Ο χωριάτης, ο επαρχιώτης. Μεταφορικά εννοεί τον άξεστο, τον αγενή, ή αυτόν που μιλάει με το νjι και με το λjι.

  1. Κοίτα ρε τον βλάχο, που κατέβηκε απο τη Λάρ'σα και θέλει να κλαμπάρει όπως κάνουμε στην Αθήνα για να χτυπήσει γκόμενα!

  2. Του είπα ότι δεν μπορώ να έρθω και μου το έκλεισε το τηλέφωνο χωρίς να πει κουβέντα, ο βλάχος!

  3. Ο συγκάτοικός μου είναι πολύ βλάχος. Μόλις μπει στο δωμάτιο αφήνει τις αρβύλες του στη μέση, γδύνεται, και τα πετάει όλα χάμω. Άσε που όταν πίνει μπύρα ρεύεται και τον ακούνε στο δίπλα!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συναντάται και χωρίς το λίγο. Επίσης και ως θέλω να δω κάτι. Η προτροπή είναι πάντα άσεμνη και προσβλητική σε όποιον απευθύνεται. Χαρακτηριστικά, συνηθέστερη μορφή είναι το ψόφα λίγο να δω κάτι, καθώς και το αυτοκτόνα λίγο να δω κάτι.

Η φράση αποτελεί ένδειξη, αν όχι απόδειξη, κουλαρχοντιάς. Χρησιμοποιείται από υπεργαμάτους τύπους, οι οποίοι φιλερεύνως προτάσσουν την εμπειρική επιστήμη ως αφορμή, αν όχι αιτία, για την ευγενή έκφραση αποτροπιασμού για ανεπιθύμητα υποκείμενα. Είθισται, μάλιστα, η προτροπή να γίνεται σε τόνο μειλίχιο και συγκαταβατικό, ούτως ώστε να διαφαίνεται η αγνή πρόθεση στοχεύουσα στη γαλήνια αποβολή του πρηξοπούτσειου ατόμου.

- Γεια χαρά παιδιά! Με λένε Νταλάρα και θα σας πω ένα τραγούδι!

- Μάλιστα. Για ψόφα λίγο να δω κάτι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σε βλέπω έτοιμο για κλάσιμο, σεβασμός, κλάσε πένθιμα

Φράση την οποία χρησιμοποιούμε συχνά για να συνετίσουμε τον υποψήφιο πέρδοντα να αφήσει το άντερο του ανεξέλεγκτα ελεύθερο κατά τη διάρκεια τελετουργικού κηδείας, μνημόσυνου η τρισάγιου, στα οποία συχνά παρευρίσκεται ομήγυρης πενθούντων, και λοιπών παρευρισκομένων, έτσι ώστε ο πέρδων να κάνει μεν την ανάγκη της γνωστής σε όλους πράξης του κλασίματος με τρόπο δε σεμνό όπως αρμόζει στην περίσταση τηρώντας πάντα τους κανόνες ευγενείας.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ύφος χώστρας

Είναι αυτή που τα χώνει, χωρίς να μασά τα λόγια της. Ο θηλυκός μάγκας που ξεσπαθώνει και απειλεί το φαλλοκρατικό δικαίωμα της αντιμιλιάς και του τελευταίου λόγου (του άντρα του πολλά βαρύ που το κέφι του θα κάνει και θα πει και μια κουβέντα παραπάνω, βρε αδέρφι, αυτού που από την κοινωνία αναμένεται να είναι χώστης κι αυτός αλλά μόνον αυτός ρυθμιστής της συμπεριφοράς ασκώντας μέσα από το χώσιμο κοινωνικό έλεγχο). Είναι ανώτερη της γλωσσούς, κινείται βέβαια στο ίδιο μήκος κύματος, γιατί και άποψη έχει και μπορεί να κλείσει μια κουβέντα με το δικό της λόγο ως τελευταίο με επιχειρήματα που βαρούν κατά θανάτου, βροντερά που στήνουν στον τοίχο αυτόν με τον οποίο τα βάζει/ έχει τη λογομαχία.Τα λέει τσεκουράτα, έξω από τα δόντια και τα χώνει αδρά χωρίς αβρότητες, λεπτότητες ή τακτ. Η ειλικρίνειά της αγγίζει τα όρια της ωμότητας, αφοπλίζοντας φίλους κι εχθρούς που θα βρεθούν στο πέρασμα της ορμητικής της λάβας: ειδικά όταν είναι οργισμένη κινδυνεύουν με φωτιά τα παντζάκια τους. Χτυπάει όποιον βρει, όπου βρει ως παρενέργεια που έχει πάνω της η τρομερή άτις. Σε ακραίες περιπτώσεις μπορεί να πάρει και τη μορφή της Δευτέρας Παρουσίας της ίδιας κι αυτό προκρίνεται από το βαθμό στην κλίμακα οργής που κατέχει στην εκάστοτε περίπτωση. Η χώστρα τα χώνει έχοντας ισχυρό εφαλτήριο. Κάποιο περιστατικό που τη θίγει προσωπικά, στην ευαίσθητη τιμή της, δεν είναι ένα τσουτσέκι που απλώς τη λέει, όπως μπορεί να είναι η γλωσσού. Είναι άτομο υψηλού ηθικού φρονήματος, τιμιότητας και τιμά τα παντελόνια που φορεί όσον αφορά στην επαναφορά της τάξης από την ξεστρατιθείσα γνώμη αυτού που της άναψε φωτιές. Ο απώτερος στόχος του χωσίματός της δεν είναι απλώς το ξεφτιλίκι, αλλά μια πρόκληση υπέρβασης ορίων προς το καλύτερο γι' αυτόν που το δέχεται. Στήνει απέναντί του τον καθρέφτη των αδυναμιών του και αυτές υποδεικνύει προς βελτίωση, αλλαγή, εξάλειψη. Ηθικοπλαστική, με ηθικά διδάγματα γνώμη κυρηγμάτων επί της ουσίας, ο λόγος της. Αλλιώς και άγγελος τιμωρός.


-... Και τότε του είπα πως όταν λογοδοτήσει για τη ζωή του τί θα έχει να πει όταν θα παραδίδει την ψυχή του; Πως έφυγε όπως ήρθε, του κουτιού! Με τη ζελατίνα του ανέγγιγη. Το μόνο που έχει να πει, συνοψίζεται σε 5 λέξεις: Πιπί, κακά, μαμ, σεξ και νάνι! Κουραδομηχανή και τίποτε άλλο... Και για το μόνο που μπορεί να παινευτείς είναι για το ότι σαν αποτυχημένος ήταν πολύ πετυχημένος!
- Πω... Κι αυτός τί σού' πε;
- Τίποτα... Τί να μου πει.. (μορφασμός με συνοφρυωμένη κλαψομούνικη έκφραση και χείλη ελαφρώς ανοιγμένα, στρόγγυλα σε θέση "Ουουου") Καθόταν και με κοίταζε... Σαν το κλαμμένο μουν!...
- Ε, μα! Είσαι κι εσύ... Τα χώνεις γερά...
- Τί να πω... Είμαι κι εγώ... Χώστρα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο άξεστος, ο βλάκας που δε σκέφτεται.

Βγαίνει από τα επιφωνήματα «ουγκ!, αούγκα!, ου!» που είναι και καλά η φωνή του γορίλλα ή γλώσσα επικοινωνίας ενός ιθαγενή.

- Ναι ρε! Μας αδίκησε η διαιτησία! Το πέναλτι μούφα! Μπλα μπλα κόκκινη ήταν κανονικά! Mπλα μπλα ΔΟΞΑ ΚΩΛΟΠΕΤΕΙΝΙΤΣΑΣ ΡΕ!!!
- Σκάσε πια ρε αούγκανε, μας τα έχεις πρήξει με τις πίπες σου πρωινιάτικα! Άσταδιάλα!
- Εσύ τι είσαι;! Τσουτσέκι Πανβυζαϊκός;!!
- Ρε α πάαινε απο 'δω...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από το ουγκ ουγκ: ο πρωτόγονος, ο άξεστος, ο αγενής.

- Δες τον γκαούγκαλο πως τρώει με τα χέρια!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η άκομψη σε εμφάνιση και τρόπους γυναίκα, η άτσαλη, η άγαρμπη, η αδιάκριτη, η αγενής αλλά και (ή σε συνδυασμό με) παχύσαρκη, χοντρή, τόφαλος.

Από το θηλυκό του αγελαίου ζώου της Αφρικής βούβαλος, που συχνά εμφανίζεται σε σχετικά ντοκιμαντέρ.

Μεταξύ γυναικών για τη... φίλη τους:
- Α τη βουβάλα, δεν φτάνει που 'γινε τόφαλος, μας έρχεται κι άπλυτη, καθυστερημένη και μας το παίζει και γκόμενα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αισχρολόγος, αγενής, βάρβαρος, κακότροπος.
Αρσίζα, η
Αρσίζικο, το

Την έσπασε στο ξύλο τη γυναίκα του ο αρσίζης.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο ακραίος γύφτουλας, δηλαδή (κατά την γνωστή ρατσιστική αντίληψη) ο αγενής, άξεστος, χωρίς τρόπους, που συμπεριφέρεται κατά το καυλούν χωρίς να έχει εσωτερικεύσει κανένα κανόνα.

Στο Δ.Π. υπό gizaha

  1. se ena tragoudi pou aresei se esena na doume tha s'aresei na erxete o kathe giftarmas kai na vrizei olous tous allous apo katw; (Εδώ).

  2. Τόσο σότο ούτε γυφταρμάς που πουλάει κλεμμένο κινητό ή Rayban γυαλικό στην Πατησίων. (Εδώ).

  3. Στο θεό σου όταν σου 'ρθει δεν την αμολάς
    Ανθρώπινο δεν είναι μου λέει «Ε, είσαι γυφταρμάς»
    Ρεύομαι καυγάς «Μωρή, ξεκόλλα
    Στην Κίνα αν δε ρευτείς το θεωρούν προσβόλα.
    (Από το άζμα Αντρικές Γουρουνιές των Ημισκουμπρίων)

Στο 1.35. (από Khan, 08/04/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο εξτρήμ γύφτος, με δυο έννοιες:

  • Ρατσιστική: προσβλητικός χαρακτηρισμός κατά των τσιγγάνων, στο ίδιο πνεύμα με τα καράγυφτος, γιούφτος, κ.α.,
  • Συμπεριφορική: o αγενής, άξεστος, μικροπρεπής και ατομιστής ξεφτίλας. Ανεξαρτήτως φυλής, θρησκείας, φύλου, κοινωνικής τάξης και χρώματος.

Εκ του γύφτος ( < αρχ. Aἰγύπτιος).

  1. - Ο σωστός Γύφτουλας κυκλοφορεί πάντα με έναν ολόκληρο στρατό μικρών νομισμάτων (όταν λέμε «μικρά», εννοούμε το πολύ 5λεπτα…). Έτσι, όταν φτάνει η σειρά του να πάρει εισιτήριο, αρχίζει να μετράει: «1 λεπτό, 2 λεπτά, 4 λεπτά, 6 λεπτά…», αναγκάζοντας τους υπόλοιπους δύσμοιρους που περιμένουν εισιτήριο να χάσουν τουλάχιστον κανά-δυο δρομολόγια…
    (από τον «Δωδεκάλογο του Γύφτουλα», εδώ)

  2. - « … Εις μνήμην (του τάδε) και αντί στεφάνου, ο κ. και η κ. Κωνσταντίνου Μητσοτάκη μάς απέστειλαν 200 ευρώ υπέρ της ACTION AID» (Εφημ. «Εστία»)
    (Και) πού στέλνει την δωρεά του (…) ο βρικόλακας Μητσοτάκης: Στην μη Κυβερνητική Οργάνωση «ACTION AID» της κορούλας του, Αλεξάνδρας! Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει, δηλαδή ... Τόσο γύφτουλας είναι ο Μητσοτάκουλας: Ακόμη και τις δωρεές του εις μνήμην των φίλων του, τις στέλνει στην κορούλα του!
    (από βλόγιο μάλλον γύφτουλα, εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία