Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Κίνηση της ιαπωνικής πολεμικής τέχνης καράτε, εκτελεσμένη με μαστοριά και δεξιοτεχνία. Καταχρηστικά, κίνηση οιασδήποτε ασιατικής πολεμικής τέχνης που προκαλεί σοκ και δέος στο αδαές κοινό που την παρακολουθεί.

- Και για πε ρε μαλάκα, τί έγινε μετά;
- Ε λοιπόν, εκεί που ο τύπος απειλούσε να κόψει τη γκόμενα φέτες με το αλυσοπρίονο αν δεν του καθόταν, σκάει από το πουθενά ο Μπρους Λη και με πέντε καρατιές του τσακίζει τα παΐδια!

Cato, my little yellow friend (από Vrastaman, 25/11/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αποτελούν φανταστικά-κοροϊδευτικά συμπληρώματα διατροφής ευρέως διαδεδομένα στους κύκλους που συχνάζουν επίδοξα μπιλντέρια.

Αποδίδεται (η χρήση τους) με έναν ειρωνικό τόνο, σε αυτούς που καυχιούνται ότι «έχτισαν» το εν λόγω σώμα τους περνώντας αμέτρητες εργατοώρες στα γυμναστήρια, ενώ μια βδομάδα πριν είχαν το σώμα του Παναγιώτη (σώμα γνωστού τυροπιτούλη).

Εικάζεται λοιπόν ότι η απότομη αλλαγή αυτή οφείλεται στο κούμπωμα των ουσιών αυτών από τον εκάστοτε τσαρώφ των gym.

Πιάνοντας το χέρι του φίλου μας

- Τι έγινε μωρή ξεφτίλα, τουμπάνιασες σε μια βδομάδα μέσα; Τι πήρες, κοκταίηλ απο πρισμενολ και πριξτίν πάλι;
- Ρε μαλάκα ξεκόλλα, γαμιέμαι δυο μήνες στα βάρη!
- Έλα τώρα... μεταξύ μας μεταξά..

(από notheitis, 19/05/10)

Βλέπε και σταρχιδιαμόλ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Άθλημα στο οποίο οι παίκτες συναγωνίζονται στο κλάσιμο. Οι κανόνες είναι απλοί:

Ηχηρή χωρίς βρόμα = 1 πόντος.
Ηχηρή με βρόμα = 2 πόντοι.
Φυσηχτή χωρίς βρόμα (σπάνιο) = 0,5 πόντοι.
Φυσηχτή με βρόμα (άλλως «μοβόρα») = 2,5 πόντοι.
Βραστή = τρίποντο.

Σε περίπτωση που ένας παίκτης χεστεί κατά τη διάρκεια του αγώνα, χάνει και βγαίνει από το παιχνίδι (για να πάει στο γκαμπινέ να σκουπιστεί/να πλυθεί ή να συνεχίσει το χέσιμό του ανενόχλητος).

Όπως σε κάθε άθλημα, η προπόνηση παίζει μεγάλο ρόλο, όπως και η κατάλληλη προθέρμανση και προετοιμασία (κατανάλωση οσπρίων, κρύου γάλακτος κ.τ.λ.).

- Παίζουμε (το) πορδόσφαιρο;
- Πάλι τα ίδια; Αφού όλο χέζεσαι και χάνεις, ρε πισωγλέντη.

Εσφαλμένα αναφέρεται ως "πορδοποδόσφαιρο", καθότι οι καλλιτέχνες δεν γνώριζαν την "απλολογία" (από Αλάριχος Τεκέλογλου, 17/04/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το πολύ στεγνό φαγητό, συνήθως κρέας, χωρίς καθόλου λιπαρά. Παρασκευάζεται με ψήσιμο (σχάρα) ή βράσιμο, έτσι ώστε να φύγουν όλα τα περιττά ζουμιά του (τα οποία, φευ, συνιστούν και τη νοστιμάδα του). Εννοείται πως και άλλα πρόσθετα λάδια και σάλτσες αποκλείονται a priori.

Ένα τέτοιο κρεατικό είναι κατά κανόνα άνοστο και καταπίνεται με βασανιστική δυσκολία. Είναι συνήθως και σκληρό, εξ ου λέγεται και σόλα ή παπούτσι. Μπορεί να κάνεις πολλή ώρα να το φας, ιδίως αν δεν το συνοδεύεις και με κάτι άλλο που να «γλιστράει», π.χ. γιαούρτι ή έστω λίγο ρύζι ή και ψωμί. Ορισμένοι βέβαια το έχουν συνηθίσει.

Τον όρο χρησιμοποιούν πολύ μποντιμπιλντεράδες και λοιποί αθληταράδες, που υποβάλλουν τον εαυτό τους στο μαρτύριο της ειδικής low fat διατροφής, σαν τους άρρωστους, ενίοτε και επί πολλά συναπτά έτη.

Κανονικά, όπως μαθαίνουμε κι απ' τον Μπάμπη, το στουπί είναι ινώδες υλικό που λαμβάνεται ως απόξεσμα κατά τον διαχωρισμό των υφαντουργικών ινών του βαμβακιού, του λιναριού ή της κάνναβης και χρησιμοποιείται για απόφραξη ρωγμών στα ξύλινα σκάφη, για καθαρισμό μηχανών ή των χεριών από γράσο κλπ.

Το στουπί διαθέτει λοιπόν εξαιρετική απορροφητικότητα. Δε θα το δεις ποτέ να στάζει νερά ή άλλα υγρά: τα «καταπίνει» όλα μέσα του και παίρνει την εμφάνιση μιας σκληρής, υγρής βεβαίως στην αφή, βρώμικης μάζας. Όπως ακριβώς και το ολόστεγνα μαγειρεμένο κρεατικό.

— Πω ρε αγόρι, έχεις στεγνώσει απίστευτα! Κομμάτια έχεις γίνει!
— Ε ναι ρε φίλε, κι εσύ άμα έτρωγες κάθε μέρα δυο στήθη κοτόπουλου στουπί όπως κι εγώ, την ίδια γράμμωση θα είχες.

Στα καλύτερα εστιατόρια. (από Galadriel, 13/03/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Τερατώδης ψευτιά. Απαντάται συχνότερα στον πληθυντικό: φίδια. Πρόκειται συνήθως για ψευτιά που λέει κάποιος όταν θέλει να παινευτεί, να κομπάσει, να το παίξει ιστορία. Υπερθετικός: ανακόντα.

Αν φίδι είναι το ίδιο το ψέμα, η πράξη του ψευδολογείν είναι ακριβέστερα η φιδιά (η λέξη υπάρχει με άλλη σημασία εδώ). Στην πράξη οι δύο όροι χρησιμοποιούνται συχνά αδιακρίτως.

Συνώνυμα:

- δράκος / δρακιά
- αρκούδες / αρκουδιές (μόνο πληθ.)
- μούσι (συνήθως πληθ., μούσια)

Αυτός που αμολάει φίδια είναι ο φιδέμπορας ή φιδίας.

  1. Το πέος και ειδικότερα το μεγάλο πέος. Οι λόγοι της παρομοίωσης πολλοί.

α. Το επίμηκες σχήμα και των δύο (ο πλέον προφανής λόγος)

β. Το φιδοκέφαλο είναι πλατύτερο και παχύτερο από το σώμα του φιδιού, όπως ακριβώς και ο πουτσοκέφαλος σε σχέση με το υπόλοιπο πουλί.

γ. Το δέρμα στην περιοχή του πέους και του οσχέου είναι εκπληκτικά λεπτό, σαν τσιγαρόχαρτο. Δεν υπάρχει λίπος ούτε για δείγμα, εξού και τα πολλά φλεβίδια που διαγράφονται επί του πέοντα. Το ίδιο λεπτό σαν τσιγαρόχαρτο είναι και το δέρμα του φιδιού, το «κουστουμάκι» του όπως λέγεται, που, ανά τακτά διαστήματα, το πετάει και βγάζει καινούριο.

δ. Η μεταξένια αίσθηση που αφήνει στο χέρι το φίδι όταν το χαϊδεύεις και η εξίσου μεταξένια αίσθηση που αφήνει - σύμφωνα με μαρτυρίες - στο στόμα ο πούτσος όταν τον γλείφεις.

ε. Το φίδι τυλίγεται, κουλουριάζεται. Όπως ακριβώς γίνεται με το μεγάλο πέος, και καλά. Οι προσοντούχοι αρέσκονται σε τέτοιου είδους κωμικές υπερβολές, π.χ. «την έχω τόσο μακριά που αναγκάζομαι να την τυλίγω για να βγω έξω» ή «την χρησιμοποιώ και για ζωνάρι άμα λάχει». Οι ίδιες υπερβολές χρησιμοποιούνται και προς χλευασμό των μονίμως κομπορρημονούντων προσοντούχων: «άμα την έχεις τόσο μακριά όσο λες, για δες αν φτάνει και στον κώλο σου!»

στ. Το φίδι, όπως και ο πέοντας, είναι ευλύγιστο και χώνεται σε τρύπες.

  1. Ως μπιλντεράδικη έκφραση, φίδι είναι ο φοβερά γραμμωμένος, ο σφαγμένος ή φέτας, ο οποίος όμως διαθέτει και έναν αξιοπρεπή όγκο (μυική μάζα). Κοινώς, τούμπανο, χάρμα οφθαλμών. Oι λόγοι της παρομοίωσης δύο:

α. Οι σωστοί σφίχτηδες έχουν καταφέρει να λεπτύνουν υπερβολικά τη μέση τους και να ογκώσουν το άνω μέρος του κορμού (στήθος, πλάτη, χέρια). Δες μήδι #1. Στα δε φίδια, ιδίως τις κόμπρες, εκπτύσσεται με εντυπωσιακό όσο και κομψό τρόπο το άνω άκρο του κορμού, που καταλήγει στο κεφάλι. Δες μήδι #2.

β. Στους γραμμωμένους / φετιασμένους τύπους, τα τετραγωνάκια που σχηματίζουν οι κοιλιακοί (πρωτίστως) αλλά και οι υπόλοιποι μύες, θυμίζουν έντονα το φολιδωτό δέρμα του φιδιού. Τα φίδια μοιάζουν να έχουν εξαπάκετο και βάλε... Δες μήδι #3.

1α. - Μαλάκα τι φίδι πέταξε πάλι ο γκιόζης ο Λάμπρος! Είπε πως είχε τη Δήμητρα σπίτι του και της έπαιζε κιθάρα, αυτή καύλωσε και μετά τη γάμησε. Έλεορ!

1β. - Τι αμετανόητος φιδέμπορας είν' αυτός ο Λάμπρος! Χτες καθόταν και μου έλεγε πως έχει πάει με περίπου 300 γυναίκες στη ζωή του. Και να μου περιγράφει και σκηνικά απ' τα γαμήσια. Αυτά πλέον δεν είναι φίδια, είναι ανακόντες αγόρι μου του είπα.

1γ. - Έπρεπε να ήσουν χτες βράδυ που προσπαθούσε ο Λάμπρος να ψήσει τη Χρυσούλα. Την άρχισε πάλι στις γνωστές φιδιές για τον πατέρα του που έχει εκατομμύρια σε καταθέσεις στην Ελβετία...

  1. - Μωρό μου ουάου! Τι φίδι είν' αυτό που έχεις; Και θα μπει μέσα μου τώρα όλο αυτό;

2β. - Πρόσεχε μη λες μαλακίες γιατί θα βγάλω έξω το φίδι και θα σε πουτσίσω...

  1. - Όσο και να κωλοχτυπιέσαι αγορίνα μου στα δικέφαλα και στα κοιλιακά, έτσι φίδι σαν τον Αλεξάκη δε γίνεσαι. Αυτός τραβιέται με τα σίδερα από 15 χρονώ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο όρος αναφέρεται στο βραζιλιάνικο μπικίνι, το λεγόμενο και 2/3, ή 3/4 (Θα σας γελάσω, γιατί με τα κλάσματα δεν τα πάω καλά από το δημοτικό).

Το συγκεκριμένο καβλωτίκ κυλοτάκι αποτελεί έναν από τους τρεις λόγους λατρείας στο λατινοαμερικάνικο αυτό κράτος! Οι υπόλοιποι δύο, είναι η τέχνη της στρογγυλής Θεάς, και το περήφανο (από άποψη στάσης) όπισθεν περιεχόμενο του εν λόγω αξεσουάρ.

- Βάλε eurosport ρε μπουχεσίδη, που έχεις και βλέπουμε τις national geographic!
- Τι έχει;
- Τελικό ευρωπαικού μπιτς-βόλεϋ γυναικών. Βάλε να δούμε τα βραζιλιάνικα...
- Τι δουλειά έχουν οι Βραζιλιάνες σε ευρωπαϊκό τελικό. ρε κατεστραμμένε;
- Αϊντε άϊντε.... Όλες, βρε βλάκα, φοράνε βραζιλιάνικα κυλοτάκια στο μπιτς. - Ε, τότε αξίζει.... Θα ενημερωθώ για τα του πλανήτη κάποια άλλη φορά!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έτσι ονομάζονται τα χαρτάκια που εκτοξεύουν προς τον αγωνιστικό χώρο οι οπαδοί μιας ομάδας όταν οι παίκτες της βγαίνουν από τα αποδυτήρια στο γήπεδο, με σκοπό τη δημιουργία «ατμόσφαιρας».

Οι φίλαθλοι προσέρχονται με τα χαρτάκια αυτά στην τσέπη του μπουφάν τους, είτε, συνηθέστερα, τους μοιράζονται επί τόπου από οργανωμένους οπαδούς που τα φέρνουν μέσα σε νάυλον σακούλες σούπερ-μάρκετ.

Το σχήμα που έχουν τα χαρτάκια είναι τετράγωνο ή ορθογώνιο παραλληλόγραμμο, διαστάσεων περί τα 10 εκ. η κάθε πλευρά. Πολλές φορές είναι και σταρβοκομμένα, μη υπακούοντας σε κανένα από τα κανονικά γεωμετρικά σχήματα.

Από πού προέρχεται η παοκάρα; Συνηθισμένη πρώτη ύλη για παοκάρα αποτελούν τα βιβλία του ΟΕΔΒ (Οργανισμός Εκδόσεων Διδακτικών Βιβλίων) αφού οι περισσότεροι οπαδοί ακολουθούν το μότο Όποιος Διαβάζει Είναι Βλάκας και περιμένουν διακαώς να ξεκινήσει το πρωτάθλημα για να μετατρέψουν σε παοκάρα τα σχολικά βιβλία της προηγούμενης χρονιάς. Άλλη πηγή παοκάρας, αποτελούν οι τηλεφωνικοί κατάλογοι και οι χρυσοί οδηγοί, εφημερίδες, περιοδικά, διαφημιστικά φυλλάδια και γενικά κάθε είδους έντυπο υλικό, μέχρι και τσόντες έχουν θεαθεί εν ίδει παοκάρας .

Για τη μετατροπή ενός χοντρού βιβλίου ή καταλόγου σε παοκάρα, επιστρατεύονται ψαλίδια, μαχαίρια, πριόνια ή και πιο σοφιστικέ όργανα, όπως αλυσοπρίονα και πριονοκορδέλες.

Η παοκάρα γνώρισε την τιμητική της στο Μουντιάλ του 1978 στην Αργεντινή, όπου τα γήπεδα ήταν κατάστρωτα με αστραφτερά, ασημένια χαρτάκια. Παοκάρα χρησιμοποιείται και επίσημα στην στέψη του νικητή της Γιουροβίζιον ή στην απονομή του τίτλου στον νικητή του Τζάμπιος Λίγκ αλλά τότε επαγγελματικά, σε συγκεκριμένη ποσότητα και σωστό τάιμινγκ με την υποβοήθηση και τεχνικών μέσων όπως ανεμιστήρες.

Αξίζει να σημειωθεί πως στον Ελληνικό χώρο, αν και τα χαρτάκια εμφανίζονται σε κάθε γήπεδο, και μάλιστα όχι μόνο ποδοσφαιρικό, επικράτησε η ονομασία παοκάρα λόγω της μεγάλης διάδοσης που έχει η χρήση των χαρτακιών αυτών στην Τούμπα.

Κοίτα στη φυσούνα: Βγαίνει η ομάδα! Γρήγορα, την παοκάρα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το πέδιλο χιονιού/άθλημα γνωστό ως «snowboard». Χρησιμοποιείται επίσης για ανάλογο εξοπλισμό άλλων αθλημάτων ή χόμπι τα οποία βασίζονται στη χρήση μίας και μόνο επιφάνειας όπως: Skateboard, Wakeboard, Wake-skate, Kite-board. Όπως είναι προφανές, η χρήση της λέξης αφορά σε περιπτώσεις όπου η αντίστοιχη αγγλική ονομασία, περιέχει το συνθετικό «-board».

Η λέξη και παράγωγά της, χρησιμοποιούνται κατά κόρον από τους νεαρούς (κυρίως) φαν του χειμερινού αυτού αθλήματος (βλ. παραδείγματα #1 και #2).

Εναλλακτικά σε τοπική διάλεκτο: - Κοπάν' (βλ. Παράδειγμα #3)
- Πατουσάν' (βλ. Παράδειγμα #4)

  1. Φίλε είδα τα κανούργια σανίδια της Burton... μιλάμε, άντε γεια!

  2. Ρε αλάνι, καλά το πας το σανιδάκι..

  3. Ρέι, ο άκουρος με το κοπάν' (Διάλεκτος Αραχωβίτη χειριστή λίφτ: Ο ακούρευτος με το snowboard).

  4. Ρέι, που πας με του πατουσάν'; (Ομοίως με το 3: Πού πας με το snowboard?)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η μπάλα (στρογγυλή, λόγω σχήματος) και θεά (και καλά), λόγω τού ότι, πολλές από τις δραστηριότητες που σχετίζονται μ' αυτήν, έλκουν μετά μανίας ευρείες μάζες του πληθυσμού που εκδηλώνουν για αυτές ακραία συναισθήματα, συναισθήματα που αρμόζουν σε μια οντότητα, με θεία υπόσταση (π.χ: υπερβολική λατρεία και εκτίμηση, πάθιασμα, ιερό φανατισμό για την ομάδα τους, κλπ).

Κάποιες από τις αναφερόμενες δραστηριότητες είναι:

- μανιώδης παρακολούθηση ματς (στην τηλεόραση, στο γήπεδο, κλπ).

- αθλητική ενημέρωση για σχετικά θέματα (διάβασμα εφημερίδων, παρακολούθηση ενημερωτικών εκπομπών στην τηλεόραση, στο ράδιο, κλπ). Να μη χαθεί οξεία.

- παθιασμένη συζήτηση μεταξύ οπαδών για θέματα που αφορούν αθλητικά ματς, σχολιασμός φάσεων, κλπ.

- ένθερμη συμμετοχή σε αθλητικά ματς (σε γειτονιές, σε γήπεδα, κλπ), με στόχο την ατομική και την ομαδική διάκριση.

  1. Μπορεί, βέβαια, να μην είναι ένθερμη οπαδός κάποιας ομάδας, ωστόσο δεν κρύβει ότι τη μαγεύει η στρογγυλή θεά.
    Δες

  2. Γέροι, νέοι, παιδιά, εσχάτως κι εκατομμύρια γυναίκες, κι όμως θα καταφέρουν να βυθιστούν για 30 ημέρες στη μαγεία της στρογγυλής θεάς, αίροντας συνειδητά κάθε χυδαία εμπορευματοποίηση, πιστοί στη φυσική ομαδικότητα και λαϊκότητα του ποδοσφαίρου.
    Δες

  3. - Αύριο είναι το ντέρμπι των αιωνίων.
    -Κατάλαβα. Την ώρα του ματς, θα νεκρώσουν τα πάντα. Η προσοχή του πλήθους θα στραφεί στις κινήσεις της στρογγυλής θεάς.

(από GATZMAN, 03/05/09)(από GATZMAN, 03/05/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κοροϊδευτικά, τα διάφορα στεροειδή, αμφεταμίνες και λοιπά αναβολικά που καταναλώνουν τα ντούκια.

Επίσης χρησιμοποιείται για να δηλώσει ταινίες που «βρωμάνε τεστοστερόνη» σε στιλ Rambo.

  1. (Στο γυμναστήριο)
    - Πω τον τυπά! Μαλάκα, με γυμναστική και διατροφή μόνο δεν γίνεσαι έτσι.. θα πνίγεται στις μπρουταλίνες!

  2. (Στο σινεμά)
    - Τί να δούμε ρε 'σεις:
    - Ψήνεστεγια ROCKY;;;
    - Πωωω! Μπρουταλίνη! Μέσα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία