Ο απατεώνας.
Αυτός ο ασφαλιστής δεν με πείθει. Πολύ παγαπόντης μου φαίνεται!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο πρωκτός. Συνώνυμο: κωλοτρυπίδα.
Από τον φόβο μου, έκανε να! η σούφρα μου! (αντανακλαστικός σπασμός του σφιγκτήρα)
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Πολύ χοντρός, γιγαντόσωμος. Προέρχεται από τον μεγάλο αθλητη Δ. Τόφαλο, παγκόσμιο πρωταθλητή της άρσης βαρών στις αρχές του αιώνα και μετέπειτα παλαιστή του κατς.
- Πω-πω πώς πάχυνε έτσι ο Νικολάκης, σαν τόφαλος έγινε!
Βλ. και liposan, αβοκάντο, αρκούδα, βόιδαγλας, βους, βυζόχερος, εύχοντρος, ζελές, θωρηκτό Ποτέμκιν, ιπποπόταμος, κινητό χασάπικο, κουμπαράς, κρεοπωλείο η αφθονία, Μπίλιας, μπόγος, ντουλάπα, ξίγκι, Οβελίξ, πατσοκοιλιάς, σμπόκος, χοντρολίπαρος, χοντρομπαλάς
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Το καλαμάκι, π(ου) ρουφάν(ε) την πορτοκαλάδα ή τον φραπέ.
- Πιάσε ρε ένα άλλο προυφάν, γιατί τσάκισε αυτούνο και δεν τραβάει!
Βλέπε και πουρουφάν.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Πονηρός, απατεωνάκος, μπαγαπόντης, αλλά και σεξουαλικά πονηρούλης.
Μάλλον εκ της τουρκικής, γι' αυτό και το υποβρύχιο λέγεται «μπερμπάντ-παπόρ» (όχι στην αληθική τουρκική γλώσσα, εννοείται!)
- Ά, τον μπερμπάντη, τον πορνόγερο! Τι στριφογυρίζει εδώ πέρα αυτός;
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο φανατικός και υπερσυντηρητικός θεούσος, ή ο υπερσυντηρικός παπάς.
- Ο Ιερώνυμος είναι πιο συντηρητικός απ΄ ότι ήταν ο Χριστόδουλος;
- Ουδεμία σύγκριση. Ο Χριστόδουλος σε σύγκριση μαζί του ήταν ταλιμπάν!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
γαμιστρώνας, γαμηστρώνας
Γαμιστρώνας είναι ένα σπίτι (συνήθως «γκαρσονιέρα», εκ του γαλλικού γκαρσόν (=αγόρι), που χρησιμοποιείται είτε από έναν εργένη (ο οποίος δεν μπορεί να το κάνει στο σπίτι του λόγω μάνας), είτε από παντρεμένο, για εξωσυζυγικές σχέσεις.
Αυτό το δυάρι το νοικιάζει ένας λεφτάς, αλλά δεν μένει εδώ. Θα το χρησιμοποιεί φαίνεται για γαμιστρώνα.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ρεζίλι, ρεζιλίκι (λέγεται στην Κρήτη).
- Άμα χάσεις το στοίχημα, θα κόψεις το μουστάκι;
- Εγώ γίβεντο δεν γίνομαι!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Κοντά κομμένα μαλλιά, στα οποία οι όρθιες και σκληρές τρίχες αγκυλώνουν! (οι Ιάπωνες έχουν τέτοια μαλλιά συνήθως.)
ή (συχνότερα στις μέρες μας): μαλλλιά διαμορφωμένα με gel, ώστε να έχουν σηκωμένες μύτες, σαν καρφιά.
Άλα της μάγκα, με το μαλλί-καρφάκια!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!