Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Σημαίνει διαβάλλω, βάζω λόγια. Από Χανιά μεριά, όπου τσίτες=αγκάθια (αλλά και ψαροκόκκαλα). Απαντά και ως «tsites putting».

- Γιατί ρε βάζεις τσίτες της γκόμενάς μου ότι δεν είμαι για σχέση και μαλακίες...
- Προσπαθώ να τη γαμήσω...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ρήμα που περιγράφει τη στομαχική κατάσταση κάποιου μετά από μεγάλη πόση υγρών, όχι απαραίτητα αλκοολούχων. Για να καταλάβετε την ένταση του μαρτυρίου, είναι εκείνη η κατάσταση που κάποιος έχει πιει τόσο πολύ που νιώθει το στομάχι του σαν ενυδρείο σε περίπτωση σεισμού.

Δεν παίρνω όρκο, αλλά υποψιάζομαι πως η ρίζα του ρήματος είναι ίδια με το ουσιαστικό «βάθρακος», που στα κρητικά σημαίνει βάτραχος. Φυσικά και το ανωτέρω ρήμα είναι κρητική λέξη.

Διψούσα τόσο πολύ που ήπια 1 λίτρο νερό! Βατραχούλιασα τόσο πολύ, που δε μπορώ να κουνηθώ, νομίζω πως στο στομάχι μου επιπλέουν ψάρια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο γρόθος από τη δυτική και την ανατολική Κρήτη αντίστοιχα.

- Τά 'μαθες; Οι Βησιγρόθοι και οι Οστρογρόθοι δικηγόροι έχουνε βάλει μεγάλο καυγά για το Εφετείο Κρήτης.
- Πιάσ' τον ένα, χτύπα τ' αλλουνού.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το «ρέ» στην Iεράπετρα.

- Bορέ συ!...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εκ του ρήματος «βουτάω» που σημαίνει πέφτω από ένα επίπεδο σε άλλο χαμηλότερο και βάζω κάτι μέσα σε κάτι άλλο. Ωσεκτουτού η λέξη «βούτα» έχει τις εξής σημασίες:

  1. Η παπάρα. Όταν δηλαδή βουτάμε ψωμιά μέσα σε σάλτσες, σαλάτες και ροφήματα.

  2. Περιοχή - τμήμα της οδού Βουλιαγμένης όπου τις δύο κυρίως προηγούμενες δεκαετίες διεξάγονταν καγκουρ(γ)ιές, κόντρες, πραπρά και κυνηγητό με τους τροχαίους.

  3. Περιοχή του Ηρακλείου Κρήτης, αγνώστου αιτιολογίας σε μένα περί του τρόπου απόκτησης του συγκεκριμένου ονόματος (ας βοηθήσει κάποιος σύντεκνος).

  4. Περιστέρι υβριδικής προέλευσης από το Colombin (Columba Oenas), κάποια ντόπια περιστέρια της Θεσσαλίας, κάποια περιστέρια από την Ανατολή, που είχαν μεταφέρει στον Ελλαδικό χώρο οι Τούρκοι κατά τον μεσαίωνα, όπως και ράτσες της Ουκρανίας όπως το Rustand. Βούτες υπάρχουν σχεδόν σε όλο τον κόσμο σήμερα, χάρη στους Έλληνες μετανάστες λάτρεις της ράτσας (όπως λέει και η Βίκυ). Το πουλί αυτό ανεβαίνει πολύ ψηλά και στη συνέχεια, με εντολή του αφέντη-περιστερά, κάνει βουτιά με τεράστια ταχύτητα φρενάροντας ελάχιστα μέτρα πριν την προσταράτσωσή του. Το είδος έχει πολλούς φανατικούς φίλους στις τάξεις των περιστεράδων.

  5. Το δοχείο νυκτός στην φυλακή, στο παρελθόν στην Ευρώπη, δυστυχώς όμως σε τριτοκοσμικές χώρες υπάρχει μέχρι και σήμερα μαζί με όλο το υπόλοιπο κόνσεπτ. Τη βούτα αυτή την άδειαζαν οι νέοι κρατούμενοι στις ποινικές φυλακές, ενώ στις πολιτικές την άδειαζαν με τη σειρά.

  6. Βούτα σε κρεοπωλείο: ψυγείοκαταψύκτης ομοιάζων με μπανιέρα, με γυάλινη επιφάνεια στην οριζόντια συρόμενη πόρτα του.

  7. Βούτα σε βουλκανιζατέρ: λεκανοειδές περιστροφικό μηχάνημα που επισκευάζει στραβωμένα ζαντικά.

  8. Βούτα σε επιμεταλλωτήριο: μπανιεροειδής δεξαμενή γαλβανισμού ή επιχρύσωσης-επαργύρωσης μεταλλικών αντικειμένων με την μέθοδο της ηλεκτρόλυσης.

  9. Βούτα μηχανουργείου: μεταλλική δεξαμενή στην οποία μπαίνουν κυρίως μοτόρια για καθαρισμό με καθαριστικά υγρά, κυρίως για απολάδωση.

  10. Βούτα σε αργυροχρυσοχοείο: πλαστική δεξαμενή γεμάτη με αραιωμένο θειικό οξύ για καθαρισμό των κοσμημάτων αφού αυτά περάσουν από την φωτιά.

  1. Άσε τις βούτες κι έχεις γίνει σα μοσχάρα. Μετά σου φταίει ο θυρεοειδής σου!

  2. Πάμε Βούτα να δοκιμάσω ρε το νίτρομπούκαλο; Έτοιμο το 'χω.

  3. ...

  4. Συνομιλια από φόρουμ petbirds.gr:
    Διαστάυρωση βούτας με ταχυδρομικό:«λένε ότι δεν βουτάνε όπως οι βούτες και «κολλάνε», αλλά έχουν μυαλό«. Σκέφτομαι να κάνω διασταύρωση και μετά να τα ξαναδιασταυρώσω με βούτα και με επιλογή να διαλέξω αυτά που συμπεριφέρονται σαν βούτα αλλα έχουν το ένστικτο του ταχυδρόμου...»

  5. Έλα μικρέ, βούτα τη βούτα κι αμόλα να την αδειάσεις...

  6. Αυτό είναι το νέας Ζηλανδίας μανδάμ, ολόφρεσκο. Το βάλαμε στη βούτα λίγο να δροσιστεί.

7, 8, 9 και 10.
- Μάστορα, έτοιμο το εργαλείο;
- Συγνώμη ρε Νιόνιο, αλλά κάτσανε στραβές. Το'χω ακόμα στη βούτα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γάγκλα ή γάγκλα, είναι η καμπύλη, η κύρτωση, η στροφή δρόμου. Το αρχαίο ουσιαστικό ζάγκλον που σημαίνει δρεπάνι, αναλύεται στο επιτατικό ζα- (όπως στο ζάπλουτος), στο θέμα αγκ, που σημαίνει κάμπτω (αγκ-ύλη, άγκ-υρα) και στο καταληκτικό επίθεμα -ον. Αλλά υπάρχει και μεταγενέστερος τύπος δάγκλον (πβ. το ησυχιανό «δάγκλον, δρέπανον» ). Από τους τύπους αυτούς, ζάγκλον και δάγκλον, παράγονται αντίστοιχα οι λέξεις ζάγκλα και δάγκλα, που σημαίνουν αυτή που είναι δρεπανοειδής.

Πβ. ότι το παλαιότερο όνομα της Μεσσίνης στη Σικελία ήταν Δάγκλη, ή Ζάγκλη, διότι, κατά Θουκυδίδη 96. 4,5), «δραπανοειδές το χωρίον εστί». Πβ. και το κρητικό ζάγλος, καθώς και το επώνυμο Δαγκλής, ιδίας παραγωγής. Συνών. κούρμπα.

Όλα τα παραπάνω είναι από το Λεξικό του Δυτικοκρητικού ιδιώματος του καθηγητή Αντ. Ξανθινάκη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.

Τούτονα το κλαδί δε κάνει για κατσούνα, είναι ούλο γάγκλες.

Δρόμος με γάγκλες (από nikolaosvlas, 09/10/11)Κλαδιά όλο γάγκλες (από nikolaosvlas, 09/10/11)

βλ. και έκφραση «έχω γάγκλα», σε παρακάτω σχόλιο. Επίσης βλ. κορδέλες

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

γαΐρω, γαέρνω, γιαγέρνω

Ρήματα, που απαντώνται στην κρητική διάλεκτο και έχουν ακριβώς την ίδια σημασία: επιστρέφω, γυρίζω πίσω. Δεν είναι αρκετά συνηθισμένα όσο άλλες λέξεις τις κρητικής διαλέκτου, όμως το καθένα τους δίνει μερικά -λίγα- αποτελέσματα στο google.

Τα τρία αυτά ρήματα της κρητικής είναι ομόρριζα και ετυμολογικά συνδέονται με τα αρχαιότερα «γυρίζω, γυρνάω», τα οποία αναλύονται ετυμολογικά ως εξής (σύμφωνα με το λεξικό της κοινής νεοελληνικής): μσν. γυρίζω (στη σημερ. σημ.) < ελνστ. γυρίζω (γῦρ(ος) -ίζω) `κυκλώνω΄• γυρ(ίζω) μεταπλ. -νώ με βάση το συνοπτ. θ. γυρισ- κατά το σχ.: κερασ- (κέρασα) - κερνώ. Το τελευταίο εξηγεί και τη μετεξέλιξη σε «γιαγέρνω» και «γαέρνω» της κρητικής.

Υποθέτω πως το «γαΐρω» είναι τύπος που δημιουργήθηκε αργότερα σε σχέση με τα δυο προηγούμενα, μιας και η σχέση αυτών με το αρχαιότερο «γυρίζω» είναι πιο άμεση.

-Παπα Μανώλη καλύτερα να γαΐρω σπίτι. Δεν είμαι εγώ για γλέντια και κακό θα σας εκάμω. Να σου ζήσει η κοπελιά και θα τα πούμε στο γάμο. (εδώ)

Παλεύω να 'βγεις απ' το νου, μα δε τα καταφέρνω, - στο κάθε κτύπο τσι καρδιάς, οπίσω σε γιαγέρνω. (εδώ)

Μα στον πέμπτο μήνα μέσα,
έκαμε ένα γιο η μπαμπέσα,
και μού κάνουν ούλοι χάζι:
«μώρε Σήφη, τίνος μοιάζει;»

Τη γυναίκα μου ρωτώ ντη,
πέφτουνε φωθιές και βρόντοι:
«Πρώτα με καβαλικεύεις,
και μετά δε με πιστεύεις...

δε θα νά 'σαι στα καλά σου,
μάζευ' τα συμπράγαλά σου...»,
με βαρά με τσι κλατσάρες,
και με διώχνει στσι μαδάρες.

«Στο μιτάτο μου γαέρνω,
κι ούλο χαμηλά στραφέρνω...» (εδώ)

Στην αρχή. (από Khan, 01/02/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γαμάω-πηδάω με μεγάλη διάρκεια.
Σύνθετη λέξη που αποτελείται απο τις λέξεις γαμάω (=συνουσιάζομαι) και πιλώθω (=σπρώχνω, στην Κρητική διάλεκτο).

- Μπάμπη, θα κατέβουμε Κοραή για καφέ;
- Ναι ρε συ ναούμ, παίρνω τηλέφωνο κι αυτόν τον μαλάκα τον Σωτήρη, αλλά τίποτα.
- Α,τον Σωτήρη... άσ' τον καλύτερα. Πέρασα από το σπίτι του το μεσημέρι και είχε εκεί τη Μαρία και τη γαμοπίλωθε...
- Κατάλαβα... το μουνί της θα έχει βγάλει τυρί γραβιέρα τώρα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

γιάε, ιδέ, στράφου, βλέπε, θώριε

Όλες είναι κρητικές προστακτικές και αφορούν στην όραση. Εφιστούμε την προσοχή σ' αυτόν που απευθυνόμαστε, να προσέξει αυτό που του περιγράφουμε ή του δείχνουμε. Υπάρχουν λεπτές σημασιολογικές διαφοροποιήσεις για την καθεμιά, αν και στην κοινή ελληνική όλες μπορούν να μεταφραστούν ως "δες".

Γιάε

Λέξη που προήλθε από συμφυρμό της πρόθεσης "για" και της προστακτικής "ιδέ" του ρήματος βλέπω ->για ιδέ> γιάιδε (έκκληση τόνου,προφορά της φράσης ως μία λέξη)>γιάιε (έκπτωση του "δ", λόγω της προφοράς του "ι" της προστακτικής ως μεσαιωνικού μέσου απαλού ημιφώνου)>γιάε (αποβολή ημιφώνου). Χρησιμοποιείται με έντονο τρόπο, όταν θέλουμε οπωσδήποτε να καταστήσουμε κάτι φανερό.


Περνοδιαβαίνει την πλατέα μια γρα με βαρύ ριζικό. Δυο γειτόνισσες τήνε θωρούνε, χωρίς τα δικά τζη προβλήματα, αλλά πολύ πιο κακόστητες και σχολιάζουν μ' αγανάκτηση και ζήλεια:
"Γιάε τηνε τη γρα την κακορήμαλη, παρά τα βάσανά τζη, η αρχοντιά δεν έλειψε απ' την περπατηξιά τζη..."

Ιδέ

Προστακτική αορίστου από τα αρχαία ελληνικά του ρήματος "ορώ". Ανήκει στα εξαιρετέα ρήματα ως προς τον τονισμό, καθώς είναι ένα από τα πέντε της αρχαίας ελληνικής που τονίζονται στη λήγουσα, ενάντια στον γενικό κανόνα που προβλέπει τονισμό σε παραλήγουσα ή προπαραλήγουσα (ευρέ(<ευρίσκω), ιδέ(<από άχρηστο ενεστωτικό ρήμα που δίνει και τον αόριστο είδα, το ρήμα οίδα - παρακείμενου με σημασία ενεστώτα που σημαίνει γνωρίζω, τον άχρηστο ενεστώτα του οίδα, είδω που θα πει κι αυτό γνωρίζω αλλά πολύ συγκεκριμένα μέσα από το αισθητήριο της όρασης) , ελθέ (<έρ/λχομαι), λαβέ (<λαμβάνω), ειπέ (<από άχρηστο ενεστωτικό ρήμα απ' όπου βγαίνει το ουσιαστικό έπος που σημαίνει πρωταρχικά ομιλία, εξ ου και νήπιο - νη, αρνητικό μόριο όπου σε αρχαίες διαλέκτους της ελληνικής είχε τη χρήση του στερητικού "α"+έπος, δηλαδή αυτό που δε μιλά ή δεν μπορεί να μιλήσει). Το λαβέ έγινε λάβε στα νέα ελληνικά κι ακολούθησε έτσι τον κανόνα, το ελθέ, έλα ενώ τα υπόλοιπα γίναν μονοσύλλαβα (πες, δες, βρες).
Είναι εύηχη ως λέξη και επιβλητική γι' αυτόν το λόγο, προστακτική. Αναβαθμίζει το κύρος του ομιλητή της, υπάρχει και ως ιδού στην Καινή Διαθήκη. Ακούγεται κομψή και κυριλάτη σε αντίθεση με το πιο άγριο γιάε και μπορεί να έχει και ελαφρώς ειρωνική χροιά. Οπωσδήποτε δηλώνει και το θαυμασμό αυτού που περιγράφει προς το συμβάν/πρόσωπο που αναφέρεται, χωρίς όμως να λείπει μία λανθάνουσα περιπαικτική διάθεση.


- Ιδέ τηνε, πως πάει, κοτσονάτη και τριζάτη...
- Ιδε κατάσταση, ιδέ πράματα...
(ισοδυναμεί με το "για δες εκεί" σ'αυτά τα δυο) - Ιδέ, ίντά 'βγαλα στη χέρα... Σήμερο τό’δα...

Στράφου

Από το ρήμα στρέφομαι. Μπορεί να αποδοθεί μορφολογικά ως στρέψου στην κοινή. Από την προστακτική του ρήματος αυτού απαντά οριστική ενεστώτα ως "στραφέρνω", με την εξειδικευμένη έννοια "προσέχω". Εδώ το στρέφομαι έχει την έννοια του "στρέφω το νου μου", δηλαδή προσέχω πάρα πολύ αυτό που μου δείχνουν ή αυτό που θέλω να δω.


- Στράφου δα και γροίκησε τούτη να την αθιβολή(=εξιστόρηση, συνήθως αληθινού περιστατικού με σκοπό τη διδαχή).
- Κι όντεν ελάλιε το κουράδι(=και όταν οδηγούσε το κοπάδι)...
- Στράφου δα να σου πω ιντα μου εσύμβηκε τση κακορίζικης με ντο γεροτράο απού ερήμαξέ με, σήμερο!...

Βλέπε

Η ενεστωτική προστακτική του ρήματος βλέπω που απαντά σπάνια στην κοινή, παρά μόνο στις παραπομπές (Π.χ.:βλ.λ., βλέπε λέξη κ.λπ.)


- Πώς πεταρίζει κι είναι ένα γ-καμάρι... Βλέπε ν-το...
- Μα βλέπε εδά που δείχνω σου!...
-Βλέπε ν-το γ-κοπέλι, να πάω στη χώρα να ψουνίσω...

Θώριε

Από το ρήμα θωρώ(=βλέπω) από το αρχαίο θεωρώ(=επιβλέπω, και επιβλέπω γνώμη δηλαδή νομίζω, μεταγενέστερα). Έχει την ευρύτερη έννοια του επιθεωρώ - προσέχω, αλλά και τη στενότερη που εφιστά την προσοχή εκείνη τη δεδομένη στιγμή που ζητείται.


- Θώριε μωρέ μπαϊλντισμένε που γράφεις, μην έρθω με τη ρίγα... Δε νιώθεις;
- Θώριε το πετειναράκι τσι πήδους απούσα κάμει...
- Θώριε το τρακτέρι μια ολιά(=λιγάκι) μέχρι να γαείρω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ρεζίλι, ρεζιλίκι (λέγεται στην Κρήτη).

- Άμα χάσεις το στοίχημα, θα κόψεις το μουστάκι;
- Εγώ γίβεντο δεν γίνομαι!

κούρβα τα πίτσκατα (από Fotis Nitsiopoulos, 27/06/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία