Ο ψωλαράς, ο πουτσαράς. Υπερθετικά, ο μεγαλοψώλων.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.

Μήπως, μὰ τὸν Θεόν, ὁ μόνος Θεὸς ἦτο ἕνας τεράστιος καὶ παντοδύναμος Ψώλων, καὶ, οὐσιαστικῶς ὑπῆρχαν μόνο ἡδοναί, διὰ τοῦ πανισχύρου Πέους του καὶ τοῦ ὑπερπλουσίου Σπέρματός του χορηγούμεναι;
(Μέγας Ανατολικός, Τόμος 1, σ. 108-109).

Φωτογραφία διά χειρός Ανδρέου Εμπειρίκου (από Khan, 20/12/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο λάτρης / η λάτρις του πέοντος εις την ιδιόλεκτον του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

...πλην των βαθέων αναστεναγμών του ηδονιζομένου ανδρός και του μικρού υγρού θορύβου που έκαμνε η εργαζομένη επί του χονδρού καυλού γλώσσα της ψωλοφίλου κόρης, τίποτε άλλο δεν ηκούετο.
(Ἀνδρέας Ἐμπειρῖκος «Ὁ Μέγας Ἀνατολικός», Κεφ. 15, σελ. 102)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ψωλοτύρι αποκαλείται η ποικιλία μαλακού τυριού που παράγει το μικρό τυροκομείο που κρύβει ο κάθε άνδρας στην περισκελίδα του.

Η παραγωγική διαδικασία ξεκινάει με το σμήγμα (σλανγκιστί: ούρδα), την κρεμώδη αλοιφή που εκκρίνεται ανάμεσα στην βάλανο και την ακροποσθία του πέοντος. Με εκούσιο ή ακούσιο τσακωμό με τα σαπούνια, η βασική αυτή μαγιά ζυμώνεται οργανικά κι αναερόβια με νεκρά κύτταρα, βακτηρίδια, ταρζανίδια, φλόκια, κατρουλιά κι άλλα μυστικά συστατικά του κάθε παραγωγου. Έτσι δένει το ψωλοτύρι, ένας «ζωντανός» οργανισμός του οποίου η υφή, το χρώμα, το άρωμα και (για τους μερακλήδες) η γεύση εξαρτάται inter alia από:

Αυτά λοιπόν παιδάκια για σήμερα. Για περισσότερα, μην παραλείψετε να μελετήσετε το ανύπαρκτο λήμμαν του ατσεγκέ τυρί.

1.
Ψωλοτύρι παθητικιά πούστρα με αδυναμία στη βρώμικη ψωλή... Στην καθαρίζω με τη γλώσσα μου.....

2.
ΤΟ ΨΩΛΟΤΥΡΙ ΜΟΥ ΗΔΗ ΣΕΡΒΙΡΕΤΑΙ ΩΣ ΠΡΩΙΝΟ ΠΟΛΥΤΕΛΕΙΑΣ ΣΕ 5ΑΣΤΕΡΩΝ ΓΑΜΙΣΤΡΩΝΕΣ ΤΗΣ ΧΕΛΣ ΚΙΤΣΕΝ ΚΑΙ ΤΑ ΝΥΧΙΑ ΤΩΝ ΠΟΔΙΩΝ ΜΟΥ ΘΥΜΙΖΟΥΝ ΤΟΝ ΜΑΜ-ΡΑ.

3.
Και αυτό που γίνεται από ψωλοχύματα πως το λένε; ψωλοτύρι; γιατί εγώ μόνο τέτοιο τρώω, κάνω δίαιτα από τα άλλα τυριά

Καλή όρεξη! (από σφυρίζων, 28/11/14)Φρομάζ μεσαίας ωρίμανσης (από σφυρίζων, 28/11/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η δεξιοτέχνις της χειραντλήσεως ψωλογάλακτος, η φραπεδιάρα, η χαρίεσσα ἀνασεισίφαλλος.

Φραπέλημμα του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.

Η συμπαθής ψωλοτρομπάρισσα έχει βγάλει από τον στηθόδεσμόν της και την μπλούζαν της τους μεγάλους και σφικτούς μαστούς της, και το αγόρι, με το στόμα ανοικτόν ωσάν να φωνάζη από την γλύκαν του, και με τα μάτια του λιγωμένα, ψαύει και ζουλά με πάθος τα ωραία βυζιά, των οποίων αι εκτοξευόμεναι ζωηρώς και από την καύλαν ρώγες, ομοιάζουν πολύ με εν πλήρει στύσει μικράς ψωλάς.
(εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο μικρός καυλάγγελος, η ψωλήνα, η καυλομουμούνα, η χαρίεσσα γητεύτρια του πέοντος καυλόπαις. Άλλη μια ανωμαλία του καυλοπυρέσσοντος lyrical gangsta Ανδρέου του Εμπειρίκου.

Να μην συγχέεται με τις σύγχρονες μορφές ψωλόπαιδο ή ψωλοπαίδι που σημαίνουν κωλόπαιδο ή ψωλαράς.

Τὴν ἰδίαν στιγμὴν ἡ ἐξαισία ψωλοπαίς, ἐννοοῦσα τί ἤθελεν ὁ νέος θαυμαστής της καὶ γνωρίζουσα ὅτι αὐτὸ ποὺ ἀνέμενε (ὤ, πῶς!) διὰ νὰ χύσηι καὶ αὐτή, επρόκειτο νὰ λάβηι (καὶ ἀσφαλῶς εἰς μεγάλην ποσότητα) χώραν ἀπὸ στιγμῆς εἰς στιγμήν, ἔλαβε τὴν ὑπερσφύζουσαν ψωλάραν εἰς τὸ στόμα της καὶ κλείουσα σφικτὰ τὰ χείλη της γύρω ἀπὸ ὅσον μποροῦσε μεγαλύτερον μέρος τοῦ πελωρίου καυλοῦ ἤρχισε νὰ βυζαίνηι περιπαθῶς τὴν δονουμένην καυλοπούτσαν...
(Μέγας Ανατολικός, Τόμος 4, σ. 247).

Φωτό του Εμπειρίκου (από σφυρίζων, 21/01/15)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το ανδρικό σπέρμα, άκα το ψωλόχυμα, το ερωτικόν γλεύκος, το παχύρρευστον πίαρ.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

- Αχ νάξερες -σ'τό ξαναλέω- νάξερες πόσο σου πάει το το ψωλόχυμα στο πρόσωπό σου... Σού το γέμισα παντού... Σού το έκανα μούσκεμα... θ'αθελα να είχα έναν καθρέφτη νε το έβλεπες και συ... Θαρρώ όμως πως θ'ελεις και άλλο σπέρμα.... Μπόλικη, παχειά ψωλόκρεμα... Δέν είναι έτσι, Φλώσσυ;
(Μέγας Ανατολικός, Κεφ. 13 σ.23).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εκτελώ σφοδρές γαμιές με έγκαυλη ζέση.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.

Ήτο ένα θαυμάσιο γαμήσι. Η γυναίκα στέναζε και βογγούσε από την γλύκα, και, ενώ την ψωλοκοπαλούσε ο εραστής της, εκείνη κουνούσε, κουνούσε με τρομερή λαγνεία τον στρόγγυλο της κώλο, που άσπριζε στο σκοτάδι, σαν χλωμό φεγγάρι.
(εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υποκοριστικό της φελλάτριας, της τσιμπουκλούς, της πιπούς, της ψωλογλειφίδος.

Αργκό του σλανγιώτατου Ανδρέα του Εμπειρίκου.

1.
- Ο Μπερτιέ, πανευτυχής, τήν ηυχαρίστησε θερμώς, και πνευστιών ακóμη απó τóν μέγαν γλυκασμóν που είχε δοκιμάσει, έκυψε και τήν εφίλησε εις τά κάθυγρα απó τó σπέρμα του χείλη της, εκφράζων και τóν θαυμασμóν του δια τήν τέχνην και τάς ερωτικάς ικανóτητας τής νεαράς φελλάτριας. « Είσαι μια υπέροχη μικρή ψωλογλειφίτσα! » είπε και τήν ησπάσθη άλλην μίαν φοράν εις τó στóμα.

2.
- Αγνοήστε τις πόρνες, τις πουτάνες, τις πουτανίτσες, τις τσουλίτσες, τα τσουλιά, τα πουτανοκόριτσα, τις γλυκομούνες, τις λάγνες, τις ψωλαντλούσες, τις καυλοπυρέσσουσες, τις ψωλέττες, τις ψωλογλειφίτσες....Θα ασχοληθούν άλλοι ...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η τσιμπουκλού εις την σλανκολογιοτατικήν αργκό του Ανδρέα Εμπειρίκου.

Εκ της ψωλήςκαι του λείχω.

- Ο Γκρεγκουάρ πανευτυχής και καυλοπυρέσσων, αναστενάζων και λαγνοβοών από τήν µεγάλην ηδονήν που εδοκίµαζε, ευρίσκετο εις τόν Παράδεισον και, καµµύων τούς οφθαλµούς του, έλεγε εις τήν ξανθήν ψωλογλειφίδα λόγια αισχρά, αισχρότατα, ανάµικτα µε τρυφεράς εκφράσεις και επαίνους.

- Κάθε λεπτόν που παρήρχετο έφερνε τόν Αιµίλιον Μπερτιέ και τήν χαρίεσσαν ψωλογλειφίδα πλησιέστερα προς τήν επιδιωκοµένην περιπαθώς ευτυχή έκβασιν.

- Η αγγελική ψωλογλειφίς, καταφανώς εν διεγέρσει πάλιν διατελούσα, εξηκολούθησε με αύξουσαν ζέσιν τήν τρυφεράν της πράξιν.

(όλα από τον «Μέγα Ανατολικό» του Ανδρέα Εμπειρίκου)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η φελλάτρια, η τσιμπουκλού, η πιπού, η ψωλογλειφίς / ψωλογλειφίτσα, εις την ιδιόλεκτον του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

...Τι γλύκα!... Τι γλύκα!... Φλώσσυ μου είναι Πα... Παράδεισος αυτό που κάνεις!... είσαι, λοιπόν, και πούτα... πουτίτσα... Άγγελος μαζύ και πούτα!... Αγγελοπούτα!... Στοματομούνα!..... Ψωλογλείφα!.... Ώωωωωχ!.... Ώωωωωχ!.... Μουμούναμου!.... Άααααχ!... Ωωωωωχ!...
(Ἀνδρέας Ἐμπειρῖκος «Ὁ Μέγας Ἀνατολικός», Κεφ. 13, σελ. 25)

Φωτό του Εμπειρίκου (από σφυρίζων, 21/01/15)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία