Αλβανός + τζούρα.

Αυτός ο οποίος καπνίζει αμφιβόλου ποιότητας/φθηνότερη κάνναβη. Φτηνιάρης, φτωχός, λιτός.

  1. -Σας μυρίζει κάτι;
    -Εκείνοι οι αλβανίτζουρες ντουμάνιασαν μέχρι εδώ.

  2. Μου θέλει και γκόμενα ο αλβανίτζουρας.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός που δεν έχει πιει. Τόπος διαμονής, αλλά πιθανόν και κατάσταση.

- Τσακώσανε οι μπάτσοι την άκρη μου και έχω μείνει ανέμπαφος εδώ και δύο βδομάδες. Ξέρεις εσύ κανέναν που να δίνει πράμα γκαραντί;
- Ξέρω έναν τύπο που πουλάει ρωσσικό σταφ.
- Ρωσσικό;;; Μη φάμε κάνα πακέτο...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Άτομο που έχει τάση να υπερβάλλει στην κατανάλωση ουσιών, λόγω του ξέφρενου χαρακτήρα του. Γενικότερα περιγράφει άτομο με μεγάλη διάθεση για διασκέδαση και καταχρήσεις.

Ρε τον βαθυκούταλο, 2 μπουκάλια ήπιε και συνεχίζει!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός που κατέχει βαθειά γνώση για την μπύρα, από το πως δημιουργείται μέχρι το πώς πίνεται.

Συχνάζει συνήθως σε παμπ ή μπυραρίες και πάντοτε αναζητά την πιο ψαγμένη γεύση. Αποτελεί πονοκέφαλο για τους σερβιτόρους/-ες καθώς τους κάνει μυστήριες ερωτήσεις για τις μπύρες και τους ζητά μυστήριες μάρκες.

- Καλησπέρα, τι θα πάρετε;
- Καλησπέρα, έχετε μήπως Agjhjtyhen ale; - Μισό λεπτό να κοιτάξω... - Ξέρετε... ζυμώνεται σε βαρέλια από ίνες τριανταφυλλιάς και δένει τέλεια με το πατέ που σερβίρετε...
- Εεεε... με συγχωρείτε αλλά δδεν... έχουμε αυτό που ζητήσατε...
- Καλά τότε, πιάσε μια Άμστελ...

Δες και εμπυρία.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τελευταίο στάδιο Pokemon του τζιβάτου, ίσως με εξειδίκευση και μετεκπαίδευση στον σιτσουασιονισμό ή λικβινταρισμό (εκ των situation και liquidation, κοινώς ο μπαχαλάκιας) ή τον αλκοολισμό ή την πρέζα. Καμία σχέση πάντως με όλους εμάς τους βολεμένους αστούς και λοιπές πόρνες του καπιταλισμού.

Πιθανόν να μιλάμε για εξέλιξη του κοινού ορκ και όχι απαραίτητα τζιβάτου.

- Δεν ξαναπάτησα σε πάρτι στο Πολυτεχνείο από τότε που κουρεύτηκα και άρχισαν να με στραβοκοιτάνε οι διάφοροι εξαρχειωμένοι τύποι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός που είναι εθισμένος σε ριψοκίνδυνα, δυνητικά θανατηφόρα σπορ. Από τα επινεφρίνη + πρεζόνι.

Αρχαιοελληνική, δηλαδής ορίτζιναλ μορφή του αγγλοσαξωνικού «adrenaline junkie».

- Ρε συ, αυτός πήγε με την Άννα Μαρία ΧΩΡΙΣ ΜΑΔΕΡΦΑΚΙΝΓΚ καπότα!
- Ε, τι περιμένεις; Το κλασικό επινεφρόνι είναι... Εδώ κυκλοφορεί με τα κτελ χωρίς να φορά ζώνη.
- Σωστόστ, για μια ακόμη φορά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο ιδιοκτήτης / υπάλληλος κάβας.

Στις μικρές γειτονιές όπου η κάβα είναι πιο κοντά από το σούπερ μαρκετ / μίνι μάρκετ / ψιλικατζίδικο, δίνουμε το ψευδώνυμο αυτό για τον ιδιοκτήτη της κάβας, αφού σπανίως ξέρουμε το όνομά του, ενώ κάποιες φορές είναι απαραίτητο να τον αναφέρουμε στις συζητήσεις μας.

  1. - Πού τις βρήκες τόσες μπύρες ρε;; - Τις κέρασε ο κάβαμαν, λήγουν λέει σε μία εβδομάδα και δεν προλαβαίνει να τις πουλήσει.

  2. Στο τηλέφωνο:
    - Έλα ρε, είσαι σπίτι να περάσω;
    - Είμαι ακριβώς άπω κάτω και παρκάρω..
    - Ωραία, περνάω απ' τον κάβαμαν κι έρχομαι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κατά παράφραση της λέξεως «κλεφτοκοτάς» με την ουσιώδη διαφορά ότι ο υποφαινόμενος κλέβει ποτά αντί για κοτόπουλα.

Ρε κλεφτοποτά, άσε κάτω επιτέλους το ποτό μου! Όλο μου το ήπιες πια!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όρος προερχόμενος από τη σύζευξη των λέξεων λιώμα (σε κατάσταση βαριάς μέθης) και του Λουμίδη, γνωστής εταιρείας παραγωγής καφέ.

Αποδίδεται σε άτομα που κατανάλωσαν μεγάλες ποσότητες αλκοόλ και για τα οποία καθίσταται απαραίτητη η άμεση κατάποση του.

  1. - Τι έγινε ρε χθες πόσο ήπιατε πια;
    - Άστα ρε γύρισα σπίτι λιωμίδης, δεν έβλεπα μπροστά μου πάλι. Ευτυχως μού' φτιαξε η Μαρία φραπέ και συνήλθα.

  2. Στο τηλέφωνο:
    - Έλα Νίκο το' χεις ένα πότο στο στέκι;.
    - Ναι μέσα, άλλα μη γίνουμε λιωμίδηδηδες παλι όμως ε;
    - Ναι ρε μην ανησυχείς, σήμερα λευκό και ποίηση.

  3. - Χθες μού' δωσε ο Αλέξης από το ποτό του και έγινα λιομίδης ρε με δυο γουλιές.
    - Ε ναι ο Αλέξης τον έχει χτίσει το Λουμίδη

Βλ. και λιουμίδης.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δεν επρόκειτο αγαπητοί μου δια τον τεχνίτη οικοδομικών τε και μη εργασιών, αλλά δια τον ιδιαίτερα ικανό εις την ιεράν τέχνη του μπάφινγκ, κοινώς πάτα-ρούφα-τράβα-τόνε, άναφτώνε κτλ.

Μάστουρας καλείται όποιος ημπορεί να μεταλαμπαδεύση δε τας σ' εαυτόν γνώσεις εις νεοφώτιστον νεανίαν. The legend lives on!

Πρεζοκλής: - Καλημέρα νέοι μου, καλώς ήλθατε εις την σχολήν πρεζοκομικής, χασισοφουντικής, εμπορίας και διακινήσεως!

Χασικλόφρων: - Δάσκαλε... εεε μάστουρα εννοώ, πότε θα μάθουμε να στρίβουμε; Γουστάρω τρελά δικέ μου κι έτσι...

Πρεζοκλής: - Σιωπή αναιδέστατε! Οποία γλώσσα! Ίνα τιμωρήσω σε, φέρε μοι αύριο 100 στίχους του Βωβού Μάρλεϊου και 50 του Δημητρίου Μορρισωναίου!

(Ημερίς χασιστών τε και φουντικών)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία