Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Εκτός από «αλιεύω» κυριολεκτικά και μεταφορικά, για αυτοκίνητο σημαίνει ότι αυτό «τραβάει» από την μία μεριά εξαιτίας φθαρμένων ελαστικών ή αναρτήσεων ή, σπανιότερα, κακών ρυθμίσεων μετά από παρέμβαση στα μηχανολογικά ή οδήγησής του στα όρια. Αυτό, βέβαια, φέρνει και τρέμουλο στο τιμόνι και την καμπίνα και γενική αστάθεια στον έλεγχο του αυτοκινήτου.

Μοιάζει με το νευρικό τράβηγμα της πετονιάς από το ψάρι που μόλις πιάστηκε ή από τα χέρια του ψαρά (στην καθετή) που θέλει να παρασύρει το ψάρι ώστε να τσιμπήσει.

Διαβάστε και για το torque steering. Δείτε και τον τζόγο.

  1. Από εδώ:

ΤΟ Ζ3 ειναι δυσκολο αμαξι! (ειδικα το facelift που εχει μεγαλυτερο αξονα πισω) αν δεν γινει κατι σωστα το αμαξι ψαρευει, και δεν φρεναρει σωστα.

  1. Από εδώ:

Τελικά να μην πολυλογώ το αυτοκίνητο πάει χαλιά στον δρόμο δηλαδή ψαρεύει και στις ταχύτητες 140 και άνω ελαφραίνει πολύ το τιμόνι και δεν είναι και ευθύβολο σε σημείο που μερικές φορές με τρομάζει. Μήπως ξέρει κανείς σας τις σωστές γωνιές στο 307 5θ 1.6-2003 μοντέλο για μια καλή και σταθερή ευθυγράμμιση;

  1. Από εδώ:

RX8 από ροπές …….άστα , αν σου ξέφευγε καμμία στροφή με λάθος σχέση ( κάτω από 7000 στροφές) έψαχνες το πιο μαλακό χωράφι για να βγείς. Και πάνω από το 200 πάλευες με το τιμόνι γιατί το αυτοκίνητο ψαρεύει ενοχλητικά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Εξαιρετικά ανορθόδοξη στάση οδήγησης δικύκλου. Ψαράκι κάνεις όταν ξαπλώσεις φαρδύς πλατύς μπρούμυτα πάνω στη σέλα, έχεις τα χέρια στο τιμόνι και το κεφάλι στο ίδιο (σχεδόν) επίπεδο με τα χέρια.
Σε φάση που σε δει κανείς από μακριά, παίζει να νομίσει πως το μηχανάκι τσουλάει μόνο του και να ψάχνει για οφθαλμίατρο... Τόσο «εξαφανισμένος» γίνεσαι.

Όπως ακριβώς και με τις περίφημες ποδοσφαιρικές κεφαλιές-ψαράκι, η συγκεκριμένη στάση οριζοντίωσης εγγυάται το μέγιστο αεροδυναμικό αποτέλεσμα, καθώς σώμα και μηχανή γίνονται ένα και το αυτό. Εις αμφότερες τις περιπτώσεις, μια κινούμενη βολίδα που κινείται με χίλια προς το στόχο της. Και στη μεν μπάλα ο στόχος είναι το πλεχτό, στη δε άσφαλτο, στόχος είναι η νίκη στον αυτοσχέδιο αγώνα (call me contra) ή εναλλακτικά, η απλή μόστρα, η φιγούρα, η λεζάντα.

Ψαράκια δεν βλέπει κανείς κάθε μέρα μπροστά του, κι υπάρχουν πολλοί λόγοι γι' αυτό. Καταρχήν είναι εξαιρετικά επικίνδυνο. Αν το επιχειρήσεις, θέλει αρχίδια (όπως λέει κι αυτή η διαφήμιση στεγαστικού στην τιβί) και πολύ καλή αίσθηση ισορροπίας. Με την παραμικρή μαλακία θα βρεθείς να έχεις αγοράσει οικοπεδάκι κοψοχρονιά...

Κατά δεύτερον, ψαράκια και λοιπά καραγκιοζιλίκια αποτελούν trademark αγνής καγκουριάς. Δυστυχώς όμως η εποχή της ρόδας τσάντας και κοπάνας μοιάζει να έχει περάσει ανεπιστρεπτί, κι έχει γεμίσει ο κόσμος φλωρομηχανόβιους γιάπηδες που κρατούν καμαρωτοί κάτι εξάμετρα mega-scooter, σωστές βάρκες στο γιαλό, τίγκα στην πλαστικούρα... Αυτοί οι φλωροσκουτεράδες προσπαθούν συνειδητά να διαφοροποιηθούν και να αποστασιοποιηθούν από οτιδήποτε θυμίζει την ένδοξη Δεκαετία του '80 (κόντρες, γκάζια, αλητείες), χασκογελώντας ειρωνικά, πίσω από τη φιρμάτη μασκοειδή τζαμαρία τους, όταν συναντούν τους τελευταίους πιστούς του Παπιού.

Παπάκι και ψαράκι πάνε πακέτο. Το παπί, λατρεμένο φτηνιάρικο εργαλείο των απανταχού καγκουροειδών, διαθέτει απ' τη μάνα του την πλέον αντι-αεροδυναμική θέση οδήγησης. Σου επιβάλλει να κάθεσαι σα να 'χεις καταπιεί μπαστούνι - πράγμα που έχει και τα καλά του - αν όμως θες να είσαι μάχιμος, πρέπει να σγούψεις. Να σγούψεις πολύ, τόσο πολύ που να κολλήσεις με το στήθος πάνω στη σέλα. Να γίνεις δλδ Ψαράκι. Αξίζει τον κόπο: πέρα απ' τη δόξα της νίκης και την αναγνώρισή του ως χερά, ο νικητής μιας κόντρας παίζει να πάρει και το ίδιο το μηχανάκι του χαμένου, αν έτσι έχουν στοιχηματίσει.

Αν θέλει κανείς να βλεφαριάσει κανά ψαράκι (και άλλα παρόμοια ζόρικα κόλπα) ας κατηφορίσει προς τα λιμανάκια της Βουλιαγμένης καμιά Πέμπτη βράδυ και να αράξει στην καντίνα (μία είναι). Με λίγη τύχη, αράζει και απολαμβάνει το θέατρο του παραλόγου, σε μια εποχή που η Λογική έχει προ πολλού βαρέσει κανόνι. Και καλά έκανε.

- Μαλάκα μου, μην πας και κανονίσεις τίποτα την Πέμπτη. Τα στήνει ο Τάσος μ' ένα τύπο από Καλλιθέα. Θα παίξουν τις άδειες...! - Πω ρε φίλε, τι λες τώρα! Παίζει να γίνει και καμιά μάχη μετά... Αν ο καλλιθεάτης ξηγηθεί πούστικα και δεν το δίνει...
- Φίλε, ο τύπος είναι ακροβάτης, δεν πάει για να χάσει. Κάνει παπάδες με το μηχανάκι: όρθιες σούζες, ψαράκια, έντο, ό,τι γουστάρεις κι αγαπάς.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τη λέω σε κάποιον με σκοπό να διορθωθεί και να γίνει πιο αποδοτικός. Όπως το φρένο είναι συνώνυμο της επιβράδυνσης, το γκάζι δηλώνει την επίταση των προσπαθειών, συχνά μέχρι εξουθενώσεως του γκαζωμένου, προκειμένου να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα.

Γκάζια χώνει (ή βάζει) στους υφιστάμενους του ο προϊστάμενος, στα τεμάχια ο δίκας, στα τσιράκια του το αφεντικό κ.ο.κ, πάντοτε δηλαδή κάποιος με σχέση εξουσίας έναντι αυτού που δέχεται το (ψυχοφθόρο σε κάθε περίπτωση) γκάζωμα.

  1. από εδώ
    Έχωσε γκάζια ο Πατέρας στους παίκτες του ΠΑΟ.

  2. Θα φάμε καλά: Γκάζια έχωσε ο Υπ.Οικ. στους διευθυντές των Εφοριών, ζητώντας τους σαφάρι εσόδων.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Απόρροια του έντονου φόβου.

-Κι έτσι όπως μπήκε φέτα στην στροφή, στην έξοδο πάτησε ψιλό γαρμπίλι... πρέπει νά 'χεσε μαλλί ο τύπος!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ετυμολογικά σχετίζεται με το χάρχαλο.

Κατά τον Αντώνιο Ν. Βάλληνδα (Πάρεργα: Φιλολογικά πονημάτια 1887) σημαίνει «κώδων κακοήχως σημαίνων».

Επίσης, «το βελανίδι που μαζεύεται το φθινόπωρο» (όπως αναφέρει εδώ ο xalikoutis).

Σήμερα:

1. Όταν πρόκειται για γυναίκα,

  • σημαίνει την άσχημη γεροντοκόρη, τη χοντρή και πλαδαρή γυναίκα.
  • σήμερα χρησιμοποιείται σαν το πουτάνα και τα συναφή όπως λέει εδώ ο xalikoutis. Συνώνυμο το χαρχάλω (κατά μια έννοια).

    Όμως, αρχικά, σήμαινε τη χοντρή και πλαδαρή πουτάνα που ‘χε χρόνια στο κουρμπέτι (οπότε αφενός πεπειραμένη, αφετέρου γριά, για το λειτούργημα) στυλάκι: «κλάσε λιγάκι μωρή, να βρω το δρόμο» -ίσως εδώ(;!) να έγκειται κι η πιθανή συγγένεια με το «χαρχαλεύω».

2. Τρύπα (που εύκολα συσχετίζεται με το πουτάνα).

3. Όταν πρόκειται για κάποια μηχανή (συνήθως αυτοκινήτου ή μοτοσικλέτας, αλλά όχι μόνο) ουσιαστικά έχει την ίδια ακριβώς έννοια με το χάρχαλο, το χάρβαλο και (κατά μια έννοια) με το χαρχάλω με έμφαση στο ό,τι κάνει θόρυβο λόγω παλαιότητας και/ή υπερβολικής χρήσης, ενώ εννοείται πως είναι προς αντικατάσταση (που θα έπρεπε να έχει ήδη γίνει αλλά αναβάλλεται για οικονομικούς λόγους) γιατί είναι ξεχαρβαλωμένη, σαραβαλιασμένη.

4. 'Οταν πρόκειται για χρήματα σημαίνει

  • το εύκολο, μαύρο χρήμα που προέρχεται από διαπλοκή,
  • τη μεγάλη μάσα, το φαγοπότι μεγάλων ποσών.

    5. Η έκφραση μ’ έφαγε η χαρχάλα κατά το Λαρ’σινό Λεξ’κό σημαίνει τον ήπια, τα ‘παιξα, τα ‘φτυσα, τα είδα όλα.

6. (Στην Κρήτη, κυριολεκτικά), η σφενδόνα. Προέρχεται απ’ τη διχάλα κι αυτή απ’ το αρχαίο χαλή (χηλή) - αφιερωμένο στον xalikoutis που το ‘χε απορία εδώ.

Παρεμπιπτόντως, απ’ εδώ προέρχονται:

  • τα Κρητικά: το χαχάλι, η χαχαλόβεργα και τα Χιώτικα: το χάχαλο, ο χάλος, το χαλούνι, ο χαχάλης (το κλαδί ή το ξύλο ή σίδερο που καταλήγει σε διχάλα –το δικράνι - αλλά και το σχήμα V),
  • η Κρητική χαχαλιά (η χούφτα - και σαν μονάδα μέτρησης μικροποσοτήτων).
  1. «…Όντας όμως πρακτικός άνθρωπος, σκέφτηκε πως αν έλεγε πως παντρεύεται για την περιποίηση του ορνιθώνα του, σίγουρα θα τον εκλάμβανε (η γριά προξενήτρα) για κανέναν αγροίκο ορεσίβιο και ασφαλώς θα του φόρτωνε καμιά χαρχάλα…»

  2. «…Παραπονείται επίσης, στον έναν από τους δυο σιδηροδρομικούς …. ότι στις τουαλέτες του τρένου που πήγε πριν από λίγο να κάνει την ανάγκη της, δεν είχε νερό. Ο σιδηροδρομικός, …., το παίρνει κατάκαρδα. -Έλα εδώ μωρή καριόλα!.. Που θα μου πεις εμένα πως δεν έχει νερό το βαγόνι!.. Που δεν ξέρεις που παν τα τέσσερα, κωλόβλαχα!.. Έλα εδώ μωρή φακλάνα. Να σου δείξω εγώ αν έχει ή δεν έχει νερό το τρένο... Γιατί φεύγεις μωρή χαρχάλα; Έλα ‘δω!....»

  3. «… η ωραία κίνηση ήταν η πάσα πριν το γκολ! Εκεί που αδειάστηκε η άμυνα! Από κει και πέρα ο παίκτης ήταν ελεύθερος πια με καθαρό οπτικό πεδίο είδε την χαρχάλα που άφησε ο πορτιέρο και με ένα καλό τωόντι σουτ έγραψε…»

  4. «…Και με αυτά τα λόγια σηκώνει το μαστίγιο και το κατεβάζει πάνω στον πισινό μου. Αυτή τη φορά, το χτύπημα δίνεται έτσι ώστε η λουρίδα να χωθεί σαν φίδι ανάμεσα στα σκέλια και να προσβάλει την χαρχάλα που χάσκει ανοιχτή…»

  5. «…Ναι, υπάρχει το ταξί. Αλλά κοστίζει περισσότερο από μια κακοσυντηρημένη χαρχάλα που δυστυχώς τα ΚΤΕΟ επιτρέπουν να κυκλοφορεί….»

  6. «…Εδώ συζητιέται αν το Samsung Omnia (WM 6.1) θα είναι καλύτερο από το iPhone και θα είναι η χαρχάλα της Nokia με το «φοβερό» Symbian Touch UI καλύτερο; Χα Χα….»

  7. «…Μα η τελευταία Νομαρχιακή απόφαση του Ψωμιάδη δεν ήταν και πάλι χαρχάλα χρήμα στον εξυπνάκο μας από την καύση σκουπιδιών; έλεος πια!! …»

  8. «…Ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης επί ΠΑΣΟΚ έβγαζε από τις επιτροπές 19,000€. Αυτό είναι γραμμένο σε αγωγή Πασοκτζή Προϊσταμένου που αντικαταστάθηκε τον Αύγουστο του 2004 και ζητάει αποζημίωση γιατί αντικαταστάθηκε «παράνομα» και ζημίωσε. Γι' αυτό και το μένος της κυρίας που φαίνεται ότι είχε γλυκαθεί στην χαρχάλα. Όλα τα άλλα (διδακτική εμπειρία κλπ) είναι φούμαρα για αφελείς….»

  9. «…ο “τζάμπα” λιγνίτης δυστυχώς η ευτυχώς τελείωσε για τις επόμενες γενιές. Τώρα τα κοράκια βάλαν μάτι στα υδροηλεκτρικά Αώο, Αχελώο, Αξιό κλπ. Εκεί είναι το ζουμί και η χαρχάλα….»

  10. «…Γιατί μ’ έφαγ’ η χαρχάλα μαζί σ’ πια Νάσου. 2 χρόνια μι πιλατέβεις…»

  11. «…Η χαρχάλα στην κολότσεπη μία φέτα ψωμί με ζάχαρη ή ξυσμένη ντομάτα με ρίγανη στο χέρι, δίπλα μας το αυτοσχέδιο πατίνι με ρόδες τα μεγάλα ρουλεμάν της παλιάς αλωνιστικής και μπρος για κατηφόρες, φωνάζοντας στους άδειους δρόμους και στις όμορφες γειτονιές...»

(όλα απ’ το δίχτυ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σλανγκ της μηχανοκίνησης και αυτοκίνησης το οποίο απαντάται σε απότομη ενέργεια του οδηγού, χαρακτηριστική της κακής οδηγητικής του συμπεριφοράς και χαμηλής συνείδησης του κινδύνου. Συνήθως αφορά σε απότομη κάθετη προς το αντίθετο ρεύμα στροφή ή σε επί τόπου στροφή σε αυτοκινητόδρομο ή λεωφόρο, ή και σε επικίνδυνα σλάλομ, σφήνες ανάμεσα στα υπόλοιπα κινούμενα οχήματα κλπ.
Επιπλέον, υπάρχουν περιπτώσεις πέραν από τον χαρακτηρισμό της ενέργειας του οδηγού που ο όρος εστιάζει στην ίδια τη δυναμική συμπεριφορά του οχήματος, όπως τη ροπή κάποιου pimp-αρισμένου οχήματος στις στροφές, τα drifts, τα πετοκωλίδια και λοιπά, μηχανικά χαρακτηριστικά που αυξάνουν την αδρεναλίνη του επιβάτη...

«Χτες βράδυ τα χρειάστηκα. Οδηγούσα στην επαρχιακή οδό και το μπροστινό μου φορτηγό ξαφνικά έκοψε χαριλίκι σε χωματόδρομο αριστερά και με ανάγκασε να φρενάρω απότομα και να κόψω δεξιά σε βενζινάδικο για να τον αποφύγω. Μάλλον δε με είδε ο μ*&^#$ς στα σκοτάδια.»

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η κατάσταση κατά την οποία όλα τα αυτοκίνητα είναι ακινητοποιημένα λόγω υπερβολικής κίνησης, με συνέπεια το σκηνικό να μοιάζει με φωτογραφία.

Συνώνυμο: πάρκινγκ.

Προϊστάμενος: Τι ώρα είναι αυτή που έρχεσαι στη δουλειά ρε άχρηστο υποκείμενο;
Κακομοίρογλου: Με συγχωρείτε κύριε προϊστάμενε, αλλά σήμερα έχουν απεργία τα λεωφορεία, και η εθνική είναι φωτογραφία.

(από Khan, 15/12/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πρόκειται για μια καλοβυρνιά που ορίζεται σαν το νοητό φρένο το οποίο πατά αντανακλαστικά ο συνοδηγός κάνοντας τη χαρακτηριστική κίνηση με το πόδι του, αν και δεν υπάρχει εκεί που πατάει κανένα πετάλ.

Το φρένο του συνοδηγού το μεταχειριζόμαστε όταν ο οδηγός πάει σανίδα ή κωλοπαντιέρα, όταν μπαίνει με τις μπάντες στις στροφές ή κάνει κωλίδια και άλλα τέτοια καγκουριλίκια. Μας δίνει την ψευδαίσθηση ότι θα φρενάρει το αυτοκίνητο και ότι θα αποκτήσουμε τον έλεγχο του.

Προσοχή, να μη συνδέεται το εν λόγω «φρένο του συνοδηγού» με αυτό που χρησιμοποιούν οι δάσκαλοι των σχολών οδήγησης, και το οποίο είναι υπαρκτό.

Χθες που ανέβηκα πάνω στον Χολομώντα με την Λάουρα, παρατήρησα ότι πατούσε συνέχεια το φρένο του συνοδηγού σε όλη τη διαδρομή. Μπορεί να την τρόμαξα λίγο, αλλά να μη χαρώ όμως κι εγώ τα στροφιλίκια μου;

Το Death Ρroof του Q. Tarantino. Εδώ και αν χρησιμοποιήθηκε το φρένο του συνοδηγού! (από allivegp, 22/08/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

«Γίνομαι φραπόγαλο»: ταρακουνιέμαι πολύ (από την άτσαλη οδήγηση κάποιου, από το καράβι όταν έχει κύμα, από κενά αέρος κατά την πτήση κλπ.).

Μην το πας από τις λακκούβες ρε Γιάννη, φραπόγαλο γίναμε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παλιά έκφραση ταξιτζήδων για το γέμισμα του ρεζερβουάρ (reservoir, δεξαμενή καυσίμων). Σημαίνει ότι το γεμίζεις μέχρι που δεν παίρνει άλλο, μέχρι το χείλος, ξέχειλα.

Χρησιμεύει όταν θέλουμε μα πούμε σε κάποιον να αυξήσει ταχύτητα σε ένα μηχάνημα (αυτοκίνητο - μοτό).

  1. Φουλάρισέ το φίλε μέχρι τα μπούνια, έχω δύσκολη νύχτα απόψε.
  2. Φουλάρισέ το ρε μαλάκα, πάει, μας προσπέρασε ο πουστάρας!

Βλ. και φουλάρω

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία