Επιλεγμένες ετικέτες

Ξεκίνησα να γράψω το παρόν λήμμα με την πεποίθηση ότι το καμηλαύκι ήταν η παρεφθαρμένη, λαϊκή, η slang ονομασία του εκκλησιαστικού όρου καλυμαύχι(ον). Ψάχνοντάς το όμως, διαπίστωσα ότι συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο: (εδώ)

Το καμηλαύκι (ή καμελαύκι, καμελαύκιν, καμελαύχιν, καμηλαύχι, καμηλαύχιν, καμηλαύχιον, καμηλάχιον) είναι το μαύρο, ψηλό, σκληρό και κυλινδρικό κάλυμμα της κεφαλής των ορθόδοξων ιερέων και μοναχών. Το καμηλαύκι των ιερέων διαθέτει γωνιώδες γείσο, ενώ των μοναχών είναι πιο χαμηλό χωρίς γείσο. Οι ιερείς το φορούν πάντοτε εκτός από την ώρα της θείας λειτουργίας.

Το καμηλαύκι, λόγω του σχήματός του, προέρχεται από το λατινικό camellaucium, το οποίο παράγεται από το camella, που σήμαινε «κούπα του κρασιού». Εξαιτίας της ηχητικής ομοιότητας ανάμεσα στις λέξεις camella και camelus, δηλαδή «καμήλα», προέκυψε παρετυμολογική σύνδεση της λέξης καμηλαύκι με την καμήλα, γι’ αυτό και η γραφή που επικράτησε είναι με −η−. Συχνότερα απαντάται ο τύπος καλυμμαύκι εξαιτίας πάλι παρετυμολογικής σύνδεσης με τις λέξεις κάλυμμα + αυχένας, επειδή το συγκεκριμένο ένδυμα σκεπάζει και τον αυχένα των ιερέων.

Το Λεξικό Μπαμπινιώτη προτείνει την απλούστερη γραφή καμιλαύκι, ενώ το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής τη γραφή καλημαύχι και καμηλαύχι.

Στην Ιεράπετρα της Κρήτης βρίσκεται το χωριό Καλαμαύκα. Πιθανολογείται ότι το χωριό πήρε το όνομά του από το καλυμμαύκι, επειδή ο βράχος στην κορυφή του Κάστελου, που είναι χτισμένο το χωριό, μοιάζει με το καλυμμαύκι του παπά.

Ακούς εκεί ο τραγόπαπας! Ν' απλωσει χέρι στο παιδί! Μόλις τό 'μαθα τού 'δωσα μια και του κατέβασα το καμηλαύκι μέχρι τ'αυτιά.

Στην Κύθνο, όταν θέλουν να βρίσουν έναν παπά του λένε:

Γαμώ το καμηλαύκι σου!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έτσι λένε οι οικοδόμοι το πτυσσόμενο ξύλινο μέτρο. Ετυμολογείτε το πιθανότερο από το ιταλικό passeto που σημαίνει το μικρό βήμα και το pes μια ρωμαϊκή μονάδα μήκους, που αντιστοιχεί περίπου με ένα πόδι (foot). Αν και υπάρχουν και πλαστικά πτυσσόμενα μέτρα ο οικοδόμος ο σωστός έχει αποκλειστικά ξύλινο, όπως ο υδραυλικός ο σωστός χρησιμοποιεί στις σωληνώσεις καννάβι και σάλιο αντί του φλώρικου τεφλόν...

-Μαστρομήτσο πιάσε το πάσετο.

πάσετο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Το σουμπλιμέ εκ του γαλλικού sublimé (μτχ. του ρήματος sublimer =εξατμίζω εκ του λατινικού sublimo =σηκώνω, αίρω, μετεωρίζω, αιθεροποιώ) είναι στη χημεία "ο διχλωριούχος υδράργυρος που παρασκευάζεται με κατεργασία του οξίδιου του υδράργυρου με υδροχλωρικό οξύ. Είναι πολύ δηλητηριώδης λευκή ουσία και χρησιμοποιείται ως απολυμαντικό" (δες).

Αλλά όχι! τώρα πια πιστεύω, πως δε βγαίνει τίποτα. Το δοκίμασα κι αυτό και ησύχασα· τώρα ξέρω στα σίγουρα, πως η αυτοκτονία είναι η μοναδική λύση, γιατί ούτε καταφέρνω ύστερα από τόσες μέρες να ηρεμήσω, ούτε να κοιμηθώ, ούτε καν να περισπάσω την προσοχή μου. Λοιπόν δεν πρέπει και να περιμένω. Καθώς είμαι ιδιοσυγκρασίας νευρασθενικής, δεν αποκλείεται και να τρελαθώ, μόνο ποιος τρόπος να ’ναι άραγε ο καλύτερος. Λένε η μορφίνη... Το βερονάλ... επειδή φέρνουν ύπνο. Παίρνεις μερικές συνηθισμένες αμπούλες μορφίνης, τις σπάζεις μέσα σ’ ένα ποτήρι, και τις πίνεις. Αυτά τα δυο είναι ιδεώδη· γιατί το σουμπλιμέ ή η στρυχνίνη είναι φρικώδη φάρμακα. Ούτε λόγος να γίνεται γι’ αυτά. Θυμάμαι τη Μερόπη, το καημένο το κορίτσι! αυτή αυτοκτόνησε πολύ νωρίς δεκαοχτώ χρονώ, και τι ωραίο, καθώς το θυμάμαι, το μουτράκι της! Όταν μου ’παν πως δε μπορεί κι έτρεξα... τι φριχτές αναμνήσεις διατηρώ! τι πόνους τράβαγε! συσπαζότανε, στριφογύριζε πάνω στο κρεβάτι και φώναζε: «Σώστε με!», «Σώστε με!» «Σώσε με γιατρέ!» μα ήτανε αργά, είχε πάρει μεγάλη δόση σουμπλιμέ, κι είχε μελανιάσει κι είχε παραμορφωθεί το ψημιδευτό της προσωπάκι. Μια Μερόπη αγνώριστη! Βιάστηκε ν’ αυτοκτονήσει... πολύ βιάστηκε! (Έλλη Αλεξίου, "Κενές Ώρες", στου κυρ-Σαράντ)

Ο Ηλίας Πετρόπουλος το περιέχει στα Καλιαρντά (1971) με την παρατήρηση ότι χρησιμοποιείτο επί τρεις αιώνες και ως τις αρχές του 20ου αιώνα ως αντισυφιλιδικό. Δίνει όμως και ως μια γενική μεταφορική σημασία αυτή της σούπας. Φαίνεται ότι στα καλιαρντά χρησιμοποιείται για να σημάνει διάφορα υγρά και φαρμάκια. Βρίσκω μια χαρακτηριστική καλιαρντοχρήση στο Μπου, όπου αναφέρεται σε αυτοχαρακτηριζόμενο ως φαρμακοψώλη.

Εσείς να δείτε πως θα σας αρέσει, όταν θα σας βουέλω ντουπ την φακιροπίπιζά μου στην πούλη και θα σας σουμπλιμεδάρω με μπουλκουμέ την μόστρα. (Καλιαρντοαπειλές στο Μπου).

Βλ. και το λήμμα κατουράω υδράργυρο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στα καλιαρντά είναι το δάκρυ εκ του ιταλικού lacrima εκ των λατινικών. Πρόκειται για έναν από τους χαρακτηριστικούς ιταλισμούς/ λατινισμούς των καλιαρντών, ένεκα των οποίων ίσως λέγονται και λατινικά ή βαθιά λατινικά.

Πώς χάθηκε; Πώς να ζήσω πια χωρίς τα φλογισμένα μάτια του; Ο χωρισμός, καλέ, είναι μισός θάνατος. Δεν είμαι της κλαψομουνιάσεως αλλά βαλάντωσα στο λάκριμο, η καψερή. Πού χάθηκε; Άνοιξε η γη και τον κατάπιε. Πέντε-έξι χρόνια αργότερα, όταν πια το αίσθημά μου είχε σβήσει, τότε ξανάμαθα γι’ αυτόν. Για την τύχη του την κουλή. Από πού; Απ’ τις εφημερίδες. Τον παρουσιάζανε σαν τέρας της φύσεως. Ότι έκλεψε, βίασε και έσφαξε. Α, μπα, μπα, μπουτ σαντά. Άλλος φταίει, κι άλλος πληρώνει. Τσακίστηκα. Δεν πίστεψα τίποτα. Τον είχα ζήσει τον άνθρωπο. Ένα τρακαρισμένο παιδί ήταν, ένα φοβισμένο ζωάκι. Τον αγαπούσα, τον αγαπούσα βαθιά. Τι καλά να ξανασμίγαμε! Να τον αποφυλάκιζαν και να τα βρίσκαμε πάλι. Τι λατσά που θα περνούσαμε! Μα ήταν πια πολύ αργά. Και για μένα και γι’ αυτόν. Και προπαντός γι’ αυτόν, που η μοίρα του τον έστειλε ίσια στην κόλαση. Ένα πρωί ξύπνησα απότομα. Χρόνια μετά τον θάνατό του. Τον είδα στο ύπνο μου. Έπαθα ζαλούζα. Ήταν, λέει, καθισμένος στο κελί του την τελευταία νύχτα πριν τον εκτελέσουν και συλλογιόταν. (Από το μυθιστόρημα του Θωμά Κοροβίνη Ο Γύρος του Θανάτου εδώ).

Γκέι ακτιβιστής παλεύει με λακριμογόνα στην Κωνσταντινούπολη

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέξη ιταλικής προελεύσεως, που προέρχεται από τα λατινικά, και πολύ απλά σημαίνει «εκατομμύριο».

Χρησιμοποιείται μεταφορικά για να περιγράψει την απροσδιόριστη ποσότητα, το αμέτρητο πλήθος ανθρώπων ή εντόμων.

  1. Απόσπασμα από αναγνωστικό του δημοτικού, δεκαετίας '80:
    «Μαζευτήκανε μιλιούνια, στο περβόλι τα ζουζούνια...».

  2. Πω πω φίλε, δεν ξαναπάω για μπάνιο στις Κουκουναριές: πληρώνεις χρυσή την ομπρέλα και μιλιούνια ο κόσμος...

  3. Εντυπωσιάστηκα από το Πεκίνο: τεράστια πόλη και μιλιούνια τα Κινεζόνια, να τρέχουν πέρα δώθε... Δεν είχα ξαναδεί κάτι παρόμοιο!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία