίον)!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Οδυνηρή επαφή βλάχου σε θάλασσα με οκτάποδι.
  2. Δηλώνει και γκαντεμοκατάσταση. Αναποδιά.
  1. - Τι ιν τούτ' ρε παιδιά στο ποδ' μ;
    - Χταπόδι μπάρμπα. Μπράβο, πιάστο.
    - Το φοβαμ' βρε παιδι 'μ τουτ'. Πουτάνα θάλασσα που σε γαμούν τα ψάρια και βγάζεις χταπόδια...

  2. Τι έγκυος;... Όχι ρε Λίτσα... τι θα πω στην γυναίκα μου; Πουτάνα θάλασσα που σε γαμούν τα ψάρια και βγάζεις χταπόδια...

Όχι πουτάνες στην πλατεία. Όχι σκουπίδια σε θάλασσες και ακτές. (από Galadriel, 28/02/09)(από Jonas, 15/01/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υπάρχουν δύο μεγάλες συνομοταξίες γουρνάρηδων, με διαφορετική ετυμολογική προέλευση:

1. Ο χοιροβοσκός. Η ορθή προφορά είναι γουρνάρς.

Εκ του γουρουνιού (< αρχ. γρώνα, η γουρούνα).

Στο σημείο αυτό αξίζει να αναρωτηθούμε που πήγε η δεύτερη συλλαβή ου, οέο. Εξερευνώντας την επαρχία μας θα διαπιστώσετε ότι πάμπολλες ταβέρνες δελεάζουν τους περιηγητές με μια μαγική επιγραφή: γουρουνόπουλο σούβλας. Φτάνοντας όμως στην Πελοπόννησο, και προχωρώντας νότια προς Αρκαδία και Μεσσηνία, οι πιο οξυδερκείς καλοφαγάδες θα παρατηρήσουν μια ειδοποιό διαφορά που θα διεγείρει τους σιελογόνους αδένες τους: στις πινακίδες των ταβερνείων το γουρουνόπουλο μεταλλάσσεται σε γουρνοπούλα.

Εγκαταλείπεται δηλαδή η πλεονάζουσα συλλαβή ου και πέφτουμε πάραυτα στο ψητό.

Με την ίδια λοιπόν αφαιρετική λογική ο γουρουνιάρης χοιροβοσκός γίνεται γουρνάρης. Ο έχων την ετυμολογία του χοίρου γουρνάρης έχει, εκ του προχείρου, δύο σλανγκικές εφαρμογές:

α) Ο μηχανόβιος aficionado της γνωστής γουρούνας.

β) Έτσι ακοκαλείται, με βουκολική διάθεση, οποιαδήποτε μορφής ανθρώπινο γουρούνι: - Όργανα της τάξης - Σοβινιστής φαλλοκράτης (ήτοι οιοσδήποτε άνδρας δεν το σφίγγει το μπουλόνι) - Ακατάστατος και εν γένει λιγδιάρης (γράφε, μη μητροφυλόφιλος).

2. Παραδοσιακό παιχνίδι του παρελθόντος

Εκ της γούρνας (< αρχ. γρώνη, η κοιλότητα) του οποίου οι κανόνες μπορείτε να διαβάσετε εδώ, αρκεί να σντικαταστήσετε ως συνήθως το ερωτηματικό.

Γουρνάρης, the pig farmer:

Ο μόνος που δεν ψήφισε ακόμη είναι ο Τζίμος ο γουρνάρης. Βλέποντας ότι η ψήφος του είναι καθοριστική τρέχουν να τον παρακαλέσουν να διαλέξει την μία ή την άλλη παράταξη. Ο Τζίμος ανένδοτος δεν αποδέχεται τις προτάσεις αλλά τους εκβιάζει λέγοντας να ψηφίσουν αυτόν για πρόεδρο. (Από τοπική εφημερίδα της Ημαθίας)

Γουρνάρης, the male chauvinist pig

Λίλιαν: Είσαι ένας αισχρός άθλιος γουρνάρης!
Πέρι: Γουρνάρης, χρου;;;

Γουρνάρης, the game:

Για μπάλα είχαν το σκλεπατάρι,
πηδούσαν σαν καλλικατζάροι,
στη γούρνα έπρεπε ν’ αράξει
ο γουρνάρης για ν’ αλλάξει.
(Από λαογραφική ιστιοσελίδα)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία