Ο χώρος που έπαιζε κανείς ηλεκτρονικά παιχνίδια, φλιπεράκια και μπιλιάρδο ή πινγκ-πονγκ σε παλιότερες δεκαετίες. Ο διάδοχος του σφαιριστηρίου και πρόγονος του νετ-καφέ.

- Πάλι στα ουφάδικα ξημεροβραδιάζεται το ρεμάλι ο αδερφός σου;
- Έλα μωρέ γέρο, μην του τη βγαίνεις με κόκκινο. Αφού ξέρεις ότι έτσι τη βρίσκει καλύτερα, του την δίνει η φάση που λένε.
- Ποιοι;

Η NASA επιθυμεί την συνεργασία σας. (από Galadriel, 28/02/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η «ζωή» στην γλώσσα των βιντεογκέιμερς στα ουφάδικα της δεκαετίας του '80.

Προέλευση:

Ενδέχεται να προέρχεται από κάποιο πολύ δημοφιλές παιχνίδι από τα πρώτα του είδους, όπου οι «ζωές» απεικονίζονταν στη σχετική μπάρα με κανονάκια.

- Ρε μαλάκα, ο άνθρωπος τέλειωσε το μπούμπλε με οκτώ κανονάκια άθικτα.
- Στο είπα, ο Βαγγέλης είναι διάνοια.

(από granazis, 13/05/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Οι ομοφυλόφιλοι, οι γκέι, οι πούστηδες, οι αδερφές, οι ντιντήδες, οι γυναικωτοί, οι λουλούδες κλπ.

- Ωπ, η δικιά σου είναι αυτή στο σμαρτάκι με τον τυπά;
- Ναι, αλλά μη σκας. Ο Ρούλης παίζει για την... άλλη ομάδα.

Βλέπε και με τους άλλους.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Η παλινδρομική κίνηση του πέους επάνω στην κλειτορίδα λίγο πριν τη διείσδυση.

  2. Η παλινδρομική κίνηση του πέους επάνω σε άλλα μέρη του γυναικείου (ή ανδρικού για την... άλλη ομάδα) σώματος για πρόκληση πλήρους στύσης.

- Και τι έγινε μόλις άνοιξαν οι πόρτες; Μπήκες με φόρα;
- Όχι ρε μαλάκα... δούλεψα λίγο πινέλο πρώτα. Έτσι, για την καύλα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

α. Κωλοτρυπίδα, σούφρα, ροδέλα, σφιγκτήρας.

β. Η σφιχτή συγκεκριμένα κωλοτρυπίδα που ανοίγει δύσκολα.

Προέλευση:

Αναφέρεται στην ομοιότητα της πρωκτικής οπής με την αστεροειδή (συνήθως) ροδέλα τύπου γκρόβερ που δεν αφήνει τη βίδα να ξεσφίξει.

- Σώπα ρε μπήχτη, βρήκες κιόλας πίσω πόρτα;
- Μαλάκα μου, η γκόμενα είχε ένα γκρόβερ άλλο πράμα. Μου τον έπιασε απ' το λαιμό και κόντεψε να μου τον πνίξει.

(από leouras, 15/01/08)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Άγαρμπα εξελληνισμένη εκδοχή του ονόματος ενός παλιού δημοφιλούς ηλεκτρονικού παιχνιδιού (arcade) πλατφόρμας, του «Bubble Bobble» (εκείνο με τις φούσκες, τις τσίχλες, τη διαμαντόπιστα και τη φάλαινα).

Εμφάνιση:
Ο όρος έκανε την εμφάνισή του τη δεκαετία του '80, τη χρυσή δεκαετία των ηλεκτρονικάδικων, όταν και το Lower στα εγγλέζικα ισοδυναμούσε με διδακτορικό.

- Μαλάκα, πάω να φέρω πιτόγυρα στο Βαγγέλη που παίζει μπούμπλε στου Τζάννη. Το 'χει τερματίσει 3 φορές και συνεχίζει.
- Όχι ρε πούστη μου. Πάω να φωνάξω τη μάνα του. Κάποιος θα πρέπει να τον ταΐζει για να μη σταματήσει...

Σχετικό: Λούσας

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο επαρχιώτης νεαρός, που προσπαθεί ν' ακολουθήσει την τελευταία λέξη της μόδας σε μουσική και ντύσιμο χωρίς παράλληλα ν' απωλέσει τη γοητεία του πρωτόγονου που τον διακρίνει απ' τους φλώρους της πόλης. Το αποτέλεσμα όμως, ακροβατεί συχνά στα όρια του κιτς και του νεοπλουτίστικου.

Εξέλιξη:

Προ δύο δεκαετιών, που η μέση ελληνική επαρχιακή οικογένεια δε μπορούσε να συντηρήσει 2 αυτοκίνητα (έστω και κορεάτικα) πλέον του αγροτικού (ή «αγρότη»), το τελευταίο ήταν και το όχημα που συνόδευε τον αγροτινέιτζερ στις εξόδους του. Την περίοδο δε των ποτισμάτων, έφευγε συχνά απ' το κλαμπ στη μέση της νύχτας για την καθιερωμένη «αλλαγή» (όχι του ΠΑΣΟΚ αλλά των σωλήνων). Σήμερα ενδέχεται να έχει εκλείψει το φαινόμενο αυτό, με τις εξελίξεις στην τεχνολογία αλλά και τη γενικότερη κρίση στην ελληνική γεωργική οικονομία.

- Για πού είμαστε απόψε; Κλαμπ «Γιδοκίνηση» για πριόνια ή στου «Τσέλιγκα» για ψητό και μπίρα;
- Κοψίδια ρε μαλάκα, η «Γιδοκίνηση» θα 'ναι ζίγκα στον αγροτινέιτζερ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Επιφώνημα που συνοδεύει κωλοδάχτυλο ή άλλου είδους αναπαράσταση της γενετήσιας πράξης σε περιοχές του εύφορου θεσσαλικού κάμπου.

- Φτου ρε πούστη μου! Αρρώστησε ο πατέρας μου και πρέπει να πάω Σαββατόβραδο στα βαμβάκια γι' αλλαγή.
- Ζατς!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χαιρέκακη έκφραση, που απευθύνουμε σε κάποιον ο οποίος μόλις έμαθε κάτι που τον έχει «χαλάσει» στα σίγουρα, για να του τρίψουμε τη νίλα στη μούρη και να γουστάρουμε με την πίκρα του.

Προέλευση:

Γεννήθηκε και απέκτησε τη διαχρονική της αξία στην κοιτίδα της ανανέωσης της γλώσσας μας που λέγεται «Ελληνικός Στρατός».

Παραλλαγές:

Δεν σε χαλάει, δεν σε χαλούμπα, δεν σε χαλούμι, δεν σε χαλούλου καθολούλου κλπ.

- Πω ρε πούστη μου, πάλι απ' τα μαγειρεία στη σκοπιά και τούμπαλιν με χώσανε.
- Δε σε χαλούλου καθολούλου ψαρούλη!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο τσάτσος της διοίκησης στο στρατό, που οι διάφορες απαλλαγές του φορτώνουν συγκεκριμένα τις «σειρές» του αντί για τους «νέους». Αυτός που γαμάει τη σειρά του.

- Σειρά, ο Καραβυσμάτογλου πήρε αναρρωτική πάνω στην ταξιαρχική. Δε σε χάλασε το χωσέ.
- Δε θα γυρίσει το γαμοσείρι; Θα 'χουμε τεντώματα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία