Ηρωίνη, πρέζα. Σαπίλα για να μαστουρώσεις.
Ρε δικέ μου αυτή η ρούχλα που ήπια σήμερα ήταν αλλο πράμα!
Ηρωίνη, πρέζα. Σαπίλα για να μαστουρώσεις.
Ρε δικέ μου αυτή η ρούχλα που ήπια σήμερα ήταν αλλο πράμα!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Το πρεζάκι.
- Τσεκάρισε τον κόμη τζάνκουλα, σέρνεται το λείψανο...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Έξω απεξαρτηθεί από κάτι. Στην βασική του σημασία χρησιμοποιείται για να δηλώσει την απεξάρτηση από ναρκωτικές ουσίες, κατ' επέκτασιν όμως και με ειρωνική διάθεση σημαίνει την απεξάρτηση από οποιονδήποτε εθισμό.
- Τι κάνει ο φίλος σου ο Κώστας; Ακόμα στην πρέζα;
- Όχι ρε, ευτυχώς πήγε σε ένα κέντρο αποτοξίνωσης και τα τελευταία δυο χρόνια είναι καθαρός.
- Τι λέει το Facebook, ακόμα εκεί ξημεροβραδιάζεσαι;
- Όχι ρε, κανέναν μήνα μου κράτησε η πώρωση και τώρα είμαι καθαρός. Τρελό κάψιμο το Facebook πάντως... Μέχρι και στον ύπνο μου το έβλεπα!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία
Όπως φημολογείται, πρόκειται για είδος «βαριάς φούντας» που φτιάχνεται κάνοντας ενέσεις πρέζας στην ρίζα χασισοδενδρύλλιου.
Ρε μαλάκα, την άκουσα καλά χθες με το stuff που μου έδωσες. Αυτό δεν ήταν φούντα, ήταν πρεζόφουντα.
Σχετικά: φούντα, φουνταμενταλισμός, ο, χασίστες και φουντικοί, ποκαφούντας, χάχα, η
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο πρεζάκιας (αυτός που παίρνει ζαμπόν).
- Δεν τον βλέπω καλά τον Μήτσο τώρα τελευταία ρε... Έχει τίποτα;
- Χαζός είσαι ρε; Πώς να ναι καλά ο ζαμπονιάρης... 'Εχει λιώσει στην πρέζα!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο συστηματικός χρήστης ηρωίνης (πρέζας). Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και μεταφορικά, για να δηλώσει πολύ δυνατή εξάρτηση σε κάτι.
(με κάφρικο ύφος)
- Ρε συ πάμε μετά μια βόλτα Ομόνοια να χαζέψουμε τα πρεζόνια;
- Καλά ο ξάδερφός μου ακόμα να κόψει το WoW. Αυτό το παιχνίδι τον έχει κάνει πραγματικά πρεζόνι.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Η ηρωίνη. Συνηθίζεται να το λένε και για σκληρά ναρκωτικά γενικά ή μεταφορικά για οτιδήποτε προκαλεί πολύ δυνατή εξάρτηση.
Πρέζα δεν είναι μόνο η ηρωίνη, αλλά... η ηρωίνη ΣΚΟΤΩΝΕΙ!
Παύλος Σιδηρόπουλος
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Πέθανε ο πατέρας μου... έχω την κακομοίρα την μάνα μου στο νοσοκομείο για εγχείρηση... ξέμεινα από βενζίνα... με λήστεψαν δυο πρεζόνια εδώ πιο κάτω... είμαι φίλος / υπάλληλος του γιου σας...
Η παραμύθα έχει βασανίσει κόσμο.
Άσε την παραμύθα ρε φίλε !
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία
Συντασσόμενο με αντικείμενο που δεν πίνεται αλλά καπνίζεται, μπορεί να έχει τις εξής χρήσεις:
Άσε, ήπια ένα τσιγάρο το πρωί κι έχω γίνει ωραίος!
Πίνε - δίνε (δηλ. μην αργείς να το περάσεις στον επόμενο).
Όταν συμβεί στα πέριξ φωτιές να καίνε, πίνουν οι μάγκες ναργιλέ. (ρεμπέτικο)
Πρέζα όταν πιεις ρε, θα ευφρανθείς, κι όλα πια στον κόσμο ρόδινα θε να τα δεις. (επίσης)
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Το πρεζάκι, ο ναρκομανής. Αλλόμορφο της λέξης ζέο.
Ετυμολογία: από την ζα (ηρωίνη), που είναι συγκοπή του ζαπρέ, που είναι ποδανά για την πρέζα. Η ίδια η πρέζα έχει πολύ ενδιαφέρουσα ετυμολογία (βλ. σχόλια στο λήμμα).
- Ποιος ήταν αυτός, τον ξέρεις;
- Λεφτά μωρέ γύρευε! Πού να τον ξέρω, δεν κάνω παρέα με ζίου.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!