Από την δεύτερη γενιά ανθρώπων, γιατί ο Αδάμ ήταν κωλόφαρδος και γιατί η εξήγηση των πρωτόπλαστων μας βολεύει περισσότερο, όλοι μα όλοι οι άντρες που αποφασίζουν να κρεμα-- παντρευτούν έχουν ένα πρόβλημα: την αίσθηση της χαμένης ελευθερίας. Αμέσως μετά πάει το πρόβλημα της πεθεράς. Είναι ό,τι είναι και η μαμά του άντρα μόνο που αυτή δεν ανέχεται τα λερωμένα σώβρακα του, δεν τον θεωρεί το καλύτερο πράμα που συνέβη στον κόσμο και ούτε του μαγειρεύει τέτοιο «παστίτσιο που δεν θα βρει πουθενά αλλού». Οπότε μένουν μόνο οι ιδιότητες του αρχιφύλακα και της συνείδησης που αφειδώς προσφέρεται γιατί ο άντρας μόνος του δεν διαθέτει.

Από τις παραπάνω ιδιότητες προέρχεται και η φράση όσα βλέπει η πεθερά. Η φράση έχει το νόημα της τσαπατσιουλιάς, κάτι που θα το κάνεις μόνο και μόνο για να πεις ότι έγινε χωρίς να υπάρχει ουσία, χωρίς να έχει γίνει η δουλειά σωστά, χωρίς κόπο και, αν είσαι και γκραν γαμάω τύπος χωρίς να το κάνεις ούτε καν εσύ. Απλά κάνεις επιφανειακά «δουλειές του ποδαριού» ώστε ο αστυφύλακας-ελεγκτής της δουλειάς σου, που συνειρμικά παρομοιάζεται με την πεθερά σου, να δει πως όλα βαίνουν καλώς. Αφού συνέλθεις από την έκπληξη της αμεσότητας του ορισμού που αρκετά ξεδιάντροπα σου μιλάει σε β' ενικό και, αν το διαβάζεις στις 3 το μεσημέρι, σου λέει και την ώρα, μπορείς να επισκεφτείς το πλησιέστερο νοσοκομείο, μεγάλο δημόσιο έργο ή να κάνεις μια βόλτα μια βροχερή μέρα σε 2-3 γειτονιές για να δεις τι εννοεί ο ορισμός. Κι αν το κάνεις δεν χρειάζεται να τον διαβάσεις αλλά τώρα είναι αργά.

Αν και κυρίως λέγεται για οικιακές δουλειές μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για κάθε είδους προχειροδουλειά. Συντάσσεται με το ρήμα «κάνω».

- Ρε Τάκη τι έγινε; Πότε πρόλαβες και τελείωσες με την Κούλα;
- Δεν είχα όρεξη, όσα βλέπει η πεθερά έκανα. Έβαλα το λάστιχο, μπήκα δυο-τρεις φορές, έκανα πως ήρθα σε οργασμό και έφυγα.
- Σώπα ρε; Προσποιήθηκες οργασμό;
- Ναι ρε, ούτε που το κατάλαβε. Είπα 3 φορές περισσότερα αχ από ό,τι λέω κανονικά, σούφρωσα τα χείλη, ανέπνεα σαν να είχα τρέξει κανά χιλιόμετρο, της χάιδεψα το πρόσωπο και της είπα ότι σήμερα έδωσε κάτι περισσότερο από τις άλλες φορές.
- Ναι ρε φίλε, ωραία το έπαιξες, πού να το καταλάβει.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέξη που κανονικά ονομάζει το φαγητό, αν οι μικρές ζυμαρένιες μπιλίτσες που κολλάνε στα δόντια και δεν έχουν καθόλου γεύση θεωρούνται φαγητό, που είναι ιδιαίτερα αγαπητό στις χώρες της μεσογειακής Αφρικής και όχι τόσο αγαπητό στις υπόλοιπες χώρες ολόκληρου του κόσμου. Αλλά μιας και είναι τόσο ευκολοπρόφερτη και γεμίζει το στόμα πέρασε στην σλανγκ ορολογία και σημαίνει το κο(υ)τσομπολιό, το μο(υ)χαμπέτι, την κοινωνική κριτική, το τζιζ-μπιζ και γενικά το χάσιμο χρόνου με ταυτόχρονο σχολιασμό οποιουδήποτε θέματος τυχαίνει να έρθει στο μυαλό των ομιλητών, και τις περισσότερες φορές έρχονται θέματα για χρώματα βρακιών και τοποθεσίες διανυκτέρευσης διαφόρων.

Το, γνωστό και ως κουσκούσι, σπορ που αποτελεί τόσο αποκλειστικότητα των γυναικών όσο αποκλειστικότητα είναι και το σκάλισμα της μύτης στα φανάρια των ανδρών, δεν χρειάζεται να περιγραφεί μιας και όλοι λίγο-πολύ το έχουμε εξασκήσει και εδώ που τα λέμε βγαίνει φυσικά ειδικά όταν χαρακτηρίζονται μειωτικά αντιπαθητικοί τύποι (που ίσως τυχαίνει να είναι και τα αφεντικά σας). Οι λέξεις «άκουσα ότι ένας φίλος μου είχε πρόβλημα με τη στύση του» προκαλούν το ίδιο αποτέλεσμα στο πρόσωπο με την πολύωρη έκθεση στον ήλιο.

Τώρα για το πως συνδέθηκε η λέξη με τον τζερτζελέ, που ξέχασα να το αναφέρω στα συνώνυμα πιο πάνω (αυτό που μόλις έγραψα είναι κόλπο για να ξαναδιαβάσεις τον ορισμό για να ψάξεις τα συνώνυμα και να μην τον περάσεις στο ντούκου), οι απόψεις τριίστανται: Η αδερφή μου λέει ότι τη λέξη την έβγαλε η Καραβάτου, η μάνα μου ότι «ταιριάζει στο αυτί γι'αυτή τη δραστηριότητα» και η γιαγιά μου ότι το κους κους (πληγούρι) ήταν από τα κύρια φαγητά που μαγειρεύονταν σε «μαύρους καιρούς» και συνήθως σε καζάνι ώστε να φάει όλη η γειτονιά μαζί και να πει τα νέα της.

- Έλα ρε Τάκη τι έγινε τελικά χτες, πήγες στο πάρτι;
- Εννοείται! Όλοι έλεγαν πού είναι ο Σάκης και πού είναι ο Σάκης. Έχασες που δεν ήρθες αγόρι μου, είχε τρελό κουσκούσι. Μάθαμε με ποιον τα έχει τελικά η ψηλή η μελαχρινή, ποιος παίρνει κάθε βράδυ τηλέφωνο την Μαρία και της κάνει ερωτική εξομολόγηση και ποιος πρώην της Νάντιας φορούσε τα εσώρουχά της.
- Ποιος;
- Κάποιος Θανάσης, αλλά γιατί ρωτάς;
- Δεν ρωτάω για το ποιος φορούσε τα εσώρουχα ρε, για τον μαλάκα της ψηλής ρωτάω.
- Και που ήξερες ότι απάντησα για το ποιος φορούσε τα εσώρουχα;
- ...
- Σε κόβει ο κουραδοκόφτης ε;

δε σας χαλάουα, νομίζω; (από johnblack, 21/07/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σαν νεκροφόρες είναι γνωστά τα οχήματα τύπου στέισον-βάγκον (αν είστε γερμανομαθής), στέισον-γουάγκον (αν είστε αγγλομαθής) ή στέισον-βάγγων (αν γνωρίζετε πολλούς Βαγγέληδες και όλοι είναι... στέισον). Ο λόγος θρυλείται πως είναι επειδή συνήθως αυτοί που επέλεγαν να αγοράσουν τον συγκεκριμένο τύπο αυτοκινήτου ήταν σκυθρωποί, αρρωστιάρικα λευκοί, νωθροί, με καμιά θέληση για ζωή. Αλλά επειδή η απόδειξη του παραπάνω ισχυρισμού είναι εξεφτελιστικά έως και βλακωδώς δύσκολη θα συμφωνήσω με αυτούς που ισχυρίζονται ότι το σχήμα είναι που μετράει.

Με τα πολλά μέτρα μήκους αυτών των αυτοκινήτων, που χωράνε άνετα έναν ξαπλωμένο άνθρωπο που κοιμάται και μένει και χώρος για δύο θεσούλες μπροστά, το ιδιόρρυθμο σχήμα τους και γενικά την ομοιότητά τους με τις «κανονικές» νεκροφόρες έχουν κερδίσει επάξια αυτόν τον χαρακτηρισμό. Το πολύ γέλιο έρχεται όταν αποκαλείται οδηγός τέτοιου οχήματος κοράκι και το ακόμη περισσότερο όταν ο οδηγός έχει τρομερές οδηγικές ικανότητες μόνο όταν οδηγεί ποδήλατο με βοηθητικές για να δει και να μάθει ο γιόκας/ανιψάκι του και κάθε φορά που βγαίνει στο δρόμο «ψάχνει για πελάτες».

- Τάκη να περάσω να σε πάρω να πάμε για κανά μπανάκι;
- Τι, με το δικό σου θα πάμε;
- Ναι ρε, γιατί;
- Ε τι γιατί ρε, κάθε φορά που μπαίνω στη νεκροφόρα σου με πάει αίμα! Κάνω περίεργους συνειρμούς!
- Βρε αδερφάκι μου δεν τρώγεσαι πια... Κάτσε εσύ πίσω να βάλω το Μαράκι μπροστά, δέσε ζώνες, δάγκωσε την ταυτότητά σου και πάμε.
- Νεκροφόρα, πίσω θέση, μαραθώνιος ταινιών «Βλέπω το Θάνατό Σου» χτες βράδυ. Για εξομολόγηση και μετάληψη θα με στείλεις παλιοκοράκι! Τέλος πάντων, αφού θα έχεις τη νεκροφόρα να πάρουμε και τη βάρκα. Σε ποια παραλία θα πάμε;
- Στη Βουλιαγμένη λέω.
- ...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Ακτινογραφία ή ακτινογραφίας ονομάζεται ο τυπάς, ή αν υπάρχουν βυζιά και ωοθήκες η τύπισσα, ο οποίος είναι τόσο αδύνατος που: κάθεσαι από πίσω του και ο ήλιος σε χτυπάει πιο δυνατά, έχει απαγορευτικό από τα 2 μποφόρ, τρώει μόνο στα γενέθλιά του που είναι 29 Φεβρουαρίου, το στομάχι του--(το ποιο;), αποφεύγει όπως ο διάολος το λιβάνι τις χαραμάδες, δεν έχει τη δυνατότητα να βγει φωτογραφία ανφάς, μετράει τα παϊδάκια του και ισχυρίζεται με στόμφο ότι έχει περισσότερα από εσάς και πολλά άλλα που αν συνεχίσουν θα καταντήσουν ρατσιστικά.

Το λήμμα προέρχεται από την ομοιότητα τύπων, ή αν υπάρχουν βυζιά (...), που ανταποκρίνονται στην παραπάνω γλαφυρή περιγραφή με τις γνωστές σε όλους πλάκες ακτινογραφίας. Όπου ακτινογραφία η ζωγραφιά που δείχνει άσπρα τα κόκαλα λόγω της πυκνότητας των -καθώς απορροφούν την ακτινοβολία, και το κρέας διάφανο και κάποιοι φωστήρες την χρησιμοποιούν για να δουν απευθείας τον ήλιο σε περίπτωση έκλειψης. Οπότε έχουμε 2 σε ένα με διπλή δουλειά: και ορισμός της σλανγκ ονομασίας της ακτινογραφίας, αλλά και ορισμός της κοινής της έννοιας. Και στο τσακ πριν μας βγάλουν από τα βαρέα και ανθυγιεινά.

- Πώς γίνεται ρε κάθε φορά που τον βλέπω τον Βασιλάκη τον ακτινογραφία να είναι και με άλλη γκόμενα;
- Ε δε βλέπεις με τι κυκλοφορεί; Συνέχεια με λυσσασμένα σκυλιά! Λιμπίζονται τα κόκαλα!
- Ναι! Και τα ταΐζει καλά, όχι τίποτα αποφάγια, αφού αυτός δεν τρώει τίποτα!
- Ναι, αλλά έχεις ακούσει τις φήμες για το τι χρησιμοποιεί σαν λουρί, ε;
- Καλά εντάξει, κοίτα να δεις, εγώ πάνω από όλα θέλω η γυναίκα να με εκφράζει. Τι να μου πουν τώρα εμένα τα μπουζουκομούνια. Αν δεν έχει ήθος το θηλυκό...

(από Khan, 13/08/09)(από Khan, 13/08/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η ομοφοβία είναι πολύ κακό πράγμα. Η περιθωριοποίηση επίσης. Το ίδιο και ο αντίστροφος ρατσισμός. Αν τα βάλετε όλα μαζί δημιουργούν συνθήκες άπαρντχάιντ και θυμίζουν τη λέξη που ήταν της μοδός πριν λίγο καιρό στα κανάλια για να περιγραφεί ο χώρος του ιστορικού κέντρου της Αθήνας και όχι της βουλής ας πούμε που ταιριάζει και γάντι.

Γκέιτο λοιπόν καλείται ο χώρος, ανεξαρτήτου έκτασης στον οποίο τείνουν να συγκεντρώνονται όλοι οι ομοφυλόφιλοι και φυσικά δεν εννοούνται απλά γκέι-μπαρ γιατί τότε θα λέγαμε και καγκουρογκέτο ορισμένες καφετέριες στα δυτικά προάστια της Σαλονίκης ή καταστήματα που αν και δηλώνουν καφετερίες έχουν στην «βιτρίνα» τους περισσότερα παπιά, κωλοφτιαγμένα και μαλλιά σε περίεργες αποχρώσεις του ξανθού από την μπανιέρα όταν κάνει μπάνιο ο αδερφός μου, το αυτοκινητάδικο τύπου που έχει διαρκείας αεροπορικό εισιτήριο Ντύσελντορφ-Αθήνα και το κομμωτήριο της Σούλας (ποιας από όλες;) αντίστοιχα.

Γενικά μέρη που αποπνέουν τον αέρα του «διαφορετικού» όπως (λανθασμένα αλλά είναι άλλη κουβέντα αυτό) το Γκάζι ή η περιοχή στο τετράγωνο Τσιμισκή-Δωδεκανήσου-Φράγκων-Ι. Δραγούμη και που μόλις προτείνεις κάποιο μαγαζί κάπου εκεί κοντά όλοι σε κοιτάνε με άλλο μάτι. Οι λόγοι που τα γκέιτο ονομάζονται γκέιτο είναι προφανείς και αρκετοί. Οι περισσότεροι αναλύθηκαν στην πρώτη παράγραφο αλλά υπάρχουν και δυο τρεις που θα αναλυθούν στην τέταρτη. Κι ας μην κρυβόμαστε και πίσω από το δάχτυλό μας, η λεξιπλασία γαμεί κι όποιος την ακούσει γίνεται αυτομάτως ρεζίλι από τα χαχανητά, πέρσοναλ εξπίριενς.

- Που 'σαι ψηλέ, άκουσα ότι ένα κατάστημα στην οδό Εδέσσης σερβίρει και γαμώ τα ποτά. Πάμε;
- Τι λες ρε που θα χωθούμε στο γκέιτο, τρελός είσαι; Συχνάζεις εκεί;
- Όχι ρε, απλά άκουσα καλά λόγια.
- Γιατί εντάξει, εσύ με αυτά που φοράς θα χαθείς αλλά εγώ θα είμαι σαν τη μύγα μες το γάλα.
- Σου λέω τέτοιο μοχίτο δεν ξανάπιες. - Ρε μπας και την χτυπάς την μέντα;
- Όχι ρε, τον μπάρμαν τι τον έχουν, αυτός θα τα φτιάξει τα μοχίτα.
- Τρεις φορές σε είπα πούστη και δεν ένιωσες, μπας κι έχεις ανοσία;
- Ναι ρε, είχα κάνει απουστήρωση πιο παλιά.
- Έτσι εξηγείται.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ακόμη μια έκφραση (τις υπόλοιπες αν θέτε βρείτε τις και γράψτε τις) που ξέφυγε από την ειδική επαγγελματική αργκό της οικοδομής και κατέληξε στα στόματα των υπολοίπων και των δημοσίων υπαλλήλων. Έτσι κι αλλιώς θα ήταν εξαιρετικά χαζό να πει κάνεις ότι η προσφορά της οικοδομής είναι μόνο το να χτίζει σπίτια. Και το να είναι η ατμομηχανή της ελληνικής οικονομίας. Και το να δίνει ευκαιρίες για να βγουν φωτογραφίες μαστόρων με στρινγκάκι. Και να πλουτίζουν μερικά αρχίδια.

Η φράση αυτή καθεαυτή, όπως φαντάζομαι γνωρίζει η πλειοψηφία -αλλά δεν θα στοιχημάτιζα γι' αυτό, σημαίνει το ότι κάποιος έχει και γαμώ τις εμπειρίες σε ένα συγκεκριμένο φιλντ ή τομέα οπότε σάλτα και γαμήσου και μη μου λες πολλά-πολλά γιατί είχε και κίνηση σήμερα και σε βλέπω διπλό και μπορεί να βρέξει πάνω σου. Η συγκεκριμένη ιδιότητα, δηλαδή του μπετατζή, επιλέχθηκε πολύ σοφά από τον θυμόσοφο λαό, ή τουλάχιστον το κομμάτι αυτού που έχει συμφωνήσει για Χ κυβικά μέτρα μπετό στην ανέγερση σπιτιού, μιας και το επάγγελμα προσφέρεται για μαλαγανιές (αν υπήρχε θα ήταν λινκ και θα το είχα βάλει εγώ) με κάθε δυνατό τρόπο: από τη χρησιμοποίηση τσιμέντου που έχει βραχεί στο παρελθόν μέχρι την αγορά ήδη ψόφιου κόκορα για το σφάξιμο της «καλής αρχής» των θεμελίων.

Απολαύστε υπεύθυνα - Ιντζόι ρισπόνσιμπλι

- Ψήνεσαι σήμερα για καμιά έξοδο; Λέω πρώτα μπουρδελότσαρκα να ξεχαρμανιάσω, μετά καμιά μπυρίτσα και μετά αργά κανά στριπτιτζάδικο.
- Αχ αγόρι μου, πώς φαίνεται ότι δεν ξέρεις. Πρώτα θα πιούμε την μπυρίτσα να χαλαρώσουμε, μετά το στριπτιτζάδικο για να μας ανάψουν και στο τέλος η τσάρκα για να ηρεμήσουμε.
- Ναι ρε, δίκιο έχεις!
- Εμ, χρόνια στα μπετά ρε φίλε. Αυτά τα έχω φάει και με έχουν φάει, με το κουτάλι. Ξέρεις πόσο καιρό έχω να γαμήσω κανονική γκόμενα;
- Δηλαδή κατά βάθος είσαι ένας αυνάνας και μισ--
- Επ! Ρισπέκ στον μάστορα!

βλ. και σαράντα χρόνια φούρναρης, δεν ακούς τη γριά πουτάνα..., χρόνια στο κουρμπέτι

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση βγαλμένη από αιώνες γαστρονομικής εμπειρίας του συνόλου σχεδόν του ανθρωπίνου είδους, με εξαίρεση το μικρό ποσοστό των κανιβάλων-ανθρωποφάγων. Αυτή η εμπειρία λοιπόν λέει πως, όσο πιο εύκολα κατεβαίνει το φαΐ από τον οισοφάγο, αφού έχει ερεθίσει τις γευστικές απολήξεις όπου κι αν βρίσκονται μέσα στο στόμα, τόσο πιο δύσκολα θα κατέβει από το παχύ έντερο, αφού έχει ερεθίσει με περίεργο τρόπο το κωλάντερο και το στομάχι συμπεριφέρεται σαν να είστε 8 μηνών έγκυος
(- Κοίτα πως κλοτσάει το γλυκό μου).

Οπότε μην παίρνετε κι όρκο πως το γκουρμέ παϊδάκι, γαρνιρισμένο με σος αχλαδιού και ξύσμα λεμονιού που με το ζόρι το έβλεπε το μάτι σας, δεν θα έχει κάποιες άλλες επιπτώσεις ακριβώς λόγω του μεγέθους του. Συνήθως τα σιγανά ποταμάκια πρέπει να φοβάσαι (όχι εσύ προσωπικά, γενικά μιλάμε). Γι' αυτό την επόμενη φορά που θα φάτε οτιδήποτε και σας αρέσει, να ετοιμαστείτε για τις συνέπειες.

Η έκφραση φυσικά και απέδρασε από την βαρετή και για λίγους (και ίσως αντιεμπορική, αν και γι' αυτό πρέπει να δω τη βαθμολογία για το λήμμα φαγητό ντινγκ-ντονγκ που έχω στα σκαριά) σλανγκ των μαγειρείων και έχει περάσει στην καθομιλουμένη. Κάθε φορά που κάτι μας πάει δεξιά (εννοώ καλά, όμορφα, χωρίς προβλήματα) περιμένουμε να μας έρθει και μια κατραπακιά, γιατί δεν είναι δυνατόν να μονοπωλούμε την ευτυχία. Τότε είναι που η έκφραση ταιριάζει περισσότερο από γάντι. Η αναγνώριση δηλαδή του ότι δεν μπορεί, η καταστροφή θα έρθει. Ακριβώς όπως με το παραπάνω παϊδάκι, όταν έρχεται ο λογαριασμός.

- Φίλε δεν μπορείς να φανταστείς πόσο απίστευτο κρεβάτι κάνει η Κική!
- Σώπα ρε.
- Άσε, λες και έχει εμπειρία ετών! Αλλά η μουρμούρα της μετά δεν παλεύεται.
- Ε δεν ξέρεις κι εσύ, γλυκοφάε-πικροχέσε. Και σου γκρινιάζει;
- Δεν λες τίποτα. Θέλει να μιλάμε για το στοίχημα και την μπάλα γενικά. Μετά για ηλεκτρονικά και μετά για αυτοκίνητα. Άσε που θέλει να βλέπουμε και τσόντες μετά το σεξ. Δεν αντέχεται σου λέω.
- Άκου να δεις, τη στιγμή που θες τα ναζάκια και τις αγκαλίτσες να σου κάνει τέτοια πράματα.
- Άσε, δεν ξέρεις τι τραβάω.

(Ακολουθεί σύννεφο και τα σχετικά ηχητικά εφέ)

Δες και τώρα γαμιέσαι χαίρεσαι, στην γέννα θα τα πούμε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όπως και να το δει κανείς τα πράγματα που μπορεί να κάνει στο κρεβάτι του (και εννοώ το σεξ) είναι λίγο πολύ περιορισμένα. Θα κάνεις αυτό, θα κάνεις αυτό, θα κάνεις το άλλο και το παράλλο και ίσως και το τελευταίο. Παραδόξως το ίδιο συμβαίνει και οπουδήποτε αλλού προσπαθήσετε να ολοκληρώσετε την σχέση σας, όπως με παρακάλεσε μια φίλη μου να γράψω. Αν αυτός ο ορισμός είχε γραφτεί λίγο νωρίτερα, η παραπάνω, ψιλοεξαντλητική εδώ που τα λέμε ρε μικροαστοί, γραφιάδες και υπάλληλοι με τρομερά ενδιαφέρουσες δουλειές, λίστα θα περιείχε και το συγκεκριμένο λήμμα.

Το πλοπ είναι η προσπάθεια της γυναίκας (ή του άντρα, ή του άντρα. Ποιος σας εμποδίζει να είναι άντρας;) να γλείψει με τέτοιο τρόπο τη βάλανο ώστε να κλειδωθεί συγκεκριμένη ποσότητα αέρα στο στόμα και με την έξοδο της βαλάνου από το στόμα να ακουστεί ο συγκεκριμένος ήχος. Για να το καταλάβετε καλύτερα φαναστείτε πως το δάχτυλό σας -- ή, καλύτερα, μη φανταστείτε τίποτα και απλά βάλτε το δάχτυλό σας στα πλάγια του εσωτερικού του στόματός σας και βγάλτε το με σφιχτά αγκαλιασμένα τα χείλη στη βάση του δαχτύλου σας. Φαντάζομαι θα ακολουθήσουν πολλά media που να απεικονίζουν την συγκεκριμένη τεχνική αλλά το καθήκον έπρεπε να γίνει και η παρουσίαση της συγκεκριμένης ενέργειας έγινε όσο το δυνατόν πιο παραστατική χρησιμοποιώντας λέξεις.

Δεν χρειάζεται να αναφερθεί ότι το πλοπ αποτελεί και γαμώ τις διεγέρσεις εφάμιλλης ίσως αξίας με το δάγκωμα και το γλείψιμο του αυτιού αλλά χρειάζεται να αναφερθεί ότι το λήμμα είναι ηχομιμητικό οπότε μπορεί και να ακουστεί με διάφορους τρόπους. Απλά έτυχε ο γράφων να ακούσει την ρηματική μορφή του «με πλόπαρε κιόλας μαλάκα, άσε τα είδα όλα, μαστόρισσα στο τσιμπούκι σου λέω, δεν κρατιέται με τίποτα η αχόρταγη» οπότε το καταγράφει ως έχει. Και επειδή η τελευταία πρόταση σας ιντρίγκαρε οι άλλοι είναι ο Ιούλιος Καίσαρας, ο Ναπολέων και ο Μάρλον Μπράντο. Άντε, ίσως και ο Αλέφαντος.

- Καλά ε, θεά της πίπας η Βασούλα!
- Σώπα ρε!
- Τι να σου πρωτοπώ, για το πως τον έφτυνε, για το πως τον έσφιγγε, με πλόπαρε κιόλας μαλάκα, άσε τα είδα όλα, μαστόρισσα στο τσιμπούκι σου λέω, δεν κρατιέται με τίποτα η αχόρταγη. Τι να σου λέω.
- Καταρχήν κάτι πρωτότυπο γιατί αυτά τα έχω ξανακούσει.
- Πού ρε;
- Λίγο πιο πάνω.
- Ε;

Περιμένατε κάτι διαφορετικό; (από Jim Blondos, 30/10/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ρήμα που χρησιμοποιείται αηδιαστικά και εκνευριστικά εκτενώς την περίοδο του Φεστιβάλ στην Σαλονίκη. Αν αναρωτιέστε ποιο Φεστιβάλ, είναι καιρός να δοκιμάσετε αν το σκρολ-ντάουν λειτουργεί και να πάτε παρακάτω. Άντε ντε!

Για τους υπόλοιπους, το ρήμα φεστιβαλίζω αποτελεί κάτι σαν ιερή λέξη που αντλεί αυτήν της την ιερότητα από τις πράξεις στις οποίες προβαίνει αυτός που την χρησιμοποιεί και οι οποίες είναι, προφανώς, ιερές. Η προσπάθεια παρακολούθησης Ρουμανικού σινεμά και ο χλευασμός όσων αποχωρούν από την αίθουσα επειδή δεν άντεξαν βρε αδερφέ, ο συνεχής εκθειασμός σκηνοθετών τους οποίους η υπόλοιπη παρέα δεν γνωρίζει, η αναγωγή του Βαλκανικού σινεμά σε πρωτοπόρου σε θέματα απεικόνισης της ψυχής και άλλα κοντά σ' αυτά. Αν ήδη αναρωτιέστε για ποια θρησκεία είναι αυτές οι μαλακίες ιερές πατήστε το κάτω βελάκι στο πληκτρολόγιο τώρα. Άντε ντε!

Στα παραπάνω, αν και επιμελώς οι «φεστιβαλίζοντες» προσπαθούν να το κρύψουν, συγκαταλέγονται και η εθελοντική εθελοτυφλία στον μαρασμό αυτού που λέγεται ελληνικό σινεμά, η ανεκτικότητα απέναντι στους σιχαμερότερους γλύφτες που κατέχουν άχρηστες καρέκλες, ο αδιάλειπτος χαρακτηρισμός παρατρεχάμενων (οι οποίοι είναι πολλοί, όχι απλά πολλοί αλλά Πολλοί) ως «υπηρέτες της τέχνης» ενώ όλοι ξέρουν ότι ο κανονικός είναι «δημόσιοι υπάλληλοι» και άλλα. Αν ανήκετε σε κάποια από τις παραπάνω κατηγορίες μεταφέρετε τον δείκτη του ποντικιού στο κουμπάκι κάτω δεξιά του μπράουζερ σας και συνεχίστε. Άντε ντε!

Για όσους μείνανε και άντεξαν, να πω πως δεν θα αναφερθώ στους υπερκουλτουριάρηδες μιας και ο σύντροφος Khan/Hank/Dirty Talking έχει ορισμό-φαινόμενο που θα ήταν βλασφημία ακόμη κι αν επικαλεστώ (ουπς) απλά θα αναφερθώ στην αφορμή για το παρόν λήμμα: υπερκουλτουριάρα σε πάρτυ με πρόσκληση σε ρουφ-γκάρντεν βρίσκει άλλη υπερκουλτουριάρα και συνομιλούν:

- Κική, κι εσύ εδώ;
- Ε βέβαια βρε Νόρα μου.
- Τί κάνεις;
- Τι να κάνω βρε Νόρα, ότι κάνει όλος ο κόσμος αυτόν τον καιρό: φεστιβαλίζω.
- Μπα, εγώ προτιμώ το «φεστιβάλω» γιατί ταιριάζει με το αμφιβάλλω που μόνο εμείς μείναμε να κάνουμε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όπως, ελπίζω, έχετε ακούσει οι περισσότεροι, η λέξη τσακμάκι χρησιμοποιείται ευρέως. Επίσης όπως ελπίζω, τη χρησιμοποιείτε και εσείς οι ίδιοι και για χρηστικούς σκοπούς πέρα από το να ακούσετε τους γαμάτους διφθόγγους που περιέχει.

Τσακμάκι λοιπόν αποκαλείται ο αναπτήρας με μια «οθωμανική εσάνς» μιας και προέρχεται από το τούρκικο çakmak που χρησιμοποιείται για την πέτρα που αν πάρεις δύο ίδιες, ή μια μεγάλη και την σπάσεις, και τις χτυπήσεις μεταξύ τους, θα βγάλουν σπίθες. Αφού έγινα ρεζίλι προσπαθώντας να μην χρησιμοποιήσω την, τουρκικής προέλευσης, λέξη τσακμακόπετρα, θα αναφέρω και την «άλλη πλευρά», αυτή των ελληναράδων λέγοντας πως υπάρχει περίπτωση η λέξη να προέρχεται και από το ελληνικό(τατο) διακναίω που σημαίνει ξύνω ή τρίβω, για την ενέργεια πάνω στις... τσακμακόπετρες, λύσσα κακιά...

Αλλά ταυτοχρόνως αποκαλείται και οτιδήποτε ανάβει, ανοίγει, αρπάζει, λειτουργεί με τη μία, δηλαδή χωρίς καμιά ιδιαίτερη προσπάθεια από μέρος του χρήστη. Το χρησιμοποιούμε για μηχανάκια που ανάβουν χωρίς να πρέπει να έχουμε τις γάμπες του Μπολτ στην μανιβέλα, για κινεζικά προϊόντα πάσης φύσης όταν λειτουργούν (ναι, έχω γνωστό με μαγαζί με ηλεκτρικά που πτώχευσε και βγάζω το άχτι μου) και γενικά για αυτό που είπα στην αρχή της παραγράφου.

Επειδή ίσως μπερδευτήκατε, η σλανγκ χρήση της λέξης είναι η τρίτη παράγραφος. Η δεύτερη είναι «ετυμολογία», προϊόν 2 κλικ στο γκουγκλ. Και τα λινκ στο τσακμάκι είναι το άκρον άωτον της ταχύτητας: γράφεις τον ορισμό τόσο γρήγορα που προλαβαίνεις να λινκάρεις το λήμμα.

- Ώπα Νώντα; Καινούριο μασίνι; Με γειες, με γειες!
- Γουστάρεις; Προχτές το κονόμησα! 2 χρόνων, με 500 χλμ μέσα, φρένα ολοκαίνουρια 5 χιλιάρικα μόνο! Τον έκλεψα τον άνθρωπο. Είχε να το βάλει μπρος 2 μήνες μου είπε αλλά με το που έβαλα το πόδι μου στη μανιβέλα άρπαξε αμέσως! Τσακμάκι το εργαλείο σου λέω!
- Σώπα ρε φίλος! Από που το πήρες;
- Τον θυμάσαι τον Τάκη που είχε το συνεργείο στο χωριό;
- Που πηγαίναμε τα παπιά να κατεβάσει τα χιλιόμετρα στα κοντέρ και αντί να τα φτιάχνει γέμιζε ναφθαλίνη το ρεζερβουάρ;
- Ναι ρε, από εκείνον το πήρα, τι το πήρα, το έκλεψα σου λέω!
- Όχι ρε συ, δεν τον έκλεψες τον άνθρωπο. Απλά σου έκανε καλή τιμή επειδή είσαι γνωστός...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία