Στο γλωσσάρι του ΚΚΕ, κούτβηδες αποκαλούνταν τα καθαρόαιμα κομματικά στελέχη με τίτλο σπουδών από την μεγάλη των ινστρουχτόρων σχολή Κούτβ (КУТВ) στην Μόσχα.

Έλληνες κούτβηδες όπως ο Νίκος Ζαχαριάδης ήταν κατ’ εξοχήν σταλινικοί και πρωτοστάτησαν στην εκκαθάριση του ΚΚΕ από φράξιες τροτσκιστών, λικβινταριστών, αρχειομαρξιστών, κ.α. (παράδειγμα 1).

Σήμερα ο όρος χρησιμοποιείται τόσο από «ανανεωτικούς» μαρξιστές κατά των παλαιάς κοπής συντρόφων τους (παράδειγμα 2) όσο και από αντικομουνιστές ως συνώνυμο του κατσαπλιά (παράδειγμα 3).

1.
- (Ο Πουλιόπουλος) ήταν ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης με ηγετική αντιπολεμική δράση στο μέτωπο της μικρασιατικής εκστρατείας και εκλέχτηκε σαν πρώτος γραμματέας του ΚΚΕ το 1924! Ήταν η επέμβαση της διεθνούς που επέβαλε το 1927 αν δεν κάνω λάθος μια σύντομη φιλοζηνοβιεφική ηγεσία πριν η πλήρης κυριαρχία των σταλινικών επιβάλουν τον κούτβη Ζαχαριάδη που η μόνη του ηγετική περγαμηνή ήταν η φοίτησή του στην Κουτβ, την σχολή της ρώσικης γραφειοκρατίας για παραγωγή «στελεχών».
(από εδώ)

2.
- Χωρίς αυτόν (Λεωνίδα Κύρκο) θα είσαστε ακόμη σταχανοβάκια και κούτβηδες. Αλλά αφού ήταν του 1% γιατί γυρεύετε στήριξη; Ντροπή σας και καληνύχτα αν με εννοείτε...
(αγανακτισμένος πολίτης καταφέρεται κατά βλογίου προσκείμενου στο ΣΥΡΙΖΑ που ειρωνεύτηκε τον Λ. Κύρκο, εδώ)

3.
- Κανένας διάλογος με τους σφαγείς και τους μακελλάρηδες, τους κούτβηδες και τους χατζήδες που με τον πληρωμένο με εγγλέζικες λίρες μισθοφορικό ΕΛΑΣ, αιματοκύλισαν την Ελλάδα την δεκαετία του 40. Υποσχέθηκαν στο λαό ψωμί και τον τάισαν πτώματα, του έταξαν νερό και τον πότισαν αίμα.
(παραλήρημα, από εδώ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λιμάνι.

Το Καρνάγιο είναι δημώδης όρος της κοινής ναυτικής γλώσσας ενετικής προέλευσης. Με τον όρο αυτό νοούνται τμήματα αιγιαλού εντός λιμένων ή όρμων που, λόγω της ομαλής κλίσης του, επιτρέπει την ανέλκυση και καθέλκυση μικρών σκαφών, περισσότερο ξύλινων προκειμένου να υποστούν «καρναγιάρισμα» δηλαδή υφαλοκαθαρισμούς, υφαλοχρωματισμούς, καλαφατίσματα, παλαμίσματα κ.λπ.

Ο όρος αυτός αναπτύχθηκε κυρίως στις περιοχές που βρέθηκαν για πολύ καιρό ενετοκρατούμενες, σε αντίθεση του αντίστοιχου όρου «ταρσανάς» που αναπτύχθηκε περισσότερο στις τουρκοκρατούμενες περιοχές

Από βικιπαιδεια.

Εδώ είμαστε στο καρνάγιο του Λαυρίου

(από Khan, 27/04/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Καταρρέω, σπάω, ψοφάω. Συντρίβομαι ψυχολογικά από την εξωτερική πίεση, ξεπερνώντας τα όρια της αντοχής μου, σκάω από το κακό μου. Προέρχεται από το ιταλικό crepare που πα να πει εκρήγνυμαι, σπάω.

Το κρεπάρισμα, με όποια σημασία και να το πάρεις, είναι μια ξεχωριστή λέξη που συνδυάζει πρόβλημα με θέαμα, ως φαίνεται για τις παρακάτω έννοιες:

  1. Ένα πράγμα που ραγίζει, ή μπορεί και να σχιστεί, ή μπορεί και να σκάσει, ή μπορεί και να σπάσει. (Καλά δεν τα λες όλα τούτα, πρόβλημα είναι, σημαίνουν καταστροφή, αλλά παίζει και θέαμα, καθώς προείπα, με τα ζλάνγκαρα μάνγκαρα). Παράδειγμα 1.

  2. Ένας άνθρωπος που στενοχωριέται, ή που θλίβεται, ή που τα χει παίξει, ή που τα χει βάψει μαύρα, ή που είναι έτοιμος να καταρρεύσει ψυχολογικά, ή που έχει καταρρεύσει ήδη ψυχολογικά, ή που όλα αυτά τον κάνουν να καταρρεύσει και σωματικά. (Εμ ούτε τούτα τα λες και πολύ καλά, πρόβλημα είναι η σκατοκατάσταση, ενώ το θέαμα παίζει όταν επέλθει λιποθυμία, ειδικά αν ο άλλος είναι ψηλός. Ας σημειωθεί εδώ ότι αυτή είναι και η πιο συνήθης σλαγκοσημασία της λέξης, βλ. §1). Παράδειγμα 2.

  3. Ένα ίσιο μαλλί που το ξύνεις (ή ξαίνεις) για να αποκτήσει όγκο. Πρακτική ιδιαιτέρως προσφιλής σε κάτι γιαγιάδες που έχουν μείνει στα 60ς και στους emo. Τα μήδια #1,2 εξηγούν περίπου πως γίνεται αυτό: σηκώνεις την τούφα με το ένα χέρι και με το άλλο την περνάς με μια χτένα κόντρα για να φουντώσει. Ισιώνεις την άκρη κατά βούληση και φτάνεις μέχρι μαλλί κουνουπίδι. Απ' έξω δεν φαίνεται ότι μέσα είναι ψιλοτζίβα, σο ποιος γαμεί. (Κι αυτό είναι λίγο πρόβλημα, σπάει η τρίχα σαν τρελή και τί να μαζέψουν οι μάσκες και τα κοντισιονέρ, από την άλλη το θέαμα είναι καλό γιατί, άλλο ένα αφράτο, αεράτο μαλλί (μήδι #3), άλλο ένα κολλημένο στην κράνα σαν να στό 'γλειψε μοσχάρι). Παράδειγμα 3.

  4. Φτιάξιμο κρέπας. Όχι ότι το 'χω ακούσει δηλαδή ως τώρα με αυτή την έννοια, αλλά μπορεί να αρχίσει να χρησιμοποιείται από τώρα και μπρος, γιατί όχι; Στην τελική, το παράδειγμα 2 υποστηρίζει αυτή την άποψη. (Το πρόβλημα εδώ το 'χει όποιος τις φτιάχνει και κουράζεται και πλένει μετά τα τσουμπλέκια, ενώ ως θέαμα εγώ λέω τώρα τις ικανοποιημένες πασαλειμμένες φάτσες όσων τις τρώνε ή τις έκπληκτες όσων κοιτάνε την ζυγαριά μετά που τις φάγανε). Παράδειγμα 2 λέμετε.

Νομίζω είμεθα κομπλέντερ από ορισμό, άμα μου ξέφυγε τίποτα άλλο πλιζ αφήστε σχόλιο.

Ασίστ: Ο ΑΛΛΟΣ από το ΔΠ.

  1. Εδώ: Ανέβηκα στην τζιτζιριά, στη μιτζιριά, στην τζιτζιμιτζιχοτζιριά, να κόψω τζίτζιρα, μίτζιρα, τζιτζιμιτζιχότζιρα, κρεπάρισε η τζιτζιριά, η μιτζιριά, η τζιτζιμιτζιχοτζιριά κι ούτε τζίτζιρα, ούτε μίτζιρα, ούτε τζιτζιμιτζιχότζιρα... Χε.

  2. Εδώ: Και τ’ αφεντικό μου στην κρεπερί, που γκρίνιαζε ότι σέρνομαι και ότι δε γλυκομιλώ στους πελάτες, κρεπάρισα και του ‘χωσα ένα πιρούνι στο λαιμό.

  3. Εδώ: Elle prêt-a-porter: Το κρεπάρισμα έχει τη μερίδα του λέοντος, αφού τα μαλλιά χρειάζονται όγκο και πρόσθετη ανεμελιά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ελληνοποίηση του αγγλικού thanks. Χρησιμοποιείται μόνο στον γραπτό λόγο, κυρίως στα εταιρικά μέηλ και δηλώνει ότι ο χρήστης του μπορεί να μετέχει αγγλικής παιδείας, αλλά κατά βάθος είναι ένα αγνό Ελληνόπουλο που δεν ξεχνά τις παραδόσεις του τόπου.

- Σου έστειλα μόλις το μέηλ με τα ρηπόρτζ.
- Θέγκζ! Άη απρησηέτ δάτ!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Επαναλαμβανόμενη μουσική φράση που συνιστά τη βάση (μέρους) κομματιού, συνήθως σε ροκ ή τζαζ συμφραζόμενα.

  1. Εγώ το μόνο που θα πω είναι πως μέταλ χωρίς ριφ είναι σκορδαλιά χωρίς σκόρδο. (από το διαδίκτυο)

  2. Έχει μάλιστα ένα σύντομο, ημιπαράφωνο πιασάρικο ριφ που σε αιχμαλωτίζει και ένα παλιό ινδιάνικο σκοπό στα τύμπανα... (από το διαδίκτυο)

  3. το «κλασσικότερο» ριφ είναι απ' το smoke on the water το
    «τεν-τεν-τεεεεν, τεν-τεν-τέ-εεεεν
    τεν-τεν-τεεεεν, τεν-τεν-τεεεεν»
    (Χεσούς, εδώ)

Από το αγγλικό riff (= ρυθμικό σχήμα).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία