«Τύπος μικρού ξύλινου πλοιαρίου στη περιοχή κυρίως της Ανατολικής Μεσογείου, χαμηλού και άφρακτου (χωρίς κατάστρωμα) που κινούταν με κουπιά και ιστία (πανιά), φέροντας τρία λατίνια και αρτέμονα» (δες). Ετυμολογείται από το ιταλικό feluca και ίσως πρόκειται για αντιδάνειο < γαλλικό felouque < αραβικό felūka < ελληνιστικό ἐφόλκιον = βαρκάκι που ρυμουλκείται από το καράβι (δες).

Το σλανγκικό ενδιαφέρον είναι ότι χρησιμοποιείται ως βρισιά παλαιάς κοπής, με την οποία προσάπτουμε ευτέλεια στον υβριζόμενο. Κατά τον πασαδόρο Gatzman δηλώνει κυρίως επιπολαιότητα.

Εϊτίλα αθάνατη:
Τρέχει προς τον Λάκη Τρέχει προς τον Τάκη
Συναντιούνται στα μισα
Αντρικά, βαριά, ζόρικα, κολλάνε τα χέρια χειραψία, ΚΛΑΤΣ, έτσι να ακουστεί ρε παιδί μου, αγκαλιάζονται στο πολύ βαρβατίλα, σαν την αρκούδα που πιάνει θήραμα ρε παιδί μου. χτυπάει ο ένας την πλάτη του άλλου και το παιχνίδι ανεβαίνει λέβελ, φτάνοντας στην επικοινωνιακή ολοκλήρωση.
Που είσαι μωρή τσιμούχα
Ελα μωρή κελεμπία
Καλά;
Καλά!
Που γυρνάς μωρή φελούκα, σε φάγανε οι γκόμενες και χάθηκες
Ααααααααααααντε μωρή γλυμούτσα, τα μάθαμε και τα δικά σου
Αραξε το όχημα να πιούμε καμμιά μπύρα να δροσιστούμε.

(από Khan, 30/08/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σύνηθες υποκοριστικό για τον τοξικομανή, τον ντρογκάτο, ή, δευτερευόντως, και για την ίδια τη ντρόγκα, δηλαδή τη ναρκωτική ουσία.

  1. Τι θα γίνει με την ντρογκαρισμένη νεολαία που εγκαταστάθηκε λόγω της αδιαφορίας των αρχών στο πλάι του Πολυτεχνείου (μεταξύ Πατησίων και Μπουμπουλίνας) αποτελώντας πια εστία λύπης, απόγνωσης κι ενίοτε αγανάκτησης των ανθρώπων της γειτονιάς, καθώς ντρογκάκια, βαποράκια, μαυράκια και παρατρεχάμενοι κάθε λογής λύνουν και δένουν. [...] Άλλωστε η κρίση που περνάει η χώρα είναι το καλύτερο μέσο για να βγάλει όνομα η περιοχή, να πάρουν των ομματιών τους οι κάτοικοι κι έτσι να μπουν τα φιλέτα στο μεγάλο τηγάνι.
    (Παπαγιώργης, Κωστής, «Οδός Τοσίτσα και πέριξ». Εν: Αθηνόραμα, Β΄593).

  2. Αλήθεια, όταν βλέπουν οι τηλεθεατές τον κ. Πέτρο Κωστόπουλο να μοστράρει στις οθόνες τους το ξεθυμασμένο μεν αλλά πάντα δηλητηριώδες λαϊφοστυλάδικο ντρογκάκι του, γνωρίζουν ότι την ίδια ώρα απολύει εργαζόμενους από τη δική του επιχείρηση, την «Imako», από την υπεραξία των οποίων χαίρεται τα κοστούμια του και τα σπίτια του; Κι αν το γνωρίζουν αυτό οι τηλεθεατές, το ενθυμούνται καθώς χαυνώνονται κι αποχαζεύουν παρακολουθώντας (ως παρακολουθήματα) το κυρίαρχο βλαχομπαρόκ κυριλίκι της ημιθανούς μας νεοπλουτιάς; (Εδώ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παλαιός λιμανίσιος όρος για το άχρηστο, χαμηλών επιδόσεων και κακής ποιότητας αντικείμενο αλλά και τον αναξιόπιστο, κάλπικο και απατεώνα άνθρωπο. Τελευταίως χρησιμοποιείται ιδίως για auto-moto και gadget με την έννοια της μπαγκατέλας.

Από το ιταλικό valuta που σημαίνει νόμισμα αλλά και τον διεθνή όρο για την αντιστοιχία της τιμής ενός νομίσματος σε ένα άλλο νόμισμα. Προέρχεται πιθανώς από τα διάφορα πληθωριστικά χαρτονομίσματα, ημεδαπά ή αλλοδαπά που δεν είχαν καμιά άλλη αξία εκτός ως κωλόχαρτο. Υπάρχει και η Ιταλική έκφραση «valuta senza valore» = αξία άνευ αντικρίσματος.

  1. Από βλόγιον με θέμα «Για ποιό αυτοκίνητο θα προδίδατε τα πιστεύω σας»: «…Έλα ρε, το 206 ήταν μια χαρά. Πρωτοπόρησε για την εποχή του. Ανοιχτό είναι ωραίο. Το κακό με το μεγκάν είναι, ότι είναι ΚΑΙ άσχημο από οπου και να το δεις. Ανοιχτό ή κλειστό. Και το συγχωρείς σε αμάξια που είναι καλά στο δρόμοαλλά το μεγκάν είναι και βαλούτα….»

  2. Ακόμα κυκλοφοράς μ' αυτήν την βαλούτα τον Χαμήλ Μπατάρ; Πάρε ρε ματζίρη κάνα κουνιστό με μπιρμπιλόνια και κάμερα σαν κι εμένα! Να, κοίτα το πουλάκι!

  3. — Δεν θέλω νταραβέρια πια με τον Μπάμπη, ρε φίλος. Μ' έριξε στο ζύγι και μου έδωσε μάπα πράμα, σκέτο κατιμά...
    — Εγώ σου το 'πα ότι είναι βαλούτα το άτομο, αλλά δεν μ' ακούς καρντασάκι μου
    Τι είπες;

γιατί τα διακοσόευρα δεν είναι πετσετάκια? (από MXΣ, 27/07/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία