Η ευρύτερη έννοια του ξύλου, του ξυλοδαρμού, της σωματικής βίας, αποτελεί ένα μεγάλο κεφάλαιο στη γλώσσα μας. Υπάρχουν δεκάδες λέξεις και εκφράσεις που το περιγράφουν. Οι διαφορές μεταξύ τους εντοπίζονται είτε στην ειδικότερη τεχνοτροπία που περιγράφουν, π.χ. άλλο η καρπαζιά κι άλλο το χαστούκι, είτε στη συναισθηματική τους συνδήλωση και τα ψυχο-κοινωνικά συμφραζόμενα στα οποία χρησιμοποιείται η καθεμία, π.χ. άλλο το χαστούκι πάλι και άλλο ο κόλαφος, παρόλο που τεχνικά σημαίνουν το ίδιο.

Πώς εξηγείται το ότι ο Έλληνας έχει αφιερώσει τόσο μεράκι και ευρηματικότητα για να περιγράψει όλες αυτές τις λεπταίσθητες διαβαθμίσεις της ίδιας κατά βάσιν έννοιας;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ 1η: Όπως για κάθε ερώτημα που αρχίζει με το «πώς εξηγείται το ότι ο Έλληνας...», έτσι κι εδώ, υπάρχει η θεωρία-παντοβότανο «400 χρόνια σκλαβιά» (αλήθεια, αυτή η φράση δε θα 'πρεπε να μπει στο λεξικό μας;). Ο τουρκοκρατούμενος ραγιάς Έλληνας υφίστατο κάθε λογής ταπεινώσεις και καταπατήσεις της αξιοπρέπειας και της ελευθερίας του, έτρωγε πολύ «ξύλο» (συμβολικό, αλλά διόλου σπάνια και κανονικό), πράγμα που έφτασε να χαρακτηρίζει πλέον τη ζωή και τη σκέψη του, να γίνει μία βασική έννοια την οποία επεξεργάστηκε σε μεγάλο βάθος και έκταση.
Ντάξει, δε με πείθει και πολύ, αλλά μιας και την έχω ακούσει, την παραθέτω.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ 2η: Ο Έλληνας είναι γενικά συναισθηματικός, εκρηκτικός, παρεξηγιάρης, και όλη την ώρα έτοιμος να αποδείξει «ποιος είν' αυτός». Αλλά στην πράξη δεν είναι και τόσο βίαιος. Πιο πολύ μιλάει για ξύλο, παρά δέρνει. Οπότε, έχει αναπτύξει και πλούσιο σχετικό λεξιλόγιο.

Ας δούμε μερικά δείγματα αυτού του λεξιλογίου. Είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν πάρα πολλά ακόμη, και σας καλώ να τα μαζέψουμε.

1. Ουσιαστικά: σφαλιάρα, καρπαζιά, κατραπακιά, γροθιά, μπουνιά, κλωτσιά, μάπα, φάπα, μπούφλα, χαστούκι, σκαμπίλι, ανάποδη, ράπισμα, κόλαφος, (ξ)ανάστροφη, μπουκέτο, μπουνίδια, κλωτσίδια, μαπίδια.

Όλα αυτά είναι τύποι χτυπημάτων. Το ράπισμα και ο κόλαφος είναι λόγιες λέξεις, και σήμερα χρησιμοποιούνται κυρίως μεταφορικά.

2. Ρήματα:

2.1. Δίνω, ρίχνω, χώνω / τρώω, αρπάζω, τσιμπάω, μαζεύω / μου 'ρχεται.

Συντασσόμενα με τα ως άνω ουσιαστικά, δηλώνουν τα μεν τρία πρώτα, δίπτωτα, τη δράση (ενεργητική διάθεση, π.χ. του 'χωσα κάτι μαπίδια), τα δε υπόλοιπα, μονόπτωτα, την αποδοχή της δράσης (παθητική διάθεση, π.χ. μάζεψε τις κλωτσιές του και ηρέμησε).

Κάπως πιο εξειδικευμένη είναι η χρήση του δίπτωτου ενεργητικής διαθέσεως σφίγγω: του 'σφιξα δυο σφαλιάρες / ανάστροφες (αλλά όχι μπουκέτα, κλωτσιές κλπ.)

Στην Κρήτη και άλλα νησιά, αντί του ρίχνω χρησιμοποιείται και το παίζω: του 'παιξα μερικές σφαλιάρες.

Το ρήμα παίρνω χρησιμοποιείται επίσης, κατά περίπτωση, με παθητική διάθεση, ως εξής: Με πήρε μια αδέσποτη, με πήραν μερικές.

2.2. Εκτός από τα ως άνω απολεξικοποιημένα ρήματα, υπάρχουν και άλλα που δηλώνουν πληρέστερα την πράξη: Δέρνω, χτυπάω, πλακώνω, χαστουκίζω, γρονθοκοπώ, κλοτσάω.

Όπως βλέπουμε, αυτά είναι λιγότερα και συναισθηματικώς πιο ουδέτερα. Για να χορτάσει ο στόμας σου θες περίφραση, δεν καλύπτεσαι από ένα μονολεκτικό ρήμα. Μόνο το πλακώνω είναι κάπως πιο εκφραστικό.

3. Περιφράσεις που δηλώνουν την κατά κράτος νίκη του δέρνοντος επί του δερομένου, χωρίς ιδιαίτερη έμφαση στην τεχνοτροπία:

3.1. θα σε γαμήσω στο ξύλο, πλακώσω..., ταράξω..., σαπίσω..., σακατέψω..., λιανίσω..., μαυρίσω..., θα σ' τις βρέξω

Το θα σ' τις βρέξω χρησιμοποιείται άνευ ετέρου προσδιορισμού. Δεν είναι καμιά πολύ βαριά απειλή, το λένε κυρίως γονείς προς μικρά παιδιά. Σε άλλα συμφραζόμενα γίνεται παιγνιώδες και χαδιάρικο, π.χ. Πάλι εσύ κέρασες; Θα σ' τις βρέξω!

Τα υπόλοιπα χρειάζονται ένα συμπλήρωμα, εμπρόθετο προσδιορισμό με το σε. Ο προσδ. στο ξύλο πάει με όλα, ενώ με τα περισσότερα πηγαίνουν και οι ειδικότεροι όροι στις σφαλιάρες, στα κλωτσίδια και κάθε άλλο παρεμφερές. Π.χ. Θα σε μαυρίσω / λιανίσω μόνο στο ξύλο, όχι *στα χαστούκια, αλλά θα σε πλακώσω / γαμήσω σε οτιδήποτε. Τα λιανίζω, πλακώνω και σακατεύω πάνε και σκέτα.

3.2. Θα σε κάνω μαύρο, τόπι, τουλούμι, σηκωτό. Και πάλι, μπορούν να συμπληρώνονται με τα εμπρόθετα στο ξύλο, στις μπουνιές κ.λπ. ή και να μπαίνουν σκέτα.

[Εγκυκλ.: το τόπι και το τουλούμι υπονοούν το πρήξιμο που θα πάθει ο δαρείς (και μετοχή παθητικού αορίστου βήτα έχω!) από το ξύλο που θα φάει. Τουλούμι είναι ο ασκός από δέρμα ζώου, που χρησιμοποιόταν παλιά για την αποθήκευση νερού, λαδιού, κρασιού κλπ., και που όταν ήταν γεμάτος και κλεισμένος φούσκωνε κι έδινε την εντύπωση πρηξίματος. Αλλά το τουλούμι χρησιμοποιείται επίσης για το παίξιμο της γκάιντας, όθεν και η πιο σπάνια έκφραση θα σε κάνω γκάιντα.

4. Περιφράσεις που περιγράφουν γενικά μία κατάσταση ξύλου, πιθανώς πολυπρόσωπη / πολυσυμμετοχική. Όλη η έμφαση δεν είναι ούτε στο ποιος ποιον, ούτε στο πώς ακριβώς, αλλά στο πόσο: πολύ!
Πέφτει ξύλο / ξυλίκι / μαπίδι / μπουκετίδι / πέφτουν μάπες / σφαλιάρες, γίνεται τσαμπουκάς, βρέχει σφαλιάρες

Προσοχή: το μαπίδι και το μπουκετίδι (και τα ευκαιριακά τύπου σφαλιαρίδι), εδώ είναι περιεκτικά: σημαίνουν «πολλές μάπες / μπουκέτα κλπ.». Αντίθετα, τα μαπίδια / κλωτσίδια / μπουνίδια του εδαφίου 1 είναι μεμονωμένοι, μετρήσιμοι χτύποι.

5. Ρήματα και περιφράσεις που δηλώνουν τη συμμετοχή κάποιου σε καταστάσεις ξύλου, χωρίς έμφαση ούτε στο πώς ούτε στο αν έριξε πιο πολλές ή έφαγε: Πλακώνομαι, παίζω ξύλο / μάπες / σφαλιάρες. Χρησιμοποιούνται κυρίως στον πληθυντικό, π.χ. πλακωθήκαμε [+/- στο ξύλο] με κάτι γαύρους.

Ειδικά το πλακώνομαι, χωρίς προσδιορισμό, μπορεί και να σημαίνει απλώς «τσακώνομαι», σε φραστικό επίπεδο: Άσε, πλακώθηκα πάλι με τους γέρους μου.

6. Εκφράσεις που δηλώνουν ότι κάποιος χτυπήθηκε από άλλους (μπορεί να έριξε κι αυτός μερικές, αλλά τελικά βγήκε ηττημένος): Τις έφαγα, τις μάζεψα.

Βλέπουμε ότι αυτές είναι πολύ λίγες. Άρα τελικά ενισχύεται η άποψη ότι όλο το θέμα δεν είναι να δέρνεις, αλλά να λες ότι έδειρες. Η περίπτωση να σε έδειραν καλόν είναι να αποσιωπάται όσο είναι δυνατόν.

7. Ανένταχτα ουσιαστικά:

κλωτσοπατινάδα: πολυπρόσωπος καβγάς, με πολύ ξύλο και χωρίς να είναι εύκολο να διακρίνεις ποιος δέρνει ποιον και ποιος κερδίζει. Απλώς αρπάζεις ένα ψάρι και κοπανάς τον πλησιέστερο συμπαίκτη σου.

δείρτης, ξυλοκόπος: αυτός που παίζει καλό ξύλο, και συχνά.

καρπαζοεισπράκτορας: θεωρητικά αυτός που τρώει πολλές καρπαζιές (η καρπαζιά είναι από τα πλέον υποτιμητικά είδη χτυπήματος). Στην πράξη όμως το λέμε για το αιώνιο θύμα, τον υπερβολικά υποχωρητικό, που ποτέ δεν ορθώνει το ανάστημά του και όλοι του τη φοράνε.

Βρεμένη σανίδα, βούρδουλας, μαστίγιο: τεχνικά υποβοηθήματα για το ξύλο. Συνήθως σε φράσεις όπως Α ρε βρεμένη σανίδα που σας χρειάζεται (= είστε αδιόρθωτοι, απαράδεκτοι, τι θέλετε πια για να συνετιστείτε;)

Πού να βάλω παραδείγματα για όλα αυτά! Ιδού μερικά εντελώς ενδεικτικά, αντλημένα από την παγκόσμια ποίηση της ρομαντικής κυρίως περιόδου:

  1. Την πρώτη σού τη χάρισα. Τη δεύτερη, κυρά μου,
    θα σε τρελάνω στις κλωτσιές κι ας εύρω τον μπελά μου.

Την τρίτη και την τέταρτη, κυρά μου, βράσε ρύζι:
πάλι τις μάπες σου θα φας, κι ο κόσμος ας με βρίζει.

(Μ. Βαμβακάρης)

  1. Μπουνιές, κλωτσιές, να το ξέρεις θα σου ρίξω πολλές,
    μπουνιές, κλωτσιές, να το ξέρεις θα σου ρίξω πολλές, γιατί,
    εγώ είμαι άγιος, εγώ είμαι άγιος, μα όμως άμα με τσαντίσουν γίνομαι άγριος.

(Ν. Καρβέλας)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είδος πίπας για το κάπνισμα χασισίου. Αποτελείται από ένα σωλήνα, μήκους περίπου 12-20 εκατοστών, όχι εντελώς κυλινδρικό, αλλά ελαφρώς κωνικό, με εσωτερικό άνοιγμα ίσαμε ένα δάχτυλο στη λεπτή άκρη και κάτι παραπάνω στη χοντρή, ξύλινο ή πέτρινο ή κεραμικό ή πορσελάνινο, και από μία πετρούλα ή κομμάτι άλλου υλικού, με ακανόνιστο σχήμα. Λειτουργεί δε ως εξής:

Ρίχνουμε την πέτρα στο σωλήνα. Οι αναλογίες μεγεθών είναι τέτοιες, ώστε η πέτρα φρακάρει σε ένα βάθος περίπου πέντε εκατοστών από τη χοντρή άκρη του σωλήνα. Βάζουμε μία μικρή ποσότητα μη νόμιμης ουσίας, τόσο που να μπορούμε να το καπνίσουμε σε μία μόνο τζούρα. Η μικρή αυτή ποσότητα στέκεται στην πέτρα. Το ακανόνιστο σχήμα της πέτρας αφήνει κάποιες χαραμάδες μεταξύ αυτής και των εσωτερικών τοιχωμάτων του σωλήνα, πολύ μικρές για να φύγουν ρινίσματα της μη νόμιμης ουσίας, αλλά αρκετά μεγάλες για να περνάει αέρας. Ανάβουμε με τον αναπτήρα στη χοντρή άκρη, και ταυτόχρονα ρουφάμε από την λεπτή, κρατώντας τον αναμμένο. Το ρούφηγμα είναι κανονική εισπνοή, όχι όπως στο τσιγάρο αλλά όπως στο ναργιλέ: ρουφάμε δηλαδή με τα πλεμόνια, όχι με τα μάγουλα. Αν η ποσότητα είναι τόσο μικρή (ή η εισπνοή μας τόσο μεγάλη) ώστε όντως να το τραβήξουμε όλο σε μια τζούρα, έχουμε πετύχει το 100% της αποδοτικότητας της μη νόμιμης ουσίας, αφού το κάθε μόριο των αναθυμιάσεων πήγε κατευθείαν στα σωθικά μας, ο αέρας δεν ήπιε τίποτα. Επαναλαμβάνουμε όσες φορές χρειαστεί.

Το τσελέμι είναι πιο αποτελεσματικό από τον μπάφο, γιατί με λιγότερη μη νόμιμη ουσία την ακούς περισσότερο και πιο γρήγορα, αλλά δεν είναι σε καμία περίπτωση τόσο ευχάριστο. Είναι πάντως πολύ καλό για όσους δε γουστάρουν καθόλου τον καπνό.

-Είσαι να πιούμε ένα τσελέμι;
-Όχι ρε μαλάκα, δεν τα μπορώ αυτά τα πράγματα. Κάτσε να στρίψουμε ένα τσιγάρο σαν άνθρωποι.
-Ρε συ, έχω πολύ λίγο. Να την ακούσουμε και λίγο, στο τσιγάρο δε θα καταλάβουμε τίποτα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Οι ελληνοαμερικάνοι. Σλανγκ της νήσου Καρπάθου, η οποία διατηρεί πολλές σχέσεις με ΗΠΑ: ακόμη και σήμερα φεύγουν μετανάστες, ενώ παλιοί μετανάστες που ζουν «μέσα» εδώ και γενιές εξακολουθούν να έρχονται στο νησί για διακοπές και να επιδεικνύουν τα περίεργα ήθη τους, όπως μπρούκλικη ομιλία, φανταχτερά ρούχα, παράξενα προϊόντα, όπως κάποτε θα ήταν το φρίσμπι, και polla lefta.

Συναντιούνται δύο συγχωριανοί στο σπίτι ενός τρίτου. Δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, γιατί ο ένας είναι από Αμερική και η άλλη από Αυστραλία.

(ΗΠΑ) - Ah, so είσαι του Γιαννή της Μαρούκλας δευτεροξαέρφισσα;
(ΑΥΣ) - Yeah.
(ΗΠΑ) - Από Ωστρέιλια, ε;
(ΑΥΣ) - Yeah. Κέμ'ρα.
(ΗΠΑ) - What;
(ΑΥΣ) - Κέμ'ρα!
(ΗΠΑ) - What's that;
(ΑΥΣ) - Εκεί μένω.
(ΗΠΑ) - Oh, I see. Πού είναι αυτό;
(ΑΥΣ) - God, Κέμ'ρα, the capital!
(ΗΠΑ) - Ah, you mean Καμπέρα!
(ΑΥΣ) - Jesus, είναι αγγλικά αυτά που μιλάτε εσείς τα φρισμπάκια;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παλιό (αρχές 20ού) μπρούκλικο για τη μαριχουάνα. Προφανώς προέρχεται από την αμερικάνικη προφορά «mariwana».

Η λέξη marijuana στα ισπανικά είναι όνομα, Μαρία - Ιωάννα (Maria - Juana). Συνεπώς, αν και πρόκειται για διεθνώς αναγνωρισμένη και επίσημη ονομασία, στη ρίζα της είναι καρασλάνγκ. Μεταφράζεται και στα αγγλικά ως Mary - Jane.

Μέσα στου Μάνθου τον τεκέ
πίνουν οι μάγκες αργιλέ,
αργιλέδες και τσιγάρο,
μαρουγάνα, Προύσας μαύρο.

(Γιώργος Κατσαρός: Μέσα στου Μάνθου τον τεκέ, ΗΠΑ 1938. Βλ. και εδώ.)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στρατιωτική μέθοδος σφουγγαρίσματος μεγάλων χώρων, π.χ. μαγειρείων. Πετάς σαπουνάδα στο πάτωμα, και με ένα μεγάλο Ταυ (σαν αυτά που καθαρίζουν οι Πακιστανοί τα τζάμια) την πας παντού, μετά ρίχνεις άφθονο νερό με τη μάνικα, ξεπλένεις με το ταυ τη σαπουνάδα και τα πετάς όλα έξω. Είναι πολύ διασκεδαστικό, ιδίως αν έχει ζέστη - δεν δημιουργεί καθόλου την αίσθηση της αγγαρείας.

Το όνομα προέρχεται από μία άσκηση που δεν θυμάμαι ακριβώς το επίσημο όνομά της (απόβαση με πλωτά μέσα;;;), πάντως στην τρέχουσα τη λένε απλώς «πλωτά». Αυτή είναι πολύ λιγότερο διασκεδαστική.

- Εστιάτορας, το πάτωμα είναι μες στη γλίτσα. Τι καραπουτσαριό είναι εδώ;
- Μα κύριε λοχαγέ, χτες κάναμε πλωτά.
- Αντιμιλάς, εστιάτορας;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η κατσάδα, αυστηρή επίπληξη, χέσιμο, ξέχεσμα. Παλιομοδίτικη αργκό. Μοιάζει ιταλικής προελεύσεως, αλλά δε γνωρίζω περισσότερα.

(Ο παππούς μου με τον παππού σας, όταν πηγαίνανε μαζί σχολείο:)
- Σε πήγε στο Γυμνασιάρχη;
- Ναι.
- Γιατί;
- Αντί να πω «λαμβάνομεν φιάλην και την πληρούμεν ύδατος», είπα «παίρνουμε ένα μπουκάλι και το γεμίζουμε νερό».
- Και;
- Τίποτα, είναι καλός ο διευθυντής. Μου 'ριξε μια ρομπατσίνα κι αυτό ήταν όλο.

χέσιμο, χέζω, χεσίδι, κωλόχερο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η φούντα (ινδική κάναβη σε ακατέργαστη μορφή).

Καλά, είναι δυνατόν να μην υπάρχει λήμμα χόρτο στο slang.gr όταν υπάρχουν τόσες πιο σπάνιες και απίθανες λέξεις;

(από Khan, 26/07/13)(από Khan, 01/06/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σε κακή κατάσταση. Μεταξύ άλλων, μη σλανγκικών εννοιών, μπορεί και να σημαίνει «πολύ μεθυσμένος/-η» ή «πολύ μαστουρωμένος/-η». Μέχρις εδώ βρισκόμαστε εντός των ορίων της στάνταρ γλώσσας.

Το πράγμα γίνεται σλανγκ, όταν η λέξη χρησιμοποιείται για να περιγράψει μία κατάσταση ακραίας μέθης ή μαστούρας που μας είναι ευχάριστη.

(Το εντάσσω και στα πρόστυχα, γιατί μου φαίνεται πρόστυχο να χρησιμοποιείς μια αρνητική λέξη για να περιγράφεις κάτι που θεωρείς καλό.)

-Αχαχαχαχα! Χαχαχαχαχα! χαχα, χα, χα... χα... Αααχ! [...] Ουαχαχαχαχαχα!
- Μαλάκα, τι ήπιες πάλι; Ξεκόλλα λίγο, πάει μισή ώρα που γελάς! Ντάξει, αστείο ήτανε... Κοίτα ρε μαλάκα, ακόμα γελάει! Τι έπαθες ρε;
- Χαχαχαχα! Άσε, χάλια! Χαχαχα! Ουαχαχα!

Φοίβος meets Tom Waits (από Vrastaman, 26/04/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(ενν. τζούρα) Γρήγορη περιφορά του μπάφου, με τον κάθε συνδαιτυμόνα να τραβάει μία μόνο τζούρα και να το περνάει αμέσως στον παρακαθήμενό του.

Σημείωση: η προέλευση του όρου έχει φέρει τη διεθνή επιστημονική κοινότητα σε αμηχανία, καθώς ο σβέλτος έως αγχώδης χαρακτήρας της ως άνω διαδικασίας δεν συνάδει προς το ραχατλίδικο ίματζ των Τούρκων.

- Ρε παιδιά, τούρκικες δεν είπαμε; Πού κόλλησε πάλι;
- Πού αλλού, στον Κώστα. - Άντε ρε μαλάκα Κώστα, πίνε-δίνε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τρώω. Κυρίως δε, τρώω μεγάλες ποσότητες ευτελών τροφών μόνο για τη χόρταση ή τη λιγούρα, παραμελώντας πλήρως τις λεπτότερες απολαύσεις του γκουρμέ ουρανίσκου μου. Το αποτέλεσμα είναι μία αίσθηση τσιμέντου στο στομάχι, ότι δηλαδή την έχεις κάνει ταράτσα, την έχεις τυλώσει.

Όποιος έχει ήδη διαβάσει το λήμμα για την άλλη έννοια του ιδίου ρήματος, θα βρει ίσως ενδιαφέρον ότι και σ' αυτήν εδώ την έννοια, συνώνυμο είναι το σαβουρώνω.

-Μαλάκα πείνασα. Πάμε να σαβουρώσουμε τίποτα;
-Φίλε έχω μπαζώσει. Είμαι με τρία πιττόγυρα πριν μια ώρα, δεν κατεβαίνει τίποτα. Πάμε άμα θες, αλλά εγώ θα πάρω καφέ.

Σχετικά: κτηνιάζω, κατεβάζω γατοκέφαλα, σαβουριάζω, φασφουντάς

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία