Μεταφορικά.

  1. Έγινα κυριολεκτικά παπί από τον ιδρώτα.

  2. Το σπίτι ήταν κυριολεκτικά μουνί.

  3. Το άτομο κυριολεκτικά δεν υπάρχει.

βλ. και δίκαιο, πλάκα κάνω

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αντί της κλητικής, κύριε.

Προσφώνηση για άντρες, κυρίως αγνώστους, όχι ιδιαίτερα ευγενική αλλά ούτε και εντελώς απρεπής. Χρησιμοποιόταν από παλιά για να εκφράσει μια συγκρατημένη ενόχληση, σε συνδυασμό όμως με την τήρηση των αποστάσεων. Δεν είναι τόσο οικεία ώστε να υπονοεί πρόκληση σε καβγά, αλλά δε λέει όχι και σε μια μικρή λογομαχία. Σχετικά αντίστοιχο για γυναίκες είναι το «μαντάμ» ή «μανδάμ».

Σήμερα πλέον το «κύριος» το λένε ακόμη και μαθητές προς τον καθηγητή, χωρίς κατ' ανάγκην πρόθεση πρόκλησης.

Κατ' αναλογίαν έχει βγει και το «φίλος» (=φίλε), που μπορεί να είναι απολύτως κόσμιο και φιλικό.

Σημείωση: Γενικά η χρήση ονομαστικής αντί κλητικής, που εκ των πραγμάτων μπορεί να γίνει μόνο σε αρσενικά, εκφράζει μια απόσταση. Χρησιμοποιείται κατά κόρον στο στρατό, π.χ. «Νέος! Παπαδόπουλος! Λοχίας!»

  1. Άντε ρε κύριος, μια ώρα στο φανάρι!

  2. Κύριος, να πάω τουαλέτα;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ικανός, επιτήδειος, καταφερτζής σε κάτι, κατά τρόπον ώστε να προκαλεί το θαυμασμό, τσίφτης. Αυτός ο θαυμασμός, σε συνδυασμό με την ακουστική της λέξης, φέρνουν την έννοιά της κοντά σ' αυτήν του μάγκα. Ωστόσο, πρόκειται για σύμπτωση.

Η λέξη προέρχεται από το ιτ. maggiore / αγγλ. major = ταγματάρχης.

Το θηλυκό είναι μαγκιόρα ή μαγκιόρισσα. Σημαίνει το ίδιο.

Παράγωγο επίθετο: μαγκιόρικος, -η, -ο. Εδώ η σημασία έχει συμπέσει τελείως με αυτήν του μάγκικος.

  1. Γεια σου ρε Γιάννη Αραμπατζή
    που 'σαι μαγκιόρος τεκετζής.

(Μ. Βαμβακάρης: «Κάν' τονε Σταύρο»)

  1. Τι έκανε ρε το άτομο; Από δω τα 'φερε, από κει τα 'φερε, από κει που τους είχε φάει τα φράγκα στο τέλος τους έκανε να του ζητάνε και συγγνώμη! Είναι μαγκιόρος ο πούστης!

  2. -Αυτά τα δήθεν μαγκιόρικα, «άμα λάχει» και «δικέ μου» και δεγκζερωτί, όχι εδώ μέσα.
    -Καλά ρε πατέρα, δεν είπαμε και τίποτα!

Μαγ(κ)ιόρκα (από GATZMAN, 15/07/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παλιά λέξη για τη σύφιλη. Εκ του male di Francia = αρρώστια της Γαλλίας.

- Έλα Φιφίν, να παίξουμε οι δυο μας την πουτάνα.
- Πάει. Εγώ είμαι ο πελάτης. Κάνε πως με πλησιάζεις.
[...]
- Αν θες, αντρούλη μου, πάμε εκει πέρα στο γιαπί και μου τη χώνεις από πίσω.
- Πολύ μ' αρέσει αυτό.
- Δεν το λένε έτσι. Λένε: «Πρέπει να σου 'χει σαπίσει από τη μαλαφράντζα για να γαμιέσαι από τη χεζότρυπα, έτσι δεν είναι, γκαμήλα;». Κι εγώ σου λέω: «Όχι μωρό μου. Είμαι καθαρή και απολύτως υγιής. Έλα να δεις το ροδοκόκκινο σκιστό μου.»
- Αν μιλάς συνέχεια εσύ, δεν μπορούμε να παίξουμε άλλο!

(Πιερ Λουΐς, «Μικρές ερωτικές σκηνές», μτφρ. Στράτος Κακαδέλης, εκδ. Ερατώ, Αθήνα 2000)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παλιό (αρχές 20ού) μπρούκλικο για τη μαριχουάνα. Προφανώς προέρχεται από την αμερικάνικη προφορά «mariwana».

Η λέξη marijuana στα ισπανικά είναι όνομα, Μαρία - Ιωάννα (Maria - Juana). Συνεπώς, αν και πρόκειται για διεθνώς αναγνωρισμένη και επίσημη ονομασία, στη ρίζα της είναι καρασλάνγκ. Μεταφράζεται και στα αγγλικά ως Mary - Jane.

Μέσα στου Μάνθου τον τεκέ
πίνουν οι μάγκες αργιλέ,
αργιλέδες και τσιγάρο,
μαρουγάνα, Προύσας μαύρο.

(Γιώργος Κατσαρός: Μέσα στου Μάνθου τον τεκέ, ΗΠΑ 1938. Βλ. και εδώ.)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(Περίεργο που δεν υπήρχε. Ωστόσο μια αρχική διερεύνηση του θέματος γίνεται στο λήμμα δε μασώ.)

Έχει δύο βασικές σημασίες:
α) Τσιμπάω, ψαρώνω, ήτοι «πείθομαι εξαπατηθείς να αποθαρρυνθώ».
β) Δεν τσιμπάω, δεν ψαρώνω, ήτοι «δεν πείθομαι, καίτοι εξαπατηθείς, να αποθαρρυνθώ».

Η πρώτη σημασία είναι σήμερα η επικρατέστερη. Λέμε ότι κάποιος «μασάει» όταν εκτιμά ότι οι πιθανές δυσκολίες ενός εγχειρήματος είναι ανυπέρβλητες, και τα παρατάει. Αλλά επίσης, όταν κάποιος πιστεύει ένα ψέμα που του λένε.

Λέμε ότι κάποιος «δε μασάει» όταν αντεπεξέρχεται στις δυσκολίες και τα καταφέρνει. Και ακόμη, όταν αντιλαμβάνεται ότι πάνε να τον εξαπατήσουν και δεν πιστεύει.

Με την πρώτη υποέννοια, του κατά πόσο αντεπεξέρχεται κανείς στις δυσκολίες, το «δε μασάω» είναι συνώνυμο του «δεν κωλώνω», δε φοβάμαι, τα καταφέρνω. «Μη μασάς» σημαίνει βάλε τα δυνατά σου, μπορείς (συνηθισμένη έκφραση για να εμψυχώσουμε κάποιον). «Αμάσητος»: αυτός που δε μασάει, σκληρό καρύδι, σκυλί. Επιτατικόν: «δε μασάω τον πούτσο μου».

Με τη δεύτερη, της ευπιστίας, «μασάω» είναι (περιέργως) συνώνυμο του τρώω, καταπίνω, χάφτω. Μάλιστα καταπίνω [κάτι] αμάσητο σημαίνει το πιστεύω αβασάνιστα (όπως το ψάρι καταπίνει το δόλωμα αμάσητο).

Παράλληλα, υπάρχει και η παλιότερη χρήση του όρου, που βρίσκεται σε υποχώρηση. Κατ' αυτήν, «μασάω» σημαίνει δε μασάω. Αν πούμε λ.χ. «κάτι τέτοια τα μασάω (και τα φτύνω)», εννοούμε ότι κάτι τέτοια δε με τρομάζουν, δεν ιδρώνει τ' αφτί μου. Συνώνυμο, επίσης σχετικά απαρχαιωμένο: κάτι τέτοια τα τρώω για πρωινό.

Πώς προκύπτουν τόσο αντιφατικές έννοιες για την ίδια φράση; Προφανώς, στην παλιότερη έννοια (μασάω = αντεπεξέρχομαι) υπονοείται ότι κάτι δεν είναι τόσο σκληρό για τα δόντια μου ώστε να μην μπορώ να το μασήσω. Αντίθετα στην πιο πρόσφατη (μασάω = δεν αντεπεξέρχομαι) κάτι είναι τόσο σκληρό που δεν μπορώ να το καταπιώ αν δεν το μασήσω.

Άλλες σημασίες:

-«Μασάω τα λόγια μου», ή «τα μασάω»: λέω μπερδεμένες και ασαφείς κουβέντες από αμηχανία, επειδή πάω να δικαιολογήσω τα αδικαιολόγητα. «Δε μασάω τα λόγια μου»: λέω τη σκληρή αλήθεια με το όνομά της.

-Όταν το φωτοτυπικό ή ο εκτυπωτής παθαίνουν εμπλοκή χαρτιού, λέμε ότι «μάσησαν» το χαρτί. Παλιότερα και τα κασετόφωνα μασούσαν τις κασέτες, και ακόμη παλιότερα οι γραφομηχανές τη μελανοταινία.

  1. (= φοβάμαι)
    - Καλά, είσαι σοβαρός που θα πας ειδικές δυνάμεις; Θα σου σκίσουν το κορμί, θα λιώσεις στο καψώνι!
    - Στ' αρχίδια μου. Μασάω εγώ ρε;

  2. (=μην πιστεύεις και τρομάζεις)
    - Καλά, είσαι σοβαρός που θα πας ειδικές δυνάμεις; Θα σου σκίσουν το κορμί, θα λιώσεις στο καψώνι!
    - Μη μασάς, άσ' τον να λέει. Μια χαρά είναι οι ειδικές δυνάμεις.

  3. - Πώς πάνε οι ειδικές δυνάμεις; Σου σκίζουν το κορμί; Έχεις λιώσει στο καψώνι;
    - Όχι ρε, χαλαρά. Κολέγιο είναι εδώ.
    - Γεια σου ρε αμάσητε!

  4. (= μην το πιστεύεις)
    - Ρωτήσαμε στο χωριό πού είναι το μονοπάτι για την κορυφή. Αλλά μας είπανε ότι έχει πολύ περπάτημα, δε βγαίνει εύκολα.
    - Σιγά ρε, μη μασάς. Εδώ οι γριές οι ντόπιες ανεβοκατεβαίνουν κάθε μέρα φορτωμένες με τα ξύλα, και δε θα πάμε εμείς;
    - Άλλο οι γριές οι ντόπιες. Αυτές είναι αλλιώς μαθημένες, δε μασάνε τον πούτσο τους.

  5. - Μαλάκα, σε βλέπω να τη χάνεις τη χρονιά. Πάλι λευκή κόλλα έδωσες;
    - Τον έψησα να μην τη μετρήσει.
    - Τι δικαιολογία του είπες πάλι;
    - Ότι πέθανε ο πατέρας μου σε ξαφνικό ατύχημα.
    - Το μαλάκα! Και μάσησε ο καθηγητής;
    - Ήμουνα πολύ πειστικός. Αμάσητο το κατάπιε.
    - Καλά μαλάκα, άμα θα 'ρθει ο πατέρας σου να πάρει τους ελέγχους, εκεί θέλω να σε δω μάγκα.

  6. (Με την παλιά σημασία):
    Ο τυπάκος ήρθε να μου πουλήσει τσαμπουκά, αλλά δεν ήξερε ότι κάτι σαν την πάρτη του τους μασάω και τους φτύνω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δεν είναι λήμμα, είναι αντιλήμμα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του τι δε θεωρώ καταχωρήσιμο.

Τώρα με τις ζέστες, που όλοι ντύνονται πιο ελαφρά και άρα πιο αποκαλυπτικά, δυο φίλοι, άντρες, περπατάνε στο δρόμο και έχουν αλληθωρίσει να χαζεύουν γκόμενες. Οπότε, ο ένας από τους δύο σχολιάζει: «Ανθίσαν οι μουνόκηποι

Αυτό δεν πρέπει να θεωρηθεί λήμμα της αργκό. Όχι γιατί δεν είναι αργκό: σαφώς και είναι. Όμως, ήταν ένας αυτοσχεδιασμός της στιγμής. Ο τύπος το έβγαλε από το κεφάλι του. Βέβαια, δεν είναι καμία παράξενη, τραβηγμένη έμπνευση: δεν αποκλείεται να έχει ξαναειπωθεί στο παρελθόν, από άλλον που επίσης το έβγαλε από το κεφάλι του. Έστω κι έτσι όμως, διατηρεί την ιδιότητα του «άπαξ ειρημένου», της αυτοσχέδιας έμπνευσης.

Η λειτουργία της αυτοσχέδιας έμπνευσης μέσα στο λόγο είναι τελείως διαφορετική από εκείνην της στάνταρ έκφρασης, όσο κι αν η στάνταρ έκφραση είναι σπάνια και πετυχημένη. Εφόσον δεχτούμε ότι και τα δύο είναι καλά (όπου καλό = περιγραφικά εύστοχο, συλλογιστικά όχι πολύ τραβηγμένο, πρωτότυπο και αστείο), τότε το αυτοσχέδιο προκαλεί αντιδράσεις του τύπου «τον πούστη, πώς του ήρθε αυτό», ενώ το στάνταρ αντιδράσεις του τύπου «τον πούστη, πού τη θυμήθηκε αυτή την έκφραση, ταιριάζει κουτί εδώ». Ήτοι, στη μία περίπτωση εξαίρεται η ευρηματικότητα του σχολιαστή και στην άλλη ο συνδυαστικός του νους. Συνεπώς, η τυχόν πολιτιγράφηση μιας τέτοιας έκφρασης της αλλάζει κατηγορία, πράγμα που αποτελεί μία αθέμιτη παρέμβαση του λεξικογράφου επί της ζωντανής γλώσσας.

Εκτός από κατηγορία, συνήθως αλλάζει και επίπεδο, επί τα χείρω. Αν αυτός που έβγαλε την έκφραση, μετά από λίγο καιρό την ξαναπεί, η πιθανή αντίδραση θα είναι «έλα μαλάκα, το 'πες μια φορά και γελάσαμε, μην το κάνεις τώρα και μανιέρα». Αν το πει άλλος που το 'χει ακούσει, η αντίδραση θα είναι ακόμη χειρότερη: «αντιγράφεις τα αστεία του Α;». Και αν το πει ένας άσχετος, γάμησέ τα: «τι έγινε, διαβάζεις κάθε βράδυ σλανγκ-τζ.ρ. για να μας κάνεις το πρωί φιγούρα;».

Βέβαια, και οι τρεις αυτές αντιδράσεις προϋποθέτουν ότι ο ακροατής ξέρει την προέλευση της φράσης. Αν δεν την ξέρει, μπορεί απλώς να σκεφτεί «τον πούστη πού τα βρίσκει». Αυτό όμως είναι μία φτηνή απάτη εκ μέρους εκείνου που λέει τη φράση.

Ένας άλλος λόγος που τέτοιες εκφράσεις δε χρειάζεται να αναρτώνται είναι ότι κανείς δε χρειάζεται βοήθεια για να τις καταλάβει, ίσα ίσα που αν τις αναλύσεις χάνουν τη χάρη τους.

Τα 'παμε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τρώω. Κυρίως δε, τρώω μεγάλες ποσότητες ευτελών τροφών μόνο για τη χόρταση ή τη λιγούρα, παραμελώντας πλήρως τις λεπτότερες απολαύσεις του γκουρμέ ουρανίσκου μου. Το αποτέλεσμα είναι μία αίσθηση τσιμέντου στο στομάχι, ότι δηλαδή την έχεις κάνει ταράτσα, την έχεις τυλώσει.

Όποιος έχει ήδη διαβάσει το λήμμα για την άλλη έννοια του ιδίου ρήματος, θα βρει ίσως ενδιαφέρον ότι και σ' αυτήν εδώ την έννοια, συνώνυμο είναι το σαβουρώνω.

-Μαλάκα πείνασα. Πάμε να σαβουρώσουμε τίποτα;
-Φίλε έχω μπαζώσει. Είμαι με τρία πιττόγυρα πριν μια ώρα, δεν κατεβαίνει τίποτα. Πάμε άμα θες, αλλά εγώ θα πάρω καφέ.

Σχετικά: κτηνιάζω, κατεβάζω γατοκέφαλα, σαβουριάζω, φασφουντάς

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μονάδα μέτρησης της φούντας. Μια μπάμια ήταν ένα αλουμινόχαρτο ή νάιλον φακελάκι με μια σχετικά μικρή ποσότητα φούντας, που υποτίθεται ότι ήταν ζυγισμένη και έκανε ακριβώς όσο πρέπει. Άλλοι έδιναν μπάμιες του διχίλιαρου, άλλοι του ταλήρου κ.ο.κ. Βέβαια η σχέση τιμής - ποσότητας στην πραγματικότητα εξαρτιόταν αποκλειστικά από τη σχέση πελάτη - εμπόρου.

Τις μπάμιες δεν τις έφερναν μόνο τα βαποράκια, τις έβρισκες και επιτόπου, κυρίως σε καταυλισμούς Γύφτων. Δεν χρειαζόταν να τους ξέρεις, ούτε να έχει προηγηθεί συνεννόηση. Απλά, θα σε γελούσανε. Και ήταν και καρφωμένα στέκια. Άρα, μία ασύμφορη λύση, μόνο για περιπτώσεις ανάγκης.

Δεν ξέρω αν όλα αυτά γίνονται ακόμη.

Δεν ξαναπάω στους Γύφτους. Καλύτερα να μην πιω, παρά όλη τη λαχτάρα που τράβηξα στο πιο καρφωμένο στέκι της Αττικής, για δυο μπάμιες που τις πλήρωσα χρυσές κι ήταν και Αλβανία.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Άλλο ένα αίνιγμα στα πλαίσια των δήθεν σαλονικιώτικων.

-Πώς λένε στη Θεσσαλονίκη τον Κνίτη;
-;
-Μπουγάτσα με γραμμή!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε