Στο μπιλιάρδο, το βοηθητικό εργαλείο που στηρίζει τη στέκα στις μακρινές στεκιές. Λέγεται επίσης και γέφυρα ή Θανάσης.
- Μου κάνεις πάσα μία τον βασιλιά; Είναι δύσκολη αυτή η μακρινή στεκιά.
Στο μπιλιάρδο, το βοηθητικό εργαλείο που στηρίζει τη στέκα στις μακρινές στεκιές. Λέγεται επίσης και γέφυρα ή Θανάσης.
- Μου κάνεις πάσα μία τον βασιλιά; Είναι δύσκολη αυτή η μακρινή στεκιά.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Κοροϊδευτικά το black metal, επειδή τα περισσότερα συγκροτήματα του είδους το παρακάνουν με το μακάβριο βάψιμο (corpsepaint), τις βίαιες ενέργειες στα live τους και τους «σατανιστικούς» στίχους, τόσο που να δείχνει πια βλακώδες.
- Ρε συ πώς μπορείς να ακούς Χατζηγιάννη; Εγώ τον απεχθάνομαι, παραείναι μαλακός και εμπορικός για τα γούστα μου.
- Ε τι θα ακούσω, βλακ μέταλ και τις άλλες καφρίλες που ακούς εσύ;
Σχετικά: μέταλ, μέταλ του μπιμπερό, καφρομεταλλάς, μετάλλικα, μέταλλο, μεταλλοπατέρας, σκυλομέταλ, τού ματς χέβυ μέταλ φορ ουάν χάνντ
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Το βουτυρόπαιδο, ο μαλθακός άνθρωπος, ο φλώρος, ο μαμάκιας.
- Καλά, αυτός είναι τελείως βουτυρομπεμπές. Ακόμα και στο σινεμά πάει μαζί με τη μαμά του.
Συνώνυμα του μαλθακός: άβγαλτος, αΐδρωτος, βουτυρομπεμπές, βουτυρόπαιδο, κολεγιόπαιδο, λάκης, λαπάς, μαμάκιας, μαμόθρεφτο, μπουκμαμάς, παπαδάκι, πούδρας, σουβλίτσα, σοφτ, τρυφερό πόδι, φλούφλης, φλώρος, χαλβάς.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Εκτός από τo χαρακτηρισμό των γυναικείων βυζιών, το λέμε για έναν άνδρα όταν το στήθος του μεγαλώνει, συνήθως λόγω πάχους ή αγυμνασιάς, ή όταν σταματήσει τη γυμναστική μετά από μακροχρόνια λήψη κρεατίνης, αναβολικών κλπ και «κρεμάσει» στο στήθος.
- Ρε συ ο Νάσος μας το 'παιζε τρανός μποντιμπιλντεράς, αλλά τώρα που σταμάτησε τη γυμναστική έβγαλε βυζάκια! Προφανώς έπαιρνε αναβολικά.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Mέλος της ΟΝΝΕΔ (νεολαία της ΝΔ). Κατά πάσα πιθανότητα θα 'χει και τρελά κονέ μέσα στο κόμμα.
- Γαλάζιο παιδί είναι αυτός, κάπως θα βρει να βολευτεί από δουλειά, μην τον φοβάσαι.
Βλ. και σχετικό λήμμα bluetooth
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο έξυπνος άνθρωπος, ο καπάτσος, ο οποίος βρίσκει εύκολα λύσεις σε προβλήματα και πηγαίνει μπροστά.
- Είδες ο Ανδρέας; Τελείωσε το Πολυτεχνείο μπαμ μπαμ, χωρίς να ξεσκίζεται στο διάβασμα!
- Αυτός είναι γάτος ρε! Τα πιάνει εύκολα, μην τον φοβάσαι.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Το λέμε μετά από φτάρνισμα κάποιου, για να του ευχηθούμε καλή υγεία, δηλαδή να μην κρυώσει ή αρρωστήσει γενικά (προφανώς είναι από το «υγιείτσες» -> «γείτσες»).
Είναι συνωνύμο με την κάπως λιγότερο slang έκφραση «με τις υγείες σου».
- Αψούουου!
- Γείτσες!!
- Ευχαριστώ!
Βλ. και α-ψάρια!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Το λέμε για κάτι που είναι πολύ αστείο ή γελοίο, συνήθως όταν κάποιος γίνεται ρεζίλι. Είναι συνώνυμο με την παλιά γνωστή φράση «γελάει και το παρδαλό κατσίκι».
- Ρε συ, φτιάξε ένα καλό βιογραφικό! Με αυτές τις μαλακίες που γράφεις, όχι μόνο δε θα σε πάρουν για δουλειά, αλλά θα γελάσουν ακόμα και οι κατσαρίδες!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Όρος καθαρά ελληνικός. Το λέμε για άτομα νεαρής ηλικίας, κυρίως φοιτητές, που πηγαίνουν συνέχεια σε καφετέριες και περνάνε ώρες ολόκληρες πίνοντας φραπέ, παίζοντας τάβλι και γενικά χαζολογώντας, χωρίς να κάνουν κάτι σημαντικό ή παραγωγικό στη ζωή τους.
- Τι θα 'λεγες να πάμε να αράξουμε στο Flocafe;
- Δεν το γουστάρω, εκεί μαζεύεται όλη η γενιά του φραπέ! Πάμε να πιούμε καλύτερα καμιά μπύρα στο Underground και να ροκάρουμε!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Γυναίκα αρκετά μεγαλύτερη από μας σε ηλικία, χωρίς όμως να είναι απαραίτητα μεγάλη ή γιαγιά στην κυριολεξία.
- Γιατί δεν προσπαθείς να κάνεις κάτι με τη Βάσω; Αφού φαίνεται ότι ενδιαφέρεται για σένα, σου κολλάει συνέχεια.
- Έλα μωρέ, με την γιαγιά θα μπλέξω; 12 χρόνια με περνάει!
- Τι κολλάς ρε Μάνο, μην ξεχνάς ότι η γριά κότα έχει το ζουμί!.
Σχετικά: γρέτζω, γριέντζω, τζατζόγρια, γρίντζελο, ξεκωλόγρια, πιπινόγρια, Γρετζώρα.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!