Βρισιά που συνδυάζει σε μια σύνθετη λέξη δύο από τα τρία συστατικά στοιχεία του απόλυτου τριπτύχου πούστης, πρεζάκι και δεξιός ή αριστερός (ανάλογα με τα γούστα), βλ. και είμαι πούστης και πρεζάκιας. Η βρισιά δεν χρειάζεται να κυριολεκτεί, σημασία έχει περισσότερο η αναφορά στην διπλή jouissance του πούστη και του πρεζάκια, και λιγότερο αν ο αντίπαλός μας πράγματι έχει ένα ή και τα δύο από τα στοιχεία αυτά.

  1. Καμαρωστε τον πρεζοπουστα..... Αυτο εδω το πραγμα οι διαιτητες ΔΕΝ το τιμωρησαν με ντισκαλιφιε..... Απιστευτο; (Εδώ).

  2. Μολόγα ρε αλήτη, μην αρχίσουν οι φάπες, ΛΕΓΕ ΡΕ ΠΡΕΖΟΠΟΥΣΤΑ ΓΙΔΙ.. (Εδώ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Η φτιαγμένη πουτάνα (όχι αποκλειστικά από πρέζα γενικώς φτιαγμένη με ναρκωτικά).

-Φτιαχτήκαμε χθες και μετά την έσκισα σου λέω...
-Εντελώς πρεζοπούτανο ε;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Αναφέρεται στην χειρότερη κατάσταση στην οποία θα μπορούσε να πέσει ένας άνδρας.

Άσ' τα να πάνε φίλε μου, με διώξανε απ' τη δουλειά, η σπιτονυκοκυρά μου μού έκανε έξωση, οι λογαριαμοί τρέχουν... Το μουνί και το μπουκάλι μ' έφεραν σ' αυτό το χάλι...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κυριολεκτικά, η σούφρα. Κυριολεκτικά, ο μαλάκας ή ο ντίρλας.

Πρόκειται για συμπιεσμένη μορφή του λήμματος κωλοτρυπίδι.

  1. Καλο σεξ με ενναλαγες στασεων και καλη συμμετοχη απο μερους της..... Δυσκολευτηκα ... Εβλεπα και το τρυπιδι της και το τρενο τρελαινόταν.Τσαφ τσουφ τσαφ ...

  2. Έτσι ρε τρυπίδι! Να ορθώσεις το ανάστημα σου και να το παραδεχτείς. Εγώ σου μιλάω ακόμα ενώ οι άλλοι τζάσανε.

  3. Άντε να περάσει η ώρα να βγούμε να γίνουμε τρυπιδι απ'το ποτό να αρχίσουμε να στέλνουμε μηνύματα σε πρώην να πάμε να αυτοκτονήσουμε μετά.

(Από το διαδίκτυο)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η πόση ποτού κατευθείαν εκ του μπουκαλιού. Λόγω έλλειψης ποτηριών ή λόγω άποψης. Θεσσαλονικιώτικο. Λέμε τώρα...

  1. - Θέλεις ποτηράκι με την μπύρα, μωρό;
    - Όχι μωρέ, τσιμπούκι!
    - Ξέρεις δεν έχω κλειτορίδα.
    - Α, καλά, πιάσε μια Amstel...

  2. - Πώς τα περάσατε χθες;
    - «εν σε λέω τίποτα! Τα περάσαμε πίπα, χτυπήσαμε και από 5 μπυρόνια τσιμπούκι δίπλα στο κύμα και γίναμε ντίρλα!
    - Γάμησες;
    - Kαλά, πιάσε μια Amstel...
    - τσιμπούκι, ε;

cheers mate! (από MXΣ, 21/06/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σε κακή κατάσταση. Μεταξύ άλλων, μη σλανγκικών εννοιών, μπορεί και να σημαίνει «πολύ μεθυσμένος/-η» ή «πολύ μαστουρωμένος/-η». Μέχρις εδώ βρισκόμαστε εντός των ορίων της στάνταρ γλώσσας.

Το πράγμα γίνεται σλανγκ, όταν η λέξη χρησιμοποιείται για να περιγράψει μία κατάσταση ακραίας μέθης ή μαστούρας που μας είναι ευχάριστη.

(Το εντάσσω και στα πρόστυχα, γιατί μου φαίνεται πρόστυχο να χρησιμοποιείς μια αρνητική λέξη για να περιγράφεις κάτι που θεωρείς καλό.)

-Αχαχαχαχα! Χαχαχαχαχα! χαχα, χα, χα... χα... Αααχ! [...] Ουαχαχαχαχαχα!
- Μαλάκα, τι ήπιες πάλι; Ξεκόλλα λίγο, πάει μισή ώρα που γελάς! Ντάξει, αστείο ήτανε... Κοίτα ρε μαλάκα, ακόμα γελάει! Τι έπαθες ρε;
- Χαχαχαχα! Άσε, χάλια! Χαχαχα! Ουαχαχα!

Φοίβος meets Tom Waits (από Vrastaman, 26/04/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το ξεσκούφωτο λουκάρισμα: όταν κάποιος αναγκάζεται να κρύψει μικρή ποσότητα σταφ στην σούφρα του χωρίς υπόθετο. Το χούσωμα είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη πρακτική και εφαρμόζεται μόνο σαν έσκατη λύση απελπισίας σε δύσκολη στιγμή. Δεν πρόκειται για μορφή λαθραίας διακίνησης ουσιώνε.

Το Λεξικό της Ντάγκλας (Λεωνίδα Χρηστάκη και Μάρκου Επάρατου) μας πληροφορεί ότι το λήμμαν ετυμολογείται από τα καλιαρντά όπου η τρύπα λέγεται χους.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το ανδρικό σπέρμα, άκα το ψωλόχυμα, το ερωτικόν γλεύκος, το παχύρρευστον πίαρ.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

- Αχ νάξερες -σ'τό ξαναλέω- νάξερες πόσο σου πάει το το ψωλόχυμα στο πρόσωπό σου... Σού το γέμισα παντού... Σού το έκανα μούσκεμα... θ'αθελα να είχα έναν καθρέφτη νε το έβλεπες και συ... Θαρρώ όμως πως θ'ελεις και άλλο σπέρμα.... Μπόλικη, παχειά ψωλόκρεμα... Δέν είναι έτσι, Φλώσσυ;
(Μέγας Ανατολικός, Κεφ. 13 σ.23).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία