Στενοχωριέμαι, πικραίνομαι, νοιώθω μελαγχολία, είμαι γάμησέ τα κι άφησέ τα.

Συνεκδοχικά πίνω φαρμάκια, ρουφάω τ' αυγό μου, γεύομαι την πικρία, όντας μάρτυρας μιας άσχημης πραγματικότητας που με αφορά, λίγο ως πολύ, ή είμαι «φύση» πεσιμιστής και την πίνω γενικότερα και έχει να κάνει με καταστάσεις από «την ζουζού την αγαπώ μα μ' αρέσει κι η κοκό» μέχρι «πιες παιδί μου την πορτοκαλάδα σου¨- την πίνω μητέρα».

Θα συναντήσουμε τη φράση με ποικίλες άλλες σημασίες - δείγμα του γλωσσικού μας πλούτου.

«Όταν την πίνω την ρακί την πίνω μπαμ και κάτω γιατί βλέπω τα μάθια σου στου ποτηριού τον μπάτο»

(από pavleas, 21/02/09)

Βλ. και τον πίνω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το λέμε όταν κάποιος πάει να κάνει κάτι με τρόπο εντελώς αποτυχημένο, όταν κάποιος παρατραβάει κάτι ή όταν καταστρέφει κάτι.

  1. - Άσε τι έπαθα σήμερα... Άνοιξα το PC να το καθαρίσω τη σκόνη μέσα και όταν το ξανάβαλα να δουλέψει έγινε βραχυκύκλωμα και μου κάηκε ο σκληρός!
    - Καλά μιλάμε το γάμησες και ψόφησε!
    - Πίκρα...

  2. - Την Μεγάλη Παρασκευή μόνο καλαμαράκια έφαγα...
    - Γιατί, δεν νήστευες;
    - Ε;
    - Αφού μου λες ότι την Μεγάλη Παρασκευή έφαγες καλά Μαράκια! Μήπως έφαγες και καλά Ποπάκια; Χάχαχα!
    - Πώωω, το γάμησες και ψόφησε! Σόι του Σεφερλή είσαι ή του Ζουγανέλη;

  3. - Ρε γαμώτο κόλλησε το παράθυρο...
    - Άσε, το ανοίγω εγώ...
    (ΚΡΑΚ!!!)
    - Μπράβο μαλάκα, το γάμησες και ψόφησε!!

(από Khan, 28/03/15)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Στη φράση τα χαλάω με κάποιον: παύω τη σχέση μου (ερωτική, επαγγελματική) με κάποιον. Αντώνυμο: τα φτιάχνω.

  2. Στεναχωρώ. Ειδικότερα στην παθητική φωνή, χαλιέμαι: επηρεάζομαι αρνητικά απο ποτό/ουσίες. Δες και δεν σε χάλασε (καθόλου).

  3. Σκοτώνω (αργκό που μαθαίνουμε από παλιό καλό ελληνικό κινηματογράφο).

1.- Καλά ρε μαλάκα, τα χάλασες με την Πιπίτσα;
- Ε δεν πήγαινε άλλο με το μπίρι-μπίρι της. Σαν να τά 'χα με τη θειά μου ήταν.

  1. ΚΟΥΛΗΣ (παίρνει τον γάρο, τραβάει μια τζούρα, μιλάει μέσα απ'τον καπνό): Εγώ πάντως ρε σεις, ειλικρινά, χαλάστηκα πολύ που πέθαν' ο Χριστόδουλος να 'ούμε...
    ΤΟΥΛΗΣ: Σ' το 'πα ρε ζοβιόλη, κόφτο να 'ούμε... Αφού σε χαλάει, δεν το βλέπεις...;

  2. Πού πας μονάχος σου ωρε Παναή; Θα σε χαλάσουνε!

(από poniroskylo, 18/04/08)(από Galadriel, 12/10/11)

Δες ακόμη χαλιέμαι, αφού σε χαλάει, γιατί το πίνεις;, θα σε χαλάσω .

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τα χρειάζομαι.

Ήταν πολύ γερό το τρακάρισμα... Τα είδα όλα... Ευτυχώς τελικά δεν έπαθα τίποτα...

(από jesus, 08/10/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Καταβάλω χρηματικό ποσό που είναι κατά κανόνα σημαντικό, τσουχτερό η δυσανάλογα μεγάλο για την οικονομική μου δυνατότητα και υπό το καθεστώς μη εναλλακτικής επιλογής.

Επίσης: πλερώνω, ακουμπάω, ρίχνω.

  1. Πήγαμε προχτέ στο καζίνο. Άσε, τα στάξαμε χοντρά.

  2. Για νυχτιά στη Λάουρα πρέπει να τα στάξεις γερά.

  3. Μας έστειλε τον σφίχτερμαν και αναγκαστήκαμε και τα στάξαμε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ειρωνική (κυρίως) περιγραφή στην κατάσταση που έχει περιέλθει ο αντίπαλος στο τάβλι.

Χρησιμοποιείται όταν ο αντίπαλος φέρνει διπλές που αφενός men έχει τα τις παίξει μόλις και με τα βίας, αφετέρου the καταστρέφεται όλη του η στρατηγική στο ταβλικό πεδίο μάχης.

- Τριάρες...
- Τις έχεις!
- %$#^%$#

(από Fotis Nitsiopoulos, 10/09/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Απατάω κάποιον, τον κερατώνω. Του φοράω δηλαδή κέρατα.

Ο κακομοίρης ο Χαραλάμπης δεν θα χωράει στη πόρτα του σπιτιού του: η Μαιρούλα του τα φοράει αβέρτα με τον Χρήστο και αυτός δεν έχει πάρει χαμπάρι...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το βουλώνω, τουτέστιν:

  1. σιωπώ
  2. δεν τρώω
  3. δεν πηδιέμαι
  4. κάνω παρθενορραφή
  1. Λοιπόν, ράψ' το τώρα γιατί αρχίζει η ταινία...

  2. Από αύριο δίαιτα. Το ράβω. Ρόκα, περιέ και τέλος.

  3. - Χωρίζετε;! μα γιατί;;
    - Ρε συ Σάκη, τί γιατί; Μ' έχει φάει η μαλακία δεν το καταλαβαίνεις; Ε δεν αντέχω άλλο με τη Στέλλα. Μια η περίοδος, μια η δουλειά, μια είναι άρρωστη, μια είναι στεναχωρεμένη, μια είναι παραφαγωμένη, μια το παιδί, τό 'χει ράψει τελείως.

  4. - Τό' ξερες ότι υπάρχουν ακόμα κοπέλες που, για να μη φανεί ότι είναι «μεταχειρισμένες», πάνε και το ράβουν για να το παίξουν παρθένες;;;
    - Εμ πώς δεν τό' ξερα, αφού το λέει το σλανγκ.γρ ρε συ!

Αυτοί το ράβουν (από Vrastaman, 25/02/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δεν κοιμάμαι καθόλου τη νύχτα και πηγαίνω άυπνος για δουλειά / μάθημα την επόμενη, με αποτέλεσμα να κοιμάμαι όρθιος.

- Ρε Πίπη κομμάτια σε βλέπω. Δεν κοιμήθηκες καλά το βράδυ.
- Καθόλου δεν κοιμήθηκα, σερί το πήγα. Γάμησε τα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Την πατήσαμε, την φάγαμε.

- Περάσαμε με κόκκινο και πίσω μας είναι μπατσάδικο...
- Την κάτσαμε...

Δες και τη γαμήσαμε τη βάρκα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία