Ο ατζαμής, ο ζημιάρης, αυτός που έχει την δεξιότητα σκιάχτρου.

- Πάλι έσπασες πιάτο; Έχει μείνει το μισό σερβίτσιο. Μα αχυρένιος είσαι;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο λεπτός και συνήθως με λεπτά πόδια άντρας. Από το ομώνυμο πουλί.

-Πώς είσαι έτσι ρε, σα σπίνος.

Βλ. και σχετικό λήμμα καλαμκανάς

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χαρακτηρισμός για αδύναμο άτομο, το οποίο θα καταρρεύσει και με το παραμικρό χτύπημα.

- Πώς είναι ρε αυτός ο τύπος;
- Μισό μπουκέτο να του σκάσεις είναι κάτω.

Βλ. και σχετικό λήμμα μπουκέτο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χαρακτηρισμός για συνήθως λεπτό άτομο, το οποίο δεν λυγίζει καθόλου την μέση του.

- Πώς κάθεσαι έτσι ρε πάνω στο μηχανάκι, είσαι λες και έχεις καταπιεί μπαστούνι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χαρακτηρίζει την πολύ χάλια κατάσταση.

- Τι κάνεις ρε φίλε, πώς τα περνάς;
- Τι να κάνω, τα ίδια. Μαλακίες στο τετράγωνο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χαρακτηρισμός για κάποια κατάσταση η οποία έχει ξεφύγει από κάθε έλεγχο και έχει φτάσει στο όριο. Από τον κόφτη του γκαζιού στις μηχανές κάθε είδους οχήματος και όχι μόνο.

- Τι κάνεις ρε φίλε;
- Άσε, η αγαμία βαράει κόφτες.

Βλέπε και σχετικό λήμμα χτυπάω κόκκινα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χαρακτηρισμός για άτομο που βολεύεται σεξουαλικά από φίλους ή παρέες, συνήθως με τις λιγότερο εμφανίσιμες κοπέλες.

-Έλα ρε που θα βγούμε με τα κορίτσια. Είπε η Μαρία ότι θα φέρει κάτι φίλες της, οπότε μπορεί να φας κανένα κοψίδι.

Βλ. και σχετικό λήμμα τρώω

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνώνυμο του γλυκοτσούτσουνος. Αυτός που τραβάει εύκολα γυναίκες.

- Ρε, άλλο πιπίνι έριξε ο Τάσσος;
- Τι να πεις, μάλλον είναι γλυκοψώλης.

Δες και -ψώλης.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Με έπιασε έντονη και ξαφνική ανάγκη για αφόδευση, χωρίς απαραίτητα να πρόκειται για διάρροια. Η βαλβίδα βέβαια είναι ο πρωκτός.

Συνήθως το χτύπημα βαλβίδας λαμβάνει χώρα μετά από καφέ και τσιγάρο, ειδικά το πρωί. Δεν είναι επιβεβαιωμένο αν υπάρχει σύνδεση με το χτύπημα βαλβίδας στις τετράχρονες μηχανές.

Άσε φίλε το πρωί μου χτύπησε βαλβίδα πολύ άσχημα με τον καφέ και να είναι η δικιά μου μέσα στην τουαλέτα και να κάνει μπάνιο. Κόντεψα να τα σερβίρω στο χαλί...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χαρακτηρισμός που ταιριάζει σε επικίνδυνη οδήγηση μηχανής, είτε λόγω ελλιπούς ασφάλειας του δικύκλου (μπουρδέλο, καβουρντιιστήρι), είτε λόγω μη χρήση κράνους και συναφών προστατευτικών μέσων σε συνδυασμό με ποικίλες επιδείξεις δεξιοτεχνίας π.χ. σούζες, έντο κτλ.

Ως γνωστόν, οι καμικάζι αρέσκονται να έχουν το Χάρο δικάβαλο, καθώς είναι εθισμένοι στην έξαρση αδρεναλίνης που αυτό προκαλεί.

Παρεμφερής έκφραση είναι και έχει το «τον χάρο στο πίσω κάθισμα ή στον ουρανό», για οδηγούς αυτοκινήτου που οδηγούν επικίνδυνα.

  1. Μια φορά τον Μητσάρα δεν τον έχω δει με κράνος, και σηκώνει κάτι σούζες, ξεχνάει να το κατεβάσει. Προσπεράσεις σε τυφλή στροφή και ό,τι νά 'ναι. Αυτό το παιδί όλη την ώρα δικάβαλο με τον Χάρο πάει.

  2. Ο μπαρμπά-Σταμάτης δεν έχει φρένα στο παπάκι του, προχθές τον μαζεύανε πάλι από ένα χαντάκι. Δικάβαλο με τον Χάρο πάει συνέχεια, αλλά δεν λέει να πάει να τα φτιάξει ο τσιγκούναρος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία