Άτομο ανίκανο να αναλάβει τα αντρικά του καθήκοντα.
Έιδα τη Δήμητρα με έναν μπιριμπόμπολα.
Άτομο ανίκανο να αναλάβει τα αντρικά του καθήκοντα.
Έιδα τη Δήμητρα με έναν μπιριμπόμπολα.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Αυτός που τα αφήνει όλα για την επόμενη μέρα από τεμπελιά, αμέλεια, κατά το ξερόλας. Αυτός που έχει αναγάγει σε δόγμα το μην κάνεις σήμερα, ό,τι μπορείς να αφήσεις για αύριο.
- Πότε θα πλύνεις τα πιάτα;
- Αύριο!
- Ο αυριόλας ξαναχτυπά!
Σχετικά λήμματα: ασαυρία, Xες αύριον τα σπουδαία.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία
Ο νταβατζής. Επειδή παίρνει σχεδόν όλα τα λεφτά της πουτάνας. Η λέξη πιθανόν να προέρχεται από το παιδικό παιχνίδι «παρταόλα» (είδος σβούρας).
Κατ' επέκταση το αρπακτικό, αυτός που στα παίρνει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο (εφορία, τοκογλύφος, δικηγόρος, δοσατζής κ.λπ.).
Κρύψτε τα λεφτά, ήρθε ο παρταόλας...
Φτού ρε πούστη, Δευτέρα πρωί δεν έχω κάνει σεφτέ ακόμη και ήρθε ο παρταόλας.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία
Συνώνυμο του σπασοκλαμπάνια. Αν ο σπασοκλαμπάνιας είναι ο σπασαρχίδης, συνεπάγεται ότι τα κλαμπάνια είναι τ' αρχίδια, ρωτήστε και τον jorje26 που το κατέχει το μαθηματικό. Η κατάληξη -όλας / -όλα υποδηλώνει συνήθως μεγάλο μέγεθος όπως στην περίπτωση των μουσικών οργάνων όπου η βιόλα είναι μεγαλύτερη από το βιολί (βλ. σχετική φωτό). Ο κλαμπανιόλας λοιπόν είναι αυτός που μεγαλώνει τ' αρχίδια άλλων διά της μεθόδου του πρηξίματος αυτών.
Εκτιμώ ότι το παράδειγμα του νταή στο λήμμα σπασοκλαμπάνιας εξαντλεί το θέμα.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Αυτός που λέει συνέχεια μπούρδες.
- Ο Μήτσος είναι μπουρδόλας.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Σε αντιστοιχία με την λέξη ξερόλας, εκείνος που τα μπορεί όλα.
- Μην τον εμπιστεύεσαι τον μπορόλα, πάλι θα σε κρεμάσει!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Εκείνος που τα ξέρει όλα, ο προπέτης.
Συνήθως φλύαρος, που καταντάει κουραστικός και απευκταίος.
Μην κάνεις τον ξερόλα σου ξαναλέω! Άσε να μιλήσει κι ο Γιώργος που το έχει σπουδάσει το πράγμα!
Σχετικά: WWW, ξερόλι, ξερολισμός, φωτεινός παντογνώστης, πανεπιστήμων / -ονας, κινητή εγκυκλοπαίδεια.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Κυριολεκτικά, αυτός που χύνει πολύ. Μεταφορικά λέγεται με ειρωνεία για να χαρακτηρίσει άτομα που το παίζουν γαμιάδες, μάγκες, αρχηγοί κτλ. Το επίθετο πιθανόν να προέρχεται από τις λέξεις χύσια και αμολάω ή, κατά μιαν άλλην άποψη, από το παλιό κόμικ Τιραμόλα. Οι γλωσσολογικές μελέτες δεν έχουν αποφανθεί ακόμα με σιγουριά...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία
Εύκολη γυναίκα, που τον (τα) παίρνει απ' όλους.
Βλ. και ποδήλατο του χωριού, ψωλοκρεμάστρα, πασαγαμιόλα, ψακομούνα
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!