Λέξη που προέρχεται από τον συνδυασμό των μάγκας και μόρτης και συνδυάζει την γαμιστερότητα των ατόμων που χαρακτηρίζονται από τα άνωθεν λήμματα σε ένα, σαν άλλο σαμπουάν και μαλακτικό.

- Θυμάσαι τη Μαρία, εχθές στο μπαρ;
- Ποια; Αυτή με τα τρελά μπαλκόνια;
- Ναι, ναι, το ξανθό. Λοιπόν, ο Χάρης έφυγε μαζί της ενώ εμείς συνεχίσαμε να πίνουμε σαν τους μαλάκες.
- Α στο διάολο! Σοβαρά;
- Ναι, απλά εσύ δε θυμάσαι τίποτα ύστερα από τη δέκατη τεκίλα...
- Έλα ρε φίλε... Μαγκαμόρτης ο τυπάς!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Φαγητό που τρώγεται, αλλά όχι και με ιδιαίτερη όρεξη, γιατί ο μάγειρας δεν το έκανε πολύ γευστικό (επειδή είναι άπειρος συνήθως).

Μεταξύ νεαρού ζεύγους:
Μωράκι μου, πως σου φαίνεται το μπριάμ; Μου πήρε πολύ χρόνο να το φτιάξω.
— Βρώσιμη ύλη...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέγεται συνήθως για άτομα που έχουν χαμηλή κοινωνικότητα ή/και αδυνατούν να συμμετάσχουν ουσιαστικά στην οποιαδήποτε συζήτηση που απαιτεί μια κάποια συνοχή σκέψης/λόγου, τα οποία γίνονται αντικείμενο εμπαιγμού τις περισσότερες φορές σε μία παρέα.

- Τι μουρόχαυλος που είναι αυτός ο Μπάμπης ρε; Του την έπεφτε ένα γκομενάκι φίνο χτες στο μπαρ και όταν πήγε να της μιλήσει, το τι μαλακίες είπε δεν περιγράφεται.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Η λέξη προέρχεται εκ του αγγλικού «Oh my god», έκφραση που στα ελληνικά σημαίνει «Ω θεέ μου».

Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει κανείς άτομα τα οποία ρέπουν σε συχνή χρήση της προαναφερθείσας φράσης στην αγγλικής της μορφή έναντι της ελληνικής. Τέτοια άτομα απαντώνται σε μεγάλες συγκεντρώσεις σε σημεία παροχής υπηρεσιών διαδικτύου (internet cafe ρε αδελφέ!), όπου και καθημερινά σπαταλούν ώρες ολόκληρες μπροστά από μία οθόνη φωνάζοντας στον διπλανό τους γιατί feedαρε τον αντίπαλο στο DOTΑ ή καθαρά λόγω δέους απέναντι στην υπεροχή του εικονικού αντιπάλου λόγω εμπειρίας ή/και του προαναφερθέντος feedαρίσματος.

- Πήγα χτες σε ένα internet cafe για να κάνω κάτι δουλειές, και ήταν τίγκα στους ομιτζίμιτζίδες. Μου πήραν τα αυτιά. Ήταν και μεγάλος noob αυτός ο σκορπιός ρε φίλε... Ούτε ένα stun δεν πέτυχε.

βλ. και ομιτζής, ομιτζί και τρία λολ, ομιτζίθρα! / ομυτζήθρα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λήμμα που οι ρίζες του εντοπίζονται στα παιχνίδια στρατηγικής (συνήθως ηλεκτρονικά). Για να γίνω πιο κατανοητός, ας παραθέσω ένα εξ αυτών το οποίο έχει απασχολήσει γενεές επί γενεών Ελλήνων. Στο παρόν παιχνίδι, η φράση απαντάται εναλλακτικά και ως «Στέλνω σπαθάκια», διότι όταν κανείς βρίσκεται υπό πολιορκία, εμφανίζονται δύο σπαθιά σε συγκεκριμένο σημείο του παραθύρου του παιχνιδιού ώστε να το αντιληφθεί και να πάρει τα μέτρα του.

Η σημασία της φράσης, όπως ίσως να έχετε ήδη υποθέσει, είναι η εκδήλωση εχθροπραξιών από το μέρος αυτού που τη χρησιμοποιεί, σε άλλους παίκτες, με σκοπό την ολική τους καταστροφή και την επιβολή και επέκταση της κυριαρχίας του.

- Έλα παιδί μου, θα κρυώσει το φαγητό και δεν θα τρώγεται μετά!
- Περίμενε ρε μάνα, έχω να στείλω κάτι επιθέσεις σε ένα νουμπά εδώ πέρα, και πρέπει να γίνουν σε... Δύο λεπτά και τριάντα-τρία δευτερόλεπτα ακριβώς.
- ...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέγεται όταν κανείς αντιλαμβάνεται πως οι συνθήκες είναι δυσμενείς και πως κάποιος πρόκειται να τον βάλει στο χώμα, ή εναλλακτικά η αυτοκτονία έχει αρχίσει να φαίνεται καλή ιδέα.

Η φράση προέρχεται από τη διαδικασία που ακολουθείται όταν κανείς «πνέει τα λοίσθια» και κατά την οποία ο ράφτης μετράει τις διαστάσεις του μελλοντικού νεκρού ώστε να μπορέσει να του παρέχει μια σινιέ αμφίεση την οποία θα φορά για τα επόμενα καναδυό χρόνια (μέχρι τα σκουλήκια να τη φάνε - πέραν του θανόντα - και αυτή).

- Συνάντησα τον Κώστα εχθές, και μου είπε πως αν σε πετύχει, καλά θα κάνεις να έχεις πάρει τα μέτρα σου, γιατί θα σε κάνει τόπι στο ξύλο...
- Ακόμα έχει νεύρα για τότε με την γκόμενά του; Πωωω, έλεος ρε μαλάκα! Τι εμπαθής άνθρωπος!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σπαταλάω ώρες και ώρες της ημέρας μου κάνοντας κάτι ή βρισκόμενος σε συγκεκριμένο μέρος.

  1. - Παιδί μου, θα πάθουν τίποτε τα μάτια σου τόσες ώρες που ξερομαλακώνεις με αυτό το παλιοπαίχνιδο στον υπολογιστή. Κάνε και ένα διάλειμμα!

  2. - Πού τον χάνεις πού τον βρίσκεις, ο Τάκης όλο σε κάποιο καφέ θα ξερομαλακώνει. Ειλικρινά, απορώ που βρίσκει τα χρήματα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χαρακτηρισμός ανθρώπου που είναι άμαθος σε μία εργασία (για χειρωνακτικές συνήθως) και κατ' επέκταση κουράζεται εύκολα, μέχρι να πάρει το κολάι.

Η λέξη καβελινάκια προέρχεται από το «καβελίνα / καβαλίνα», περιττώματα ζώων δηλαδή (ο όρος χρησιμοποιείται απ' όσο ξέρω μόνο για άλογα / γαϊδούρια / μουλάρια), τα οποία αφότου έρθουν σε επαφή με το φως του ήλιου δεν αργούν να σκληρύνουν (ξεραθούν).

Το δροσιό είναι οι πρωινές ώρες γύρω στις 06:00 - 08:00 και χρησιμεύει ώστε να τονιστεί η αδυναμία αυτού που δέχεται τον χαρακτηρισμό να φέρει εις πέρας την εργασία του ακόμα και υπό ευνοϊκές συνθήκες, μιας και τα περιττώματα δεν ξεραίνονται εύκολα χωρίς παρουσία ήλιου.

- Αχ, γιαγιάκα, είχαμε πάει εχτές να σκάψουμε κάτι αυλάκια για να φυτέψουμε τομάτες με τον πατέρα μου και κοίτα να δεις πως έγιναν τα χέρια μου!
- Εμ, αφού εκεί πάνω στας Αθήνας όλο ξερομαλακώνετε μπροστά από τα λαπιτόπια σας, έχετε γίνει ντιπ για ντιπ λαπάδες... Τα μικρά καβελινάκια με το δροσιό ξεραίνονται!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέγεται περί ατόμων ποταπών, που προσπαθούν να διαβάλουν άτομα ακέραιας ηθικής και χαρακτήρα, μεταφέροντας τους ευθύνες για πράξεις που δεν τους ανήκουν. Επειδή όμως -ειδικά σε μικρές κοινωνίες όπως αυτές των χωριών- ο κόσμος γνωρίζει πολύ καλά το ποιόν τους, δεν πείθεται.

Τα σκατά συμβολίζουν τις πράξεις για τις οποίες προσπαθούν τα εν λόγω κακόβουλα άτομα να αρνηθούν πως φέρουν ευθύνη.

Η χρήση της λέξης «ξερά» οφείλεται στην τάση αυτών των ατόμων να επαναλαμβάνουν συγκεκριμένες αρνητικές συμπεριφορές, με αποτέλεσμα να «ξεραθεί» η γνώμη του κόσμου για αυτούς, να παγιωθεί δηλαδή.

- Σου ξαναλέω, κυρα-Λένα μου. Άδειο το βρήκα το πορτοφόλι σου στο δρόμο, μα την παναγία! Κάποιος θα πήρε τα λεφτά και το άφησε.
- Άσ' τα αυτά Τιτίκα, ξερά σκατά σε αλλουνού τον κώλο δε χωράνε...! Σε ξέρω τι κουμάσι είσαι του λόγου σου!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Περνώ τον χρόνο μου σε συγκεκριμένο μέρος.

Άνδρας: Ρε Σοφάκι, πού βλέπεις να τη βγάζουμε αυτό το καλοκαίρι;
Γυναίκα: Μύκονο και Σαντορίνη σαν ερωτευμένοι πιγκουίνοι που λέει και το τραγούδι μωράκι μου!
Άνδρας: Ναι, ναι... Αν πάρω αυτή τη ρημάδα την άδεια ποτέ!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία