Κάνω τις δουλειές του σπιτιού, το κοινώς λεγόμενο «νοικοκυριό» (σκούπισμα, ξεσκόνισμα, σφουγγάρισμα, μαγείρεμα) για το οποίο η «αφέντρα του σπιτιού» επαίρετο κατά την προ της καθόδου των Δωριέων (συγνώμη, διαγράφεται μια λέξη) Αλβανών εποχής, και το οποίο σήμερα αναθέτει κατά περίστασιν ή καθ' έξιν σε αμειβόμενη αντί 6.50 ευρώ την ώρα κυρία, συνήθως Αλβανίδα ή Bορειοηπειρώτισσα κατά δήλωσίν της.

Η φράση συνήθως εκφέρεται χαριέντως, σκωπτικώς ή μετ' αναστεναγμού, είτε κατά της εσχάτως ενσκηψάσης οικονομικής κρίσεως ή κατά του δικαιώματος των διακοπών, το οποίο δεν απεμπολούν πλέον ούτε η Αλβανοί. Μην εκπλαγείτε δε αν το ακούσετε και από Αλβανίδα που πρόκοψε στην Ψωροκώσταινα ως παραδουλεύτρα ή σύζυγος τοποθετητού πλακιδίων.

- Πήρε άδεια και η Λιντίτα (Ανατολή) και πρέπει ν' αλβανιάσω τώρα.
(από το άμεσο περιβάλλον μου)

- Η Λουμτουρί (Ευτυχία) σήκωσε ψηλά τον αμανέ και ζητάει αύξηση. Ας αλβανιάσω κι εγώ λίγο. (από τον ευρύτερο κύκλο μου)

- Αχ! Στο εξοχικό... δεν φτάνει που δεν έχω βοήθεια, λερώνουν τα παιδιά, έρχονται και οι φίλοι τους... κι εγώ όλη μέρα αλβανιάzω. Δε στέκομαι! Ούτε για μπάνιο δεν πάω. Να! Να! Είδες τι γίνεται; (σύζυγος κατασκευαστού πολυκατοικιών με τρία «σκαφάκια», το ένα μόνο φουσκωτό, το πάλει ποτέ μπετατζή)

- Πού να βρεις Αλβανίδα μέσα στον Αύγουστο; (από Αλβανίδα, δεύτερη σύζυγο ιδιοκτήτου mini market)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Διώχνω τους γύρω μου, με οποιονδήποτε τρόπο, φωνάζοντας να φύγουν «για να μείνω μόνος», με την μη φιλική συμπεριφορά μου, ώστε να καταντήσω μόνος, λέγοντας ανοησίες που δεν τις αντέχουν, λέγοντας αλήθειες που δεν τους αρέσουν και, στην ανάγκη,... προκαλώντας έξοδο σωματικών αερίων που τους αναγκάζουν να φύγουν προτροπάδην για να μην πάθουν ασφυξία.

Flit ήταν εντομοκτόνο μ' έντονη μυρουδιά που το ψεκάζαμε με μια χειροκίνητη συσκευή, την τρόμπα, σαν τρόμπα ποδηλάτου, μόνο που είχε κι ένα δοχείο από το οποίο έπαιρνε εντομοκτόνο και το σκόρπιζε. Το εντομοκτόνο δεν έμπαινε στην τρόμπα. Απλώς το ρεύμα του αέρα που δημιουργούσε μείωνε τοπικά την πίεση και τραβούσε υγρό από το δοχείο, κατά τον Νόμο του Bernouiilie.

- Τι απέγιναν όλοι αυτοί οι δήθεν φίλοι και οι συγγενείς που σε απομυζούσαν;
- Τους φλίταρα κι ησύχασα.

(από GATZMAN, 20/07/11)Το βρήκα!! Στο 2:13 (από sstteffannoss, 20/07/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συναλλαγή, δοσοληψία (κυριολεκτικά), συνήθως ψιλοπαράνομη ή ύποπτη συναλλαγή. Σπανιότερα ή μεταφορικά ερωτοτροπίες (flirt / φλερτ) και τα περαιτέρω.

Αντιστοιχεί με το πάλι ποτέ ελληνικόν: Δούναι και λαβείν (και τα δυο με περισπωμένη) των λογιστικών 'κιταπιών' που αντικαταστάθηκε με το Βιβλίο Εσόδων - Εξόδων.

Μερικοί το προφέρουν και alish-verish και είναι πιο σωστό.

Δάνειο απ' ευθείας από την τουρκική, όπου είναι επίσης σε χρήση, από τα ρήματα almak -παίρνω, vermek -δίνω.

  1. Πάει στη λαϊκή γιατί του αρέσει (έχει στο αίμα του) το αλισιβερίσι.

  2. Συναντήθηκαν σ' ένα ταξίδι και άρχισαν το αλισιβερίσι (επί ερωτικής και παντός άλλου είδους δοσοληψίας).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ταβάς (tava) είναι το ταψί.

Η προφορά «νταβάς» [dava] είναι απλώς ενήχηση του τ[t] ως [d] και δεν έχει σχέση με το dava = καταγγελία (βασική σημασία).

Στην Ελλάδα συμφύρθηκε λόγω ομοηχίας με την τάβλα του κουλουρά (και όχι μόνο) < λατ. tabula σανίδι. Με τη σημασία ταψί χρησιμοποιήθηκε στην επαρχία κυρίως από πρόσφυγες.

Επίσης ταβάς λέγεται και το πρόχειρο μανουάλι, ένα ταψί με άμμο, που έχουν σε φτωχά ξωκλήσια για να στήνουν το αναμμένο κερί. Και κάθε άλλη σχετική εφαρμογή.

Τελικά κατέληξε να σημαίνει, πανελληνίως, τον κλασικό δίσκο του καφετζή με τα τοιχία, που μοιάζει με ταψί, ο οποίος κρέμεται από τρεις μεταλλικές ράβδους ώστε να μεταφέρεται ευκολότερα για παραγγελίες εκτός καταστήματος, εξ ου και «ταβατζής / dαβατζής», αυτός που τον κουβαλούσε... συνεκδοχικά ο καφετζής.

Μεταφορικά σημαίνει και τον νταή - προστάτη του πορνείου (που μπορεί να μη συμπίπτει με τον προαγωγό), επειδή αυτοί κυκλοφορούσαν εκεί μέσα με το πρόσχημα του καφετζή. Σε μεμονωμένες πόρνες είναι ο προστάτης - εραστής.

Μου παράγγειλαν πέντε καφέδες και δέκα νερά από το δικηγορικό απέναντι. Βάλ' τα μου στον ταβά να τα πάω.

(δεκαπέντε ποτήρια δε μεταφέρονται σε κοινό δίσκο σερβιρίσματος αλλά σε ταβά).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ως πολεμική ιαχή, ως αλαλαγμός.

Κατά τον θρύλο, και σύμφωνα με την εθνική ηθική διαπαιδαγώγηση των ετών 50-75, ήταν η πολεμική ιαχή των πολεμιστών στο Αλβανικό Μέτωπο. Πιθανώς και να ήταν, υπάρχουν όντως μαρτυρίες ότι ήταν «άνωθεν εντολή». Αλλά πολλοί λέγανε άλλα αυτοσχέδια, όπως «σκατά να πάνε πέρα», «σκατά θα πάει η μέρα» κ.ο.κ. Επίσης πολλοί φώναζαν απλώς «γιούρια» ή «φάτε τους».

Κατά τον θρύλο επίσης, οι αρχαίοι ημών πρόγονοι φώναζαν «αλαλά» εξ ου και ο αλαλαγμός. Εκείνοι βέβαια, λόγω της τότε τεχνολογίας ήσαν πιο «αγχέμαχοι» και όπως ξέρουμε και από την Ιλιάδα βρίζονταν ασυστόλως.

Η ιδέα ήταν της Τζένης του Πειρατή, αλλά δεν είχε κέφι να το επεξεργαστεί κι έβαλε εμένα (μέσω e-mail). Το συσχετίζει προς το «γιούρια στον ταβά με τα κουλούρια». Νομίζω πως το απλό «γιούρια» θα έφτανε.

Ως άνω.

(από Nakas, 15/07/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έντονη επιθυμία, με απόχρωση πείσματος, αγανάκτησης ή εκδικητικής διάθεσης. (Για την τελευταία σημασία, εναλλακτικώς: γινάτι)

Η λ. εντοπίζεται με την ίδια σημασία στα αλβανικά, merak και ρήμα merakosem, επιθυμώ διακαώς, πεισμώνω κ.ο.κ. και στην τουρκική merak = περιέργεια, αγωνία, άγχος αλλά και έντονη επιθυμία, π.χ. meraksiz αδιάφορος (η συνύπαρξη πρόσθιου και οπίσθιου φωνήεντος συνηγορεί υπέρ της ΜΗ τουρκικής προέλευσής της. Είναι μάλλον παλαιο-περσική).

  1. Έχει μεράκια και ξέσπασε στο μπουζούκι του. Όλη μέρα τραγουδάει.

  2. Έχω μεράκι να πάω ένα ταξίδι.

  3. Είναι μερακλής στη δουλειά του. Ό,τι πιάνει το κάνει τέλειο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Οπαδός, ακόλουθος, θαυμαστής.

Μεταφορά εκ του αγγλικού ατόφια αλλά τόσο ελληνοποιημένη που νομίζω πως έχει θέση κι εδώ.

Υπάρχει και το φανκλαμπ επίσης.

- Ο Λεώνικος και ο Hodja είναι φαν της Ελευθερίας Αρβανιτάκη και των Αδελφών Βουγιουκλή.

- Μπα! Βλέπω πως έχεις ρεύμα. Έχεις και φανκλαμπ!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τα κρεατικά, αυτά που ψήνονται, της ώρας.

Ομολογώ ότι ο ορισμός αυτός είναι αυτοσχέδιος καθώς προσπαθώ να ερμηνεύσω το παράδειγμα της αρχικής καταχώρισης. Δεν πιστεύω ότι ο ταβερνιάρης χρέωσε «ψηστικά», αλλά «ψητά», ακόμα κι αν τα είπε έτσι.

Βλ. αρχική καταχώριση

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στην έκφραση: Δε θα γίνω και αρχαιοκάπηλος!

Ακολουθεί τα ακκίσματα (νάζια) ωρίμου / υπερωρίμου, χαριεντιζομένης νεαζούσης, προς την οποία κάποια επιστήθια φίλη της απευθύνει το εξής κομπλιμέντο: «Μάρθα μου... αν ήμουν άντρας θα σ' έκλεβα!» ή κάποιος ομήλικός της νεάζων Μιτζνούρ κ.λπ λέει: «Παγώνα μου... αν είχα καλύτερο αμάξι θα σ' έκλεβα!» Οπότε η υπερώριμος, χαριεντιζόμενη, νεάζουσα, ναζιάρα απαντά αιδημόνως (ντροπαλά): «Μην γίνεις και αρχαιοκάπηλος, χρυσέ μου, στα καλά καθούμενα!»

Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι έχει απόλυτη συνείδηση της κατάστασής της και ενδομύχως δεν θα είχε σοβαρές αντιρρήσεις για μια «ελεγχομένης εμβελείας» κλοπή. Γι' αυτό τραγουδάει και το γνωστό «Αυτός ο άλλος, αυτός ο άλλος είναι ευεργέτης μου μεγάλος!» Αλλά τι να κλέψεις μ' ένα Opel του 1994;

Τη Μαρία τη γνώρισα το 1962 (εγώ 18, εκείνη 19 αλλά μου το έκρυβε). Μείναμε φίλοι μέχρι και σήμερα, κάνοντας ο καθένας τη δική του ζωή (εκείνη πιο normal από πολλούς άλλους).

Σήμερα φορούσε τουρκουάζ με ανάλογα σκουλαρίκια (η αλήθεια είναι ότι δεν νεάζει, ούτε χαριεντίζεται, αλλά ενοχλείται που μεγαλώνει όπως όλοι μας). Εγένετο δε η εξής στιχομυθία:

Μιτζνούρ: - Μαράκι μου... είσαι για κλέψιμο σήμερα!
Ο άντρας της: - Αμάν και πότε! Να δεις τι θα φέρω εδώ μέσα εγώ!
Μαρία (προς εμένα): - Είπαμε... αν πρόκειται να γίνεις αρχαιοκάπηλος, μην κλέψεις εμένα καταδικαστείς τζάμπα! (και προς τον άντρα της): - Όσο για σένα... θα σου πω εγώ τι θα φας το βράδυ!

Έτσι δεν την έκλεψα. Της πρότεινα να μπει στο site να το αναρτήσει, αλλά φοβήθηκε την Mes και άφησε εμένα να βγάλω το φίδι από την τρύπα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κάτι που, σε σύγκριση με κάτι άλλο, είναι ή δείχνει μηδαμινό, ανάξιο λόγου.

Προέρχεται από κάποια διαφήμιση των τότε μοναδικών ανταγωνιστών Κολυνός / Kolynos και Colgate. Μία από τις δυο είχε βάλει φθόριο και ήταν ... Fluoride, ενώ όλες οι άλλες ήσαν απλώς οδοντόκρεμες.

Η έκφραση γενικεύθηκε με λίγο σκωπτική απόχρωση και ακούγεται ακόμα από κάτι γέρους σαν τον Hodjas για παράδειγμα.

  1. Μπροστά στη Μύκονο, όλα τα άλλα νησιά είναι απλώς οδοντόκρεμες.

  2. Μπροστά στη ρακή των Εξαρχείων (όταν την πίνεις παρέα με το Hodjas) όλες οι άλλες ρακές είναι απλώς οδοντόκρεμες.

  3. Μπροστά στον ΧΧΧΧΧ όλοι οι άλλοι χρήστες είμαστε απλώς οδοντόκρεμες.

  4. Μπροστά στο slang.gr όλοι οι άλλοι ιστότοποι είναι απλώς οδοντόκρεμες.

κ.ο.κ. ad infinitum

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία