Το αιδοίον, κοινώς μουνί, αλλά και η εύκολη γυναίκα.

Άλλη μια τροχήλατη έκφραση για να χαρακτηρίσει την πολύπαθη γυναικεία τοποθεσία. Το συνθετικό parking: σταθμός αυτοκινήτων- γκαράζ, υπονοεί την κατάληψη θέσης (ενίοτε με καταβολή αντιτίμου), τις μανούβρες που απαιτούνται για τον ορθή τοποθέτηση, τον κίνδυνο πυρκαϊάς από πιθανό συνωστισμό, την διαρροή υγρών, αλλά και την ενασχόληση ή μη, παρκαδόρου.

Η ειδοποιός διαφορά συνίσταται στο ότι, ενώ η προστατευτική κουκούλα στο πάρκινγκ έπεται, στο ψωλοπάρκινγκ προηγείται.

Συνώνυμα: ψωλάραγμα, μουτζό, ψωλοκρεμάστρα κλπ.

- Αυτό το ψωλοπάρκινγκ το' χει πάρει η μισή Λαμία.
- Ε καλά τώρα, δεν είναι και καμιά μεγάλη πόλη η Λαμία.

(από iwn, 10/11/10)(από Vrastaman, 10/11/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το αιδοίον, κοινώς μουνί, αλλά και η γυναίκα.

Σύνθετη λέξη από τη «ψωλή» (πέος) και το «άραγμα», παράγωγο του ρήματος αράζω: ελλιμενίζομαι, πιάνω λιμάνι.

Πέραν της προφανούς μεταφορικής, θαλασσοβρεγμένης και παραστατικής χρήσης του, ο όρος χρησιμοποιείται και από τους κίναιδους (κοινώς πούστηδοι), για να χαρακτηρίσει περιπαικτικά, ειρωνικά, απαξιωτικά τον διαβόητο ανταγωνιστή, θανάσιμο εχθρό και αντίπαλο δέος του πρωκτού (κωλοτρυπίδας).

Συνώνυμα: ψωλοπάρκινγκ, μουτζό κλπ.

- Καλέ Πάολα, το είδαμε πάλι το τεκνό σου μ' εκείνο το ψωλάραγμα.

ΑΡΑΓΜΕΝΑ ΨΩΛΑΡΑΓΜΑΤΑ (από iwn, 10/11/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Και κτυπάω κόκκινο. Η έκφραση χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει-χαρακτηρίσει γενικότερα μια κατάσταση που έχει φτάσει επικίνδυνα στο «ως εδώ και μη παρέκει».

Μια κατάσταση που είναι έτοιμη να εκραγεί, να αναφλεγεί, να ανατιναχτεί, να κατακρημνιστεί, να καταρρεύσει, να μπουρλοτιάσει και πάει λέγοντας.

Προφανώς η έκφραση έχει «ξεσηκωθεί» από το έντονο ερυθρό χρώμα ενδείξεων η ενδεικτικών προειδοποιητικών λυχνιών, οργάνων έλεγχου λειτουργίας μηχανημάτων κλπ, όπου καταδεικνύεται, με την έμφαση του άλικου χρώματος, μια κατάσταση κινδύνου προς ενέργεια και λήψη άμεσων διορθωτικών η κατασταλτικών μέτρων. Η κόκκινη ένδειξη, προκειμένου να σημάνει συναγερμό, συνοδεύεται πολλάκις και από σχετικό εντονότατο και συνεχή ήχο κώδωνος ή ετέρου ηχητικού σήματος, εξ ου και η χρήση του ρήματος «κτυπώ» στην έκφραση.

  1. Στη παρέα:«Ένεκα μνημόνιο, ότι αποταμιεύσεις είχα, τις έφαγα. Η κατάσταση κτύπησε κόκκινο. Είμαι απελπισμένος. Θα μεταναστεύσω στην Αυστραλία.»

  2. Το αφεντικό: «Κάθε μέρα έρχεσαι καθυστερημένος στη δουλειά, πρόσεχε γιατί έχεις κτυπήσει κόκκινο.»

red alarm (από iwn, 28/09/13)red (από iwn, 28/09/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μερικές ακόμα μόρτικες κι αλανιάρικες εκφράσεις για τα γνωστά χρονικά επιρρήματα χθες, προχθές κλπ.

  1. Εψέ πήγαμε στη ταβέρνα του Νταούφαρη.
  2. Έμαθες; Προχτέ είχαμε και τ 'άλλο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Οι νταλίκες είναι μεγάλα και μακριά τροχοφόρα οχήματα που, κατά τις νυκτερινές ώρες σε εθνικές και επαρχιακές οδούς, χωρίς οδικό φωτισμό, και ειδικά στις διασταυρώσεις, είναι ιδιαίτερα δύσκολο να γίνουν ορατές και άρα αντιληπτές σε όλο τους το μήκος και πλάτος. Ιδιαίτερα δε, εάν σύρουν και ρυμουλκούμενο όχημα.

Με σκοπό λοιπόν την αποφυγή των τροχαίων δυστυχημάτων, ο ιδιοκτήτης προβαίνει σε κάλυψη ολοκλήρου του οχήματος και του ρυμουλκούμενου με πλήθος εγχρώμων μικρών φωτεινών λαμπτήρων, προκειμένου το όχημά του να γίνεται έγκαιρα και από μακρινή απόσταση αντιληπτό από τους διερχόμενους και διασταυρούμενους οδηγούς των υπολοίπων Ι.Χ. η Δ.Χ. οχημάτων καθώς και από τους πεζούς.

Ο τρόπος αυτός της καθολικής φωτεινής επισήμανσης-κάλυψης του οχήματος, ονομάζεται “χριστουγεννιάτικο δέντρο”.

Το 'κανα χριστουγεννιάτικο δέντρο και τώρα ξεκινάω για Γερμανία.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μεταφορικά, ο αυνανισμός, η μαλακία.

Η έκφραση αποτελεί συνδυασμό κατάληξης γυναικείου ονόματος, όπως π.χ. Αμαλία, Ευθαλία, Κορνηλία, Κρυσταλλία κλπ, που, παραπλανητικά και ενδεχομένως και νοσταλγικά, παραπέμπει σε γυναίκα, μαζί με το τμήμα της άκρας χειρός, παλάμη η αλλέως χούφτα, που υλοποιεί την παλινδρομική κίνηση της επιδερμίδας του ανδρικού μορίου, κατά την αυτοηδονική και ανακουφιστική διαδικασία εξαγωγής του γνωστού γαλακτώδους οπού του άρρενος.

- Πως πήγε το καμάκι στο μπαρ;
- Άσε, τζίφος.
- Κατάλαβα, πάλι με τη χουφταλία θα τη βγάλεις απόψε !

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τούρκικη λέξη που σημαίνει: παλιοσίδερα, scrap, και μεταφορικά: παλιόπραμα, ψευτόπραμα, σαραβαλάκι, σακαράκα κλπ

- Να σε ρωτήσω, το καινούργιο μηχάνημα που μας φέρανε αξίζει τα λεφτά του, για είναι κάνας χουρντάς;

(από iwn, 17/10/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Απαξιωτικός η πειρακτικός χαρακτηρισμός για κάποιον, όπως είναι και ο φιρφιρής, ο τσιχλιμπίχλης, ο μαγλύφας, ο χλεχλές, ο μαλάκας, ο μαχλέπας, ο μαχλέμπουρας, ο γιαγλής κλπ.

Λέγεται και χεργκελές ή χεργελές.

Από το τούρκικο hergele, που σημαίνει ενοχλητικός, αντιπαθητικός, ανεπιθύμητος.

- Άντε να μου χαθείς βρε παλιοχερχελέ.

(από Khan, 30/04/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι το κρεοπωλείο, το χασάπικο.

Από το τούρκικο kasap = κρεοπώλης.

Απάντηση σε πελάτη της αγοράς:
- Τα μανάβικα βρίσκονται μετά τα χασαπλιά.

(από iwn, 04/11/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Απαξιωτικά, η πολύ ηλικιωμένη γυναίκα, παρατημένη, παραμελημένη με μισοχαμένα λογικά, η γριά, η τζαντόγρια, η παλιόγρια, η σκατόγρια.

Τούρκικης προέλευσης.

Αλλά και μεταφορικά για μεσήλικες που το παίζουν ντεμέκ νέοι.

  1. Δεν τη βλέπεις; Αυτή είναι σα γριά χαρχάλω.

  2. Δεν κοιτάς που χαρχάλιασες (γέρασες), μου θες και γούστα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία