Έντονη επιθυμία, με απόχρωση πείσματος, αγανάκτησης ή εκδικητικής διάθεσης. (Για την τελευταία σημασία, εναλλακτικώς: γινάτι)

Η λ. εντοπίζεται με την ίδια σημασία στα αλβανικά, merak και ρήμα merakosem, επιθυμώ διακαώς, πεισμώνω κ.ο.κ. και στην τουρκική merak = περιέργεια, αγωνία, άγχος αλλά και έντονη επιθυμία, π.χ. meraksiz αδιάφορος (η συνύπαρξη πρόσθιου και οπίσθιου φωνήεντος συνηγορεί υπέρ της ΜΗ τουρκικής προέλευσής της. Είναι μάλλον παλαιο-περσική).

  1. Έχει μεράκια και ξέσπασε στο μπουζούκι του. Όλη μέρα τραγουδάει.

  2. Έχω μεράκι να πάω ένα ταξίδι.

  3. Είναι μερακλής στη δουλειά του. Ό,τι πιάνει το κάνει τέλειο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αγρίμι, ιδίως όταν εκδηλώνει επικίνδυνη, αρπαχτική συμπεριφορά. Κυριολ. τίγρης από το τουρκικό kaplan (λ. πραγματικά αλταϊκής προέλευσης, ούτε περσική ούτε αραβική). Είναι η τίγρη του χιονιού.

Πρβλ και το «Καπλάνι της Βιτρίνας» (βαλσαμωμένο)

Μεταφορικά: άγριο, ανυπόμονο, ερωτικά απαιτητικό θηλυκό, λυσσάρα γυναίκα, που δεν υπολογίζει τίποτα, υπερσεξουαλική.

  1. Μπήκε στην κουζίνα πεινασμένος, άρπαξε λίγο ψωμί κι έγινε καπνός. Χάθηκε σαν καπλάνι.

  2. Έμπλεξε ο φουκαράς μ' αυτήν, ασυγκράτητο και χαλκέντερο καπλάνι, κι έμεινε μισός.

(Μη φοβάστε. Απλό παράδειγμα είναι. Καμιά, όσο καπλάνι και να είναι, δεν αφήνει κανένα μισό. Κορόιδο είναι να μην τον ταΐσει ικανοποιητικά;)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ως πολεμική ιαχή, ως αλαλαγμός.

Κατά τον θρύλο, και σύμφωνα με την εθνική ηθική διαπαιδαγώγηση των ετών 50-75, ήταν η πολεμική ιαχή των πολεμιστών στο Αλβανικό Μέτωπο. Πιθανώς και να ήταν, υπάρχουν όντως μαρτυρίες ότι ήταν «άνωθεν εντολή». Αλλά πολλοί λέγανε άλλα αυτοσχέδια, όπως «σκατά να πάνε πέρα», «σκατά θα πάει η μέρα» κ.ο.κ. Επίσης πολλοί φώναζαν απλώς «γιούρια» ή «φάτε τους».

Κατά τον θρύλο επίσης, οι αρχαίοι ημών πρόγονοι φώναζαν «αλαλά» εξ ου και ο αλαλαγμός. Εκείνοι βέβαια, λόγω της τότε τεχνολογίας ήσαν πιο «αγχέμαχοι» και όπως ξέρουμε και από την Ιλιάδα βρίζονταν ασυστόλως.

Η ιδέα ήταν της Τζένης του Πειρατή, αλλά δεν είχε κέφι να το επεξεργαστεί κι έβαλε εμένα (μέσω e-mail). Το συσχετίζει προς το «γιούρια στον ταβά με τα κουλούρια». Νομίζω πως το απλό «γιούρια» θα έφτανε.

Ως άνω.

(από Nakas, 15/07/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σκουπίζω τη σάλτσα από το πιάτο με ψωμί. Αστικό ιδιωματικό της Κρήτης, προφανώς κατάλοιπο ενετικό εκ του pane (ψωμί).

Πανιαρίσματα, αντίστοιχα, αποκαλούνται οι μπουκιές ψωμιού βουτηγμένες στη σάλτσα.

- Ήταν λίγο το φαΐ; Πάνιαρε το πιάτο σου να χορτάσεις!

- Αυτό είναι αδικία! Εσύ να τρως το μεζέ κι εγώ τα πανιαρίσματα...

(από GATZMAN, 25/08/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Διώχνω τους γύρω μου, με οποιονδήποτε τρόπο, φωνάζοντας να φύγουν «για να μείνω μόνος», με την μη φιλική συμπεριφορά μου, ώστε να καταντήσω μόνος, λέγοντας ανοησίες που δεν τις αντέχουν, λέγοντας αλήθειες που δεν τους αρέσουν και, στην ανάγκη,... προκαλώντας έξοδο σωματικών αερίων που τους αναγκάζουν να φύγουν προτροπάδην για να μην πάθουν ασφυξία.

Flit ήταν εντομοκτόνο μ' έντονη μυρουδιά που το ψεκάζαμε με μια χειροκίνητη συσκευή, την τρόμπα, σαν τρόμπα ποδηλάτου, μόνο που είχε κι ένα δοχείο από το οποίο έπαιρνε εντομοκτόνο και το σκόρπιζε. Το εντομοκτόνο δεν έμπαινε στην τρόμπα. Απλώς το ρεύμα του αέρα που δημιουργούσε μείωνε τοπικά την πίεση και τραβούσε υγρό από το δοχείο, κατά τον Νόμο του Bernouiilie.

- Τι απέγιναν όλοι αυτοί οι δήθεν φίλοι και οι συγγενείς που σε απομυζούσαν;
- Τους φλίταρα κι ησύχασα.

(από GATZMAN, 20/07/11)Το βρήκα!! Στο 2:13 (από sstteffannoss, 20/07/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στην έκφραση: Δε θα γίνω και αρχαιοκάπηλος!

Ακολουθεί τα ακκίσματα (νάζια) ωρίμου / υπερωρίμου, χαριεντιζομένης νεαζούσης, προς την οποία κάποια επιστήθια φίλη της απευθύνει το εξής κομπλιμέντο: «Μάρθα μου... αν ήμουν άντρας θα σ' έκλεβα!» ή κάποιος ομήλικός της νεάζων Μιτζνούρ κ.λπ λέει: «Παγώνα μου... αν είχα καλύτερο αμάξι θα σ' έκλεβα!» Οπότε η υπερώριμος, χαριεντιζόμενη, νεάζουσα, ναζιάρα απαντά αιδημόνως (ντροπαλά): «Μην γίνεις και αρχαιοκάπηλος, χρυσέ μου, στα καλά καθούμενα!»

Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι έχει απόλυτη συνείδηση της κατάστασής της και ενδομύχως δεν θα είχε σοβαρές αντιρρήσεις για μια «ελεγχομένης εμβελείας» κλοπή. Γι' αυτό τραγουδάει και το γνωστό «Αυτός ο άλλος, αυτός ο άλλος είναι ευεργέτης μου μεγάλος!» Αλλά τι να κλέψεις μ' ένα Opel του 1994;

Τη Μαρία τη γνώρισα το 1962 (εγώ 18, εκείνη 19 αλλά μου το έκρυβε). Μείναμε φίλοι μέχρι και σήμερα, κάνοντας ο καθένας τη δική του ζωή (εκείνη πιο normal από πολλούς άλλους).

Σήμερα φορούσε τουρκουάζ με ανάλογα σκουλαρίκια (η αλήθεια είναι ότι δεν νεάζει, ούτε χαριεντίζεται, αλλά ενοχλείται που μεγαλώνει όπως όλοι μας). Εγένετο δε η εξής στιχομυθία:

Μιτζνούρ: - Μαράκι μου... είσαι για κλέψιμο σήμερα!
Ο άντρας της: - Αμάν και πότε! Να δεις τι θα φέρω εδώ μέσα εγώ!
Μαρία (προς εμένα): - Είπαμε... αν πρόκειται να γίνεις αρχαιοκάπηλος, μην κλέψεις εμένα καταδικαστείς τζάμπα! (και προς τον άντρα της): - Όσο για σένα... θα σου πω εγώ τι θα φας το βράδυ!

Έτσι δεν την έκλεψα. Της πρότεινα να μπει στο site να το αναρτήσει, αλλά φοβήθηκε την Mes και άφησε εμένα να βγάλω το φίδι από την τρύπα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συναλλαγή, δοσοληψία (κυριολεκτικά), συνήθως ψιλοπαράνομη ή ύποπτη συναλλαγή. Σπανιότερα ή μεταφορικά ερωτοτροπίες (flirt / φλερτ) και τα περαιτέρω.

Αντιστοιχεί με το πάλι ποτέ ελληνικόν: Δούναι και λαβείν (και τα δυο με περισπωμένη) των λογιστικών 'κιταπιών' που αντικαταστάθηκε με το Βιβλίο Εσόδων - Εξόδων.

Μερικοί το προφέρουν και alish-verish και είναι πιο σωστό.

Δάνειο απ' ευθείας από την τουρκική, όπου είναι επίσης σε χρήση, από τα ρήματα almak -παίρνω, vermek -δίνω.

  1. Πάει στη λαϊκή γιατί του αρέσει (έχει στο αίμα του) το αλισιβερίσι.

  2. Συναντήθηκαν σ' ένα ταξίδι και άρχισαν το αλισιβερίσι (επί ερωτικής και παντός άλλου είδους δοσοληψίας).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Καυγάς, διαπληκτισμός.

Έκφραση σε χρήση τουλάχιστο στην ορεινή Ρούμελη.

Εγώ δε θέλω μάγκανα στο σπίτι μου, κι ας λέει ό,τι θέλει το χωριό.

Συλβανα Μαγκανο (από GATZMAN, 13/05/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λαθρέμπορος.

Στη μεσαιωνική Ευρώπη όμως, όπου το δίκαιο ήταν εξίσου άδικο με το άδικο, οπότε άνθισαν οι διάφοροι ληστές τύπου Robin Hood ή Jesse James στη σχεδόν σύγχρονη Αμερική, ο όρος σήμαινε παλικάρι, διότι πολύ συχνά αναδεικνύονταν σε προστάτες των αδυνάμων έναντι της στυγνής εκμετάλλευσης των «αφεντικών». Πρβλ και τον παρ' ημίν Νταβέλη.

Οι κοντραμπαντιέρηδες λόγω των κινδύνων του επαγγέλματος συνέπηγαν «συμμορίες», ανέπτυσσαν πολιτισμικά στοιχεία, τραγούδια, μουσική, έπη και θεωρούνταν τουλάχιστο άξιοι ενός ρομαντικού έρωτα. Η μετέπειτα ιπποτική παράδοση που σατιρίζεται στον Δον Κιχώτη, μιμήθηκε τους λαθρέμπορους και τους ληστές.

Κοντραμπαντιέρη, γλυκιέ κοντραμπαντιέρη
πάρε το κορίτσι απ' το χέρι, και πίσω μη γυρνάς.

(Μην το ψάχνετε σε πηγές. Η μοναδική είναι εδώ!)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ως αργκό: μ' ενοχλείς, με διακόπτεις, μου σκοτίζεις τον έρωτα.

Ως κοινή φράση: με ειδοποιείς.

  1. (ως αργκό) Έχω δουλειάν και σου φακκάς μου για το πότε θα βγούμε.

  2. (ως κοινή φράση) Έλα με τ' αμάξι και φακκάς μου να κατέβω.

  3. (πιο μοντέρνο) Όταν είσαι έτοιμος, φακκάς μου μιαν αναπάντητη.

Δες και εν φακκώ πενιά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία